Τα ευφυή, ευρηματικά, ευαίσθητα, αυθεντικά, επίκαιρα, πηγαία τάπερ!

Γράφει η συγγραφέας Πασχαλία Τραυλού για το νέο μυθιστόρημα της Έλενας Ακρίτα.
Ευφυές, ευρηματικό, ευαίσθητο, αυθεντικό, επίκαιρο, πηγαίο! Θα μπορούσα να παραθέσω και άλλα επίθετα που με μοναδική δυναμική και ενδεχομένως ακρίβεια θα αποκρυστάλλωναν τη γεύση που αφήνει αυτό το μυθιστόρημα της Έλενας Ακρίτα, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα να μιλήσω λίγο για κάτι που μου άρεσε πολύ.

Θες η φιλόλογος που διαφεντεύει το μέσα μου και βρίσκει την ευκαιρία να ξεμουδιάσει, θες ο ενθουσιασμός της αναγνώστριας που έχει ανάγκη να βροντοφωνάξει ένα μπράβο όταν πέσει στα χέρια της ένα κείμενο με τέτοια αύρα, με ωθούν να παραθέσω πιο ενδελεχώς τις εντυπώσεις μου.

Πρώτα πρώτα γοητεύτηκα από τη σύλληψη του έργου. Με άξονα τα τάπερ στα οποία η μικρή Αλίκη εκμυστηρεύεται την οδύνη, τις αγωνίες και τους φόβους της, η συγγραφέας καταφέρνει να διαμορφώσει σταδιακά μια σύγχρονη ηρωίδα που υπομένει, καταθλίπτεται, υποτάσσεται και εντέλει βρίσκει τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της και να δώσει το πιο αισιόδοξο μήνυμα ζωής. Παλέψτε, απελευθερωθείτε από τους δαίμονές σας, μην κατηγορείτε τον εαυτό σας για τη βία που ασκούν πάνω σας οι άλλοι. Σαφώς, ένας από τους ιδεολογικούς άξονες της Έλενας, η ενδοοικογενειακή βία, ιδωμένη με έναν αιχμηρό, απόλυτο και καταγγελτικό τρόπο, που αρμόζει στη σκέψη και την πένα της, μια κραυγή αγωνίας και μια ταύτιση της συγγραφέως σαφέστατα οδυνηρή με τα πάσχοντα πρόσωπα του έργου.

Μια πένα που δεν συμβιβάζεται με το comme il faut και τη συντηρητική, ψύχραιμη οπτική της γλώσσας και των πραγμάτων, αλλά διαμαρτύρεται θέτοντας στην υπηρεσία της ουσίας και της ιδέας ακόμα και τη βωμολοχία. Η τολμηρότητα του λόγου φαντάζει αναγκαία κι επιτακτική για να μεταφέρει το συναισθηματικό φορτίο όχι μονάχα της ηρωίδας αλλά και της Έλενας και κατ’ επέκταση του αναγνώστη. Γίνεται το κατάλληλο εργαλείο κάποιες φορές για να ειπωθούν όπως επιβάλλεται τα πράγματα και να αποτυπωθεί η αγανάκτηση. Ήρωες, συγγραφέας και αναγνώστες γινόμαστε μαγικά μια παρέα σ’ αυτό το μυθιστόρημα, συνυπάρχουμε στις σελίδες του ως δρώντες, ως πάσχοντα πρόσωπα και συνάμα ως παρατηρητές, βιώνοντας καθένας με το δράμα του, τη δύναμη ή την αδυναμία του τη ζωή και τη λογοτεχνική εμπειρία που του προσφέρει η Έλενα. Πάσχουμε, συμπάσχουμε, σκεφτόμαστε, νιώθουμε, δρούμε και αντιδρούμε.

Καθώς το χαρτί είναι πάντα ο καθρέφτης της ψυχής του συγγραφέα και το μυθιστόρημα ως πολυσέλιδο είδος γραφής απαιτεί σταθερότητα ύφους σε όλη τη διάρκειά του, κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να υποκριθεί πως πιστεύει κάτι που δεν πιστεύει, πως του προκαλεί ψυχικό κραδασμό κάτι που δεν αγγίζει τα φυλλοκάρδια του. Έτσι και η Έλενα με αυτό της το έργο δεν αφήνει σε κανέναν το περιθώριο να υπονομεύσει τις προθέσεις της συγγραφής της με την καθηλωτική ειλικρίνεια που διαπνέει το έργο της και τον ηλεκτρισμό που μεταδίδει στον αναγνώστη. Ο κραδασμός της οργής της σε κάποια σημεία ξεχειλίζει απ’ το χαρτί και είναι απόλυτα καυστικός και αυθεντικός.

Σε κάθε ιστορία που έχει εγκιβωτίσει στο βιβλίο της είναι παρούσα η ίδια, συντρέχει τα θύματα, τιμωρεί τους θύτες, παίρνει ξεκάθαρα θέση με τον τρόπο που την αφηγείται. Γίνεται η μάνα της Δόμνας, που ορμάει σαν λέαινα στον λυκειάρχη του ιδιωτικού σχολείου, όταν αυτός παλεύει να συγκαλύψει την εγκληματική ενέργεια κάποιων άλλων μαθητών σε βάρος της κόρης της, και απαιτεί την παραδειγματική του τιμωρία, γίνεται ο πατέρας της Αλίκης, που ρίχνει μια ξεγυρισμένη γροθιά στον Αντρέα που επί χρόνια κακοποιεί την ψυχή και το σώμα της θετής του κόρης, γίνεται η Αλίκη Βουγιουκλάκη, που χαρίζει απλόχερα τις συμβουλές της στον περίγυρο της βαφτιστήρας της, γίνεται η Κοραλία, που τηγανίζει τραγανές πατατίτσες στον Δημήτρη, όταν καταφεύγει κατατρεγμένος στο σπίτι της έπειτα από την αποκάλυψη της ομοφυλοφιλικής του ταυτότητας και φυλακίζεται στην κυριολεξία μες στα στερεότυπα και την προκατάληψη μιας εποχής που τείνει να αλλάξει. Γίνεται η ίδια ο Δημήτρης, που βρίσκει το κουράγιο να αντισταθεί και να παλέψει για την αλήθεια του, και εκφράζει τη θλίψη της για τον λιγόψυχο Πέτρο που μένει για καιρό παθητικά εγκλωβισμένος στο λούστρο μιας επίπλαστης αρρενωπότητας. Είναι ταυτόχρονα οι ήρωές της, ο εαυτός της και ο τιμωρός αναγνώστης που περιμένει εναγωνίως δικαίωση για τα καθάρματα που ελλοχεύουν στις σελίδες της.

Η Έλενα μπαίνει με απαράμιλλο τρόπο στην ψυχοσύνθεση των ηρώων της με τον σεβασμό, το ήθος και την προετοιμασία που ένας ηθοποιός φοράει το κοστούμι του για να βγει στο σανίδι και να υπερασπιστεί τη δανεική ταυτότητα που πρέπει για λίγη ώρα να υιοθετήσει. Και να πει αλήθειες. Αλήθειες που σπαρταρούν και ζεματάνε φέρνοντας άλλοτε δάκρυα και άλλοτε γέλια.

Είναι προφανές πως είχε ανάγκη να μιλήσει πολύ. Όχι από διάθεση εξωστρέφειας ή φλυαρίας, αλλά από ανάγκη να καταγγείλει και να εξυγιάνει, ενδεχομένως για να εξαγνιστεί καταγράφοντας και καταγγέλλοντας. Είχε ανάγκη να τοποθετηθεί για τα στερεότυπα που αποδομούνται, για τη σαπίλα της πολιτικής, για την καθημερινότητα που στραγγαλίζει τα όνειρα του μέσου ανθρώπου, για τις άγαμες μητέρες και το δικαίωμά τους στην ευτυχία, για τις εκτρώσεις, τις αποβολές και τις ενοχές των γυναικών όταν καλούνται να πάρουν μια τέτοια απόφαση, για τα αυτόματα διαζύγια και τις μεταρρυθμίσεις που απαιτήθηκαν για να αποποινικοποιηθεί η ανία ή η μοιχεία σε έναν αδιέξοδο γάμο, για εκείνα τα παιδιά που δεν γίνονται άντρες με τη στερεότυπη έννοια της λέξης, αλλά διαφορετικά και εξίσου υπέροχα πλάσματα. Και επίσης, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον έρωτα, τη δύναμή του, τη σαθρή εκδοχή του όταν συνδυάζεται με υπολογισμό και σαρκική μονάχα επιθυμία και το μεγαλείο του όταν μετουσιώνεται σε γενναιοδωρία, γενναιότητα συγχώρεσης και δοτικότητα. Εν ολίγοις ήθελε να μιλήσει για τα πάντα. Και το δικαιούται αν κρίνει κανείς αντίστοιχα για τη θέση που παίρνει πάντα θαρρετά σε όσα ζητήματα απασχολούν την επικαιρότητα. Γιατί η επικαιρότητα δεν είναι παρά ψηφίδες στο παζλ της ιστορίας.

Συνειρμικά αυτά τα κομμάτια του παζλ που θέλησε να συναρμολογήσει η Έλενα από το 1980 έως το 2000 είναι το δεύτερο στοιχείο που με γοήτευσε στο βιβλίο της. Ο τρόπος που προσέγγισε μέσα απ’ τις ζωές μιας ανύπαντρης μητέρας και του παιδιού της την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας με έκανε πραγματικά να τη θαυμάσω. Στις σφιχτογραμμένες, δίχως ίχνος πλατειασμού ή επανάληψης σελίδες του μυθιστορήματος πέτυχε να χωρέσει τα γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια και ενίοτε πληγές στο σύγχρονο νεοελληνικό προφίλ. Γιατί όποιος παρακολουθεί τη δημοσιογραφική και συγγραφική πορεία της Έλενας δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει πως τα λέει έξω απ’ τα δόντια με την παρρησία εκείνη που συνοδεύεται πάντα από σεβασμό στον αναγνώστη και στην γραφή. Και λέει αλήθειες με μια ζηλευτή τεκμηρίωση μπολιασμένη πάντα με το άχτι του έντιμου ανθρώπου απέναντι στις ιδέες του, ο οποίος επιθυμεί την αποκατάσταση της αδικίας και ονειρεύεται έναν κόσμο με δικαιοσύνη και όραμα.

Γι’ αυτό και δεν καταπιάνεται απλώς με τα ντοκουμέντα που χαρακτήρισαν αυτή την περίοδο, όπως με την πολύκροτη υπόθεση του Κοσκωτά, τη συγκλονιστική επιρροή των καλλιτεχνών στα όνειρα των απλών ανθρώπων, στον ρόλο των ειδώλων στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στον εκφυλισμό του πολιτικού συστήματος όταν υπηρετείται από σάπιους πολιτικούς που αναρριχώνται στους θώκους τους με μόνη τους επιδίωξη το χρήμα και τη δύναμη και όχι τη βελτίωση της ζωής των εκλεκτόρων τους.

Θα κλείσω ετούτη την όσο το δυνατόν συνοπτική προσέγγιση των Τάπερ της Αλίκης με δυο λόγια για τη γλώσσα της Έλενας. Πρόκειται για λέξεις με σφυγμό, που σημαίνει πως πρόκειται για έναν λόγο σύγχρονο που σφύζει από ζωή, έναν λόγο που τσακίζει κόκαλα και αφυπνίζει συνειδήσεις, αλλά αυτό δεν το κατέκτησε η Έλενα τώρα ούτε μόνο με αυτό το μυθιστόρημα. Το αποδεικνύει πάντα με κάθε φράση της και αυτό είναι το σήμα κατατεθέν της.

ΥΓ: Αναζητήστε τα Τάπερ της Αλίκης σε όλα τα βιβλιοπωλεία! 

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *