Ο Σκαντζόχοιρος που ήθελε: Μια αλληγορική, τρυφερή ιστορία

Μια μέρα στα τέλη του φθινοπώρου, ο σκαντζόχοιρος καθόταν στο παραθύρι του, κοιτάζοντας έξω.

Ήταν μόνος. Κανείς δεν ερχόταν να τον δει και, αν κάποιος περνούσε απέξω τυχαία και σκεφτόταν, Α, εδώ δεν μένει ο σκαντζόχοιρος; και χτυπούσε το κουδούνι, ο σκαντζόχοιρος είτε θα κοιμόταν είτε θα δίσταζε να ανοίξει για τόση ώρα, που στο τέλος ο επισκέπτης θα είχε φύγει προτού καν προλάβει να φτάσει στην πόρτα.

Κόλλησε τη μουσούδα του στο τζάμι, έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε τα ζώα που γνώριζε, εκείνα που επισκέπτονταν συνεχώς το ένα το άλλο, μερικές φορές δίχως να υπάρχει λόγος, δεν περίμεναν γενέθλια ή κάποια άλλη γιορτή. Κι αν τους προσκαλούσε εκείνος; σκέφτηκε.

Δεν είχε ποτέ του προσκαλέσει κάποιον. Άνοιξε τα μάτια του, έξυσε τα αγκάθια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σκέφτηκε για λίγο ακόμα κι έπειτα έγραψε ένα γράμμα:

Αγαπητά ζώα,
Σας προσκαλώ όλα σας να έρθετε
και να με επισκεφτείτε.

Μασούλησε το στιλό του, έξυσε για άλλη μια φορά το κεφάλι του και έπειτα έγραψε στο κάτω μέρος της σελίδας:

Αλλά και κανείς να μην έρθει, δεν πειράζει.

Συνοφρυώθηκε. Αν διαβάσουν το γράμμα αυτό, σκέφτηκε, δεν θα πιστέψουν πως ο σκαντζόχοιρος μάλλον δεν θέλει επισκέπτες;… Ή μπορεί να σκεφτούν, Γρήγορα, πάμε να τον επισκεφτούμε τώρα που ακόμα μας θέλει… Γιατί ο σκαντζόχοιρος αλλάζει πάντα γνώμη, έτσι δεν είναι;…

Δεν μπορώ να αποφασίσω, σκέφτηκε.

Έχωσε το γράμμα σε ένα συρτάρι του μπουφέ του και κούνησε το κεφάλι. Δεν θα το στείλω, σκέφτηκε. Όχι ακόμα…

Έτσι ξεκινάει το βιβλίο «Ο Σκαντζόχοιρος που ήθελε», του Toon Tellegen, που είναι μια αλληγορική, τρυφερή ιστορία για το άγχος, τη μοναξιά και για όλα τα «αν» που μας εμποδίζουν να είμαστε πραγματικά ο εαυτός μας. Θα το βρείτε σε όλα τα βιβλιοπωλεία, ενώ εδώ μπορείτε να διαβάσετε τις πρώτες είκοσι σελίδες.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *