Το τελευταίο όνειρο του Πέδρο Αλμοδόβαρ

Μου ζήτησαν αρκετές φορές να γράψω την αυτοβιογραφία μου κι αρνήθηκα.

Μου πρότειναν επίσης να γράψει τη βιογραφία μου άλλος, όμως εξακολουθώ να παθαίνω αλλεργία και μόνο στην ιδέα ότι ένα βιβλίο μπορεί να αναφέρεται αποκλειστικά σ΄ εμένα. Ποτέ δεν κράτησα ημερολόγιο· όταν το προσπάθησα, δεν πέρασα τη δεύτερη σελίδα. Ωστόσο, αυτό το βιβλίο συνιστά μια αντίφαση, διότι μάλλον μοιάζει με μια αποσπασματική, ατελή και κάπως αινιγματική αυτοβιογραφία.

Μολαταύτα, νομίζω πως ο αναγνώστης θα διαθέτει στο τέλος όλες τις πληροφορίες για μένα ως κινηματογραφιστή και παραμυθά (συγγραφέα), αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο στη ζωή μου μπερδεύεται το ένα με το άλλο. Υπάρχουν όμως περισσότερες αντιφάσεις σ’ αυτό που μόλις έγραψα: ποτέ δεν κατάφερα να κρατήσω ημερολόγιο κι ωστόσο εδώ εμφανίζονται τέσσερα κείμενα που αποδεικνύουν το αντίθετο: αυτό που μιλάει για τον θάνατο της μητέρας μου, αυτό για την επίσκεψή μου στην Τσαβέλα Βάργκας στο Τεποστλάν, το «Χρονικό μιας άδειας μέρας» και το «Ένα κακό μυθιστόρημα». Αυτά τα τέσσερα κείμενα είναι στιγμιότυπα της ζωής μου την ώρα που τα βίωνα, δίχως καθόλου απόσταση. Αυτή η συλλογή αφηγήσεων (αποκαλώ αφηγήσεις τα πάντα, δεν ξεχωρίζω είδη) δείχνει τη στενή σχέση μεταξύ όσων γράφω, όσων κινηματογραφώ και όσων βιώνω.

Τις ανέκδοτες αφηγήσεις τις είχε αρχειοθετήσει στο γραφείο μου, μαζί με ένα σωρό άλλα, η Λόλα Γκαρθία. Η Λόλα είναι η βοηθός μου στο γραφείο και σε πολλά άλλα. Τις είχε συγκεντρώσει ανασύροντάς τες από διάφορα παλιά μπλε ντοσιέ που είχε διασώσει από το χάος των πολλαπλών μετακομίσεων. Εκείνη και ο Ζάουμε Μπονφίλ αποφάσισαν να βγάλουν τη σκόνη του χρόνου από πάνω τους. Εγώ δεν τις είχα ξαναδιαβάσει από τότε που τις έγραψα. Η Λόλα τις αρχειοθέτησε κι εγώ τις λησμόνησα. Δεν θα είχα σκεφτεί ποτέ να τις διαβάσω ύστερα από τόσον καιρό, αν εκείνη δεν μου συνέστηνε να τους ρίξω μια ματιά. Με μεγάλη οξυδέρκεια, η Λόλα διάλεξε κάποιες για να δει πώς θα αντιδρούσα στο διάβασμά τους.

Τις στιγμές που είχα λίγο ελεύθερο χρόνο μεταξύ της προπαραγωγής και της μετα-παραγωγής του Οι παράξενοι δρόμοι της ζωής τις πέρασα διαβάζοντάς τες. Δεν έκανα διορθώσεις, γιατί αυτό που με ενδιέφερε ήταν να θυμηθώ τον εαυτό μου, να θυμηθώ πώς γράφτηκαν τότε και να διαπιστώσω πώς είχε αλλάξει η ζωή μου και τα πάντα γύρω μου από τότε που τελείωσα το σχολείο.

Θυμάμαι πως έγραφα από παιδί, πάντα έγραφα. Αν για κάτι ήμουν βέβαιος, ήταν η λογοτεχνική μου κλίση, και αν για κάτι δεν είμαι σίγουρος, είναι για αυτά που έχω καταφέρει. Υπάρχουν δύο αφηγήσεις στις οποίες μιλάω για την αγάπη μου στη λογοτεχνία και τη γραφή («Η ζωή και ο θάνατος του Μιγέλ» –γράφτηκε κάποια απογεύματα μεταξύ 1967 και 1970– και το «Ένα κακό μυθιστόρημα», που γράφτηκε φέτος).

Συμφιλιώθηκα με κάποιες απ’ αυτές και θυμήθηκα πώς και πού τις έγραψα. Βλέπω τον εαυτό μου, στην αυλή του πατρικού σπιτιού στο Μαδριγαλέχος, να γράφει σε μια Olivetti το «Η ζωή και ο θάνατος του Μιγέλ», κάτω από μια κληματαριά, μ’ ένα γδαρμένο κουνέλι να κρέμεται από ένα σχοινί, όπως εκείνες οι τόσο απωθητικές μυγοπαγίδες. Ή στο γραφείο της Telefónica, στην αρχή της δεκαετίας του ’70, όταν τελείωνα τη δουλειά, να γράφω στη ζούλα. Ή, ασφαλώς, στα διάφορα σπίτια που έχω ζήσει, να γράφω μπροστά σε ένα παράθυρο.

Οι αφηγήσεις αυτές είναι συμπληρωματικές της κινηματογραφικής μου δουλειάς: μερικές φορές μου χρησίμευσαν ως άμεση αντανάκλαση της στιγμής που βίωνα και ή έγιναν τελικά ταινίες πολλά χρόνια αργότερα (Κακή εκπαίδευση, κάποιες σεκάνς του Πόνος και δόξα) ή πρόκειται να γίνουν. Όλα τους είναι κείμενα ενηλικίωσης (δεν θεωρώ ότι έχει τελειώσει αυτή η περίοδος) και πολλά απ’ αυτά προέκυψαν στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από τη βαρεμάρα.

Το 1979 δημιουργώ έναν χαρακτήρα πληθωρικό από κάθε άποψη, την Πάτι Ντιφούσα («Εξομολογήσεις ενός συμβόλου του σεξ»), ενώ αρχίζω τον καινούριο αιώνα με ένα χρονικό της πρώτης μέρας της ορφάνιας μου («Το τελευταίο όνειρο»), και θα έλεγα πως σε όλα τα κατοπινά γραπτά –συμπεριλαμβανομένου του «Πικρά Χριστούγεννα», όπου εντάσσω κι ένα set piece για την Τσαβέλα, της οποίας η φωνή σφραγίζει πολλές από τις ταινίες μου– στρέφω το βλέμμα μου στον εαυτό μου και γίνομαι ο νέος χαρακτήρας για τον οποίο γράφω στα «Αντίο, ηφαίστειο», «Χρονικό μιας άδειας μέρας» και «Ένα κακό μυθιστόρημα». Αυτός ο καινούριος χαρακτήρας, εγώ ο ίδιος, είναι το αντίθετο της Πάτι, παρότι είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Στον καινούριο αιώνα γίνομαι πιο σκυθρωπός, πιο αυστηρός και πιο μελαγχολικός, με λιγότερες βεβαιότητες, πιο ανασφαλής και πιο φοβισμένος: κι εκεί είναι που βρίσκω την έμπνευσή μου. Απόδειξη αυτού είναι οι ταινίες που έχω κάνει, ιδιαίτερα τα τελευταία έξι χρόνια.

Credits: INMA FLORES

Όλα βρίσκονται σ’ αυτό το βιβλίο. Ανακαλύπτω επίσης πως, νεοφερμένος στη Μαδρίτη, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, ήμουν ήδη αυτός που θα γινόμουν: «Η επίσκεψη» εξελίχθηκε το 2004 στην Κακή εκπαίδευση και, αν είχα χρήματα, θα είχα ήδη κάνει το ντεμπούτο μου ως σκηνοθέτης με το «Ιωάννα, η ωραία σαλεμένη» ή το «Η ιεροτελεστία του καθρέφτη» και θα είχα συνεχίσει με τις ταινίες που έκανα κατόπιν. Υπάρχουν όμως ακόμα κάποιες προγενέστερες αφηγήσεις, πριν από τον ερχομό μου στη Μαδρίτη, που γράφτηκαν μεταξύ 1967 και 1970: «Η λύτρωση» και αυτή που έχω ήδη αναφέρει, «Η ζωή και ο θάνατος του Μιγέλ». Φαίνεται και στις δύο ότι μόλις έχω τελειώσει το σχολείο και βλέπω τη νεανική αγωνία, τον τρόμο να συνεχίσω να ζω παγιδευμένος στο χωριό και την ανάγκη να το σκάσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να έρθω στη Μαδρίτη (αυτά τα τρία χρόνια τα έζησα με την οικογένειά μου στο Μαδριγαλέχος του Κάθερες).

Προσπάθησα να αφήσω τις αφηγήσεις έτσι όπως τις είχα γράψει, αλλά παραδέχομαι πως στο «Η ζωή και ο θάνατος του Μιγέλ» ενέδωσα στον πειρασμό ενός φρεσκαρίσματος: το ύφος μού φαινόταν υπερβολικά επιτηδευμένο και το διόρθωσα λιγάκι, με σεβασμό στην αίσθηση που άφηνε το αρχικό κείμενο. Η συγκεκριμένη είναι μια από τις αφηγήσεις των οποίων η ανάγνωση, μετά από πενήντα και πλέον χρόνια, με εξέπληξε. Θυμόμουν τέλεια την ιδέα γύρω από την οποία περιστρέφεται η αφήγηση, την εξιστόρηση της ανθρώπινης ζωής από την ανάποδη. Αυτό ήταν το ουσιώδες και, αν μου επιτρέπετε, το πρωτότυπο. Δεκαετίες αργότερα, σκέφτηκα πως το Μπέντζαμιν Μπάτον αντέγραφε την ιδέα μου. Η ιστορία από μόνη της είναι συμβατική και αντιστοιχεί στην τόσο μικρή και ασήμαντη διαδρομή που είχα διανύσει μέχρι τότε. Το σημαντικό ήταν η ιδέα. Διαβάζοντας σήμερα το κείμενο, ανακαλύπτω πως μιλάει κυρίως για τη μνήμη και την ανημποριά μπροστά στο πέρασμα του χρόνου. Αναμφίβολα το έγραψα μ’ αυτή τη σκέψη κατά νου, αλλά το είχα ξεχάσει, κι αυτό με εκπλήσσει. Η θρησκευτική αγωγή παρ’ όλα αυτά είναι παρούσα σε όλα τα αφηγήματα της δεκαετίας του ’70.

Η ριζική αλλαγή συμβαίνει το 1979, με τη δημιουργία της Πάτι Ντιφούσα· δεν θα μπορούσα να έχω γράψει γι’ αυτόν τον χαρακτήρα πριν ή μετά τη φρενίτιδα των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του ’70. Βλέπω τον εαυτό μου πάνω από τη γραφομηχανή, να κάνει τα πάντα, να ζει και να γράφει ξέφρενα.

Ο αιώνας τελειώνει με το «Τελευταίο όνειρο», την πρώτη μέρα της ορφάνιας μου· θέλησα να συμπεριλάβω αυτό το σύντομο χρονικό, διότι ομολογώ πως οι πεντέμισι σελίδες του συγκαταλέγονται στις καλύτερες που έχω γράψει έως τώρα. Αυτό δεν αποδεικνύει πως είμαι μεγάλος συγγραφέας – θα το αποδείκνυε αν είχα καταφέρει να γράψω τουλάχιστον διακόσιες σελίδες της ίδιας βαρύτητας. Για να μπορέσω να γράψω το «Τελευταίο όνειρο» ήταν απαραίτητο να πεθάνει η μητέρα μου.

Εκτός από την «Επίσκεψη» και τη σχέση της με την Κακή εκπαίδευση, σ’ αυτά τα κείμενα συναντά κανείς πολλά θέματα που αργότερα κάνουν την εμφάνισή τους στις ταινίες μου και τις σφραγίζουν ανεξίτηλα. Ένα απ’ αυτά είναι η εμμονή με την «Ανθρώπινη φωνή» του Κοκτό, που διαφαινόταν ήδη στον Νόμο του πάθους, ήταν παρούσα στις Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, επανεμφανίστηκε στις Ραγισμένες αγκαλιές και εντέλει μεταστοιχειώθηκε στην Ανθρώπινη φωνή με την Τίλντα Σουίντον, πριν από δύο χρόνια. Επίσης, στο «Πάρα πολλές αλλαγές φύλου» μιλάω για ένα από τα στοιχεία-κλειδιά του Όλα για τη μητέρα μου: την επιλεκτική πρόσμειξη, το «ανακάτεμα» όχι μόνο των φύλων αλλά και των έργων που με σημάδεψαν – εκτός από τον μονόλογο του Κοκτό, είναι τα Λεωφορείο ο πόθος, του Τένεσι Ουίλιαμς (Πόθος*  λέγεται και η εταιρεία παραγωγής μου) και Νύχτα πρεμιέρας του Τζον Κασαβέτη. Όλα όσα έπεσαν στα χέρια μου ή πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου τα «ανακάτεψα» και τα οικειοποιήθηκα, τα έκανα δικά μου με τον τρόπο μου, δίχως να φτάσω στο σημείο που φτάνει ο Λεόν στο «Πάρα πολλές αλλαγές φύλου».

Ως κινηματογραφιστής γεννιέμαι στο απόγειο της μεταμοντέρνας έκρηξης: οι ιδέες έρχονται από οπουδήποτε, όλα τα στιλ και οι εποχές συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν φυλετικές προκαταλήψεις και γκέτο, ούτε και οι αγορές, μονάχα η όρεξη να ζήσεις και να κάνεις πράγματα. Ήταν το ιδανικό περιβάλλον για κάποιον που, όπως εγώ, ποθούσε να κατακτήσει τον κόσμο.

Μπορούσα λοιπόν να εμπνευστώ από τις ισπανικές αυλές της Μάντσα, όπου πέρασα τα πρώτα μου παιδικά χρόνια, ή από τη σκοτεινή αίθουσα του Rockola,* κάνοντας μια στάση, αν ήταν απαραίτητο, στις πιο ζοφερές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας την περίοδο που έζησα στο σχολείο-φυλακή των Σαλεσιανών.

Χρόνια γεμάτα σκοτεινιά αλλά και λάμψη, γιατί η σαλεσιανή φρίκη είχε ως μουσική υπόκρουση τις λειτουργίες στα λατινικά, στις οποίες έψελνα ως σολίστ της χορωδίας (Πόνος και δόξα).Τώρα μπορώ να πω πως αυτοί ήταν οι τρεις τόποι που με διαμόρφωσαν: η Μάντσα με τις μεσαυλές των σπιτιών της, όπου οι γυναίκες έπλεκαν με το κοπανέλι, τραγουδούσαν και κουτσομπόλευαν τους πάντες, η Μαδρίτη με τις εκρηκτικές και ελευθεριάζουσες νύχτες της από το 1977 έως και το 1990 και το σχολείο όπου έλαβα τη σκοτεινή θρησκευτική αγωγή των Σαλεσιανών στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Όλα αυτά βρίσκονται συμπυκνωμένα σ’ αυτό το βιβλίο, μαζί με κάτι ακόμα: τον Πόθο, όχι μονάχα ως εταιρεία παραγωγής όλων μου των ταινιών, αλλά και ως τρέλα, επιφοίτηση και νόμο στον οποίο πρέπει να υποταχθείς, σαν να είσαι ο πρωταγωνιστής ενός μπολέρο.

Το τελευταίο όνειρο

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *