Ο Soloup με το νέο του graphic novel μας μεταφέρει το οικείο σύμπαν του «Ζορμπά». Ακολουθεί ένα σημείωμα του καλλιτέχνη σχετικά με τη δημιουργία του έργου.
Το ταξίδι αυτό ξεκίνησε αρκετά νωρίς, στη νεότητα, όταν διάβασα 12 από τα βιβλία του Καζαντζάκη και την απαιτητική ακόμη Οδύσσεια. Στο πρώτο ταξίδι εκτός συνόρων, βρέθηκα ν’ανηφορίζω στην Ασίζη του Φτωχούλη του Θεού. Στο δεύτερο, η Ραβένα του Ντάντε και της Θείας Κωμωδίας. Το ταξίδι στην Κρήτη δεν τελείωσε ποτέ. Οι μυρουδιές απ’τα βότανα στα βουνά, η αύρα του Λιβυκού, οι αποστομωτικές ξαστεριές στον ουράνιο θόλο του Ψηλορείτη. Τα μεγάλα Γιατί της εφηβικής ανησυχίας ανάμεσα στα τόσα άστρα, σ’ένα ταρατσάκι αποθήκης στο Γαλένι.
Έτσι η ιδιαίτερα τιμητική πρόταση των εκδόσεων Διόπτρα, παρά τον γενικότερο προβληματισμό μου για το πώς μπορεί ένα λογοτεχνικό έργο να αποδοθεί με τον Λόγο και την Εικόνα των κόμικς, υπήρξε τεράστια πρόκληση, τόσο καλλιτεχνική όσο και προσωπική. Απ’την αρχή σημείωσα την πρόθεσή μου για μια επαναφήγηση του έργου και όχι απλώς για μια μεταφορά ή διασκευή. Η διαφορά φαινομενικά λεπτή, όμως στην πράξη ουσιαστική και δομική. Στον ενάμιση χρόνο που δούλευα εξαντλητικά τον δικό μου «Ζορμπά» -διάστημα εξαιρετικά σύντομο για το μέγεθος του εγχειρήματος- κι ενώ επεξεργαζόμουν τις οκτώ, συνολικά, επάλληλες γραφές του σεναρίου, προσπάθησα να μπω και να μάθω για τα όσα ήδη είχαν γραφτεί σχετικά με το έργο του Καζαντζάκη και τον συγκεκριμένο λογοτεχνικό χαρακτήρα. Έτσι από τίτλο σε τίτλο, έφτασα στις εξαιρετικές εργασίες φιλολόγων, σε πρακτικά συνεδρίων, αλλά και σε κείμενα μελετητών που αναφέρονται στο έργο του Καζαντζάκη.
Ακόμα προσπάθησα να «μπω» στη σκέψη του συγγραφέα, διαβάζοντας την αλληλογραφία του με τον Παντελή Πρεβελάκη, την Ελένη Καζαντζάκη, τη «Μουντίτα», τον Γιάννη Αγγελάκη, τον Γιάννη Σταυριδάκη. Ταυτόχρονα προσπαθούσα ν’ανακαλύψω τι μπορούσαν να κρύβουν, τι μπορούσαν να μας αποκαλύψουν, οι τόσες πλούσιες αναφορές του Καζαντζάκη σε άλλα πρόσωπα κι έργα όπως εκείνα του «Μπέρξονα», του Νίτσε, του Βούδα, του «Σαιξπήρου» αλλά και ακόμα παραπέρα του Ομήρου, του Θερβάντες, του Ελ Γκρέκο, του Γκόγια, του Ροντέν. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς, οι μελετητές, αλλά και οι προγενέστεροί του δημιουργοί, έριξαν πραγματικό φως στη δική μου προσπάθεια να επαναφηγηθώ το αρχετυπικό ετούτο, κορυφαίο μυθιστόρημα, τον «Ζορμπά».
Πέρα όμως από τα βιβλία στα οποία βυθίστηκα ως νέος «χαρτοπόντικας», πήρα και τα πόδια μου να σεριανίσω, με κάθε ευκαιρία, εκεί που ακούμπησε το βλέμμα του ο Καζαντζάκης. Όχι αναζητώντας κάτι μεταφυσικά απροσδιόριστο, αλλά περισσότερο προσπαθώντας ν’ανασυνθέσω, να φανταστώ, να υποθέσω, έστω μέσα από το δικό μου πρίσμα, έναν άλλο χρονότοπο. Τις πιθανές σκέψεις κι αφορμές στο μυαλό του συγγραφέα. Τα σημεία όπου, στη φαντασία του, «η αλήθεια παντρεύτηκε με το ψέμα». Να δω τι μπορεί να απέμεινε από εκείνο το βλέμμα, στις γραμμές του ορίζοντα και των πραγμάτων. Αν έχουν οι γραμμές, οι πέτρες, να μου πουν κάτι. Στάθηκα έτσι από τύχη δυο φορές μπροστά στο «χέρι του Θεού», με φωτογραφική μηχανή αλλά και με χαρτί και μολύβι, στο μουσείο του Ροντέν στο Παρίσι. Αναζήτησα το αρχαίο αγαλματάκι του Δομέτιου στο αρχαιολογικό μουσείο των Χανίων. Κοίταξα εξουθενωμένος το «αυθεντικό» ακρογιάλι της Στούπας και της Καλογριάς στη Μάνη, ανάμεσα στους αμέτρητους παραθεριστές του Αυγούστου. Ένιωσα ακόμα τα πόδια μου να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές του Υμηττού, αναζητώντας θεόπνευστα, φιλοσοφικά μοναστήρια, έψαξα τους Διόνυσους στο μουσείο Staatliche Antikensammlung του Μονάχου, τον Βούδα στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι, κρυφάκουσα μπροστά στις σκοτεινές τοιχογραφίες του Γκόγια το Prado τις κουβέντες του με τον Πρεβελάκη, σκέφτηκα τέλος στο Τολέδο ν” «αναφερθώ», έτσι από προσωπική ανάγκη, μπροστά στους δυο Greco. «Να ξέραμε τι λένε οι πέτρες αφεντικό! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν κι εμείς να μην ακούμε».
Οι μορφές των βασικών χαρακτήρων, του Ζορμπά, του «συγγραφέα»/Καζαντζάκη, της μαντάμ Ορτάνς, όσο κι αν δεν τους φαίνεται με την πρώτη ματιά, οφείλουν τα πρώτα στάδια του σχεδιασμού τους σε πραγματικές φωτογραφίες τους όπως μας έχουν σωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα φανταστικά πρόσωπα κι ας έχουν στο graphic novel τελείως αυτονομηθεί. Για τον Μαυραντώνη, για παράδειγμα, μπορείτε ίσως να διακρίνετε κάτι από το πρόσωπο του Μάνου Κατράκη, ενώ στη Χήρα, αν αφαιρέσετε τα δυνατά φρύδια και μαύρα μαλλιά, θα δείτε το περίγραμμα της γυναικείας μορφής στον πίνακα The Holy Family with St. Anne του Ελ Γκρέκο.
Την εμβληματική ταινία του Κακογιάννη, τέλος, την ξαναείδα, συνειδητά, μετά την έκτη γραφή του σεναρίου, όταν πια αυτό είχε κατασταλάξει στο ύφος και τη δομή του, ώστε να μπορέσω να αποφύγω τα δυνατά στερεότυπα και τις πολιτισμικές κι εμπορικές συν- δηλώσεις που κουβαλάει η μορφή του ήρωα, εδώ και δεκαετίες, χάρη στη σύνδεσή της με τη φιγούρα του Άντονι Κουίν αλλά και το «συρτάκι» του Μίκη Θεοδωράκη.
Ακόμα να σημειώσουμε πως στο graphic novel γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο έργο του Auguste Rodin, τόσο με γραμμές που παραπέμπουν σε συγκεκριμένα αγάλματα και σχέδια, όσο και έμμεσα, με τις στάσεις κάποιων χαρακτήρων του έργου, εμπνευσμένες από αυτό.
Έπειτα από πολύμηνη μελέτη και αμέτρητες ώρες δημιουργίας του Soloúp, κυκλοφόρησε το μοναδικό graphic novel, Ζοrμπας – Πράσινη πέτρα ωραιοτοτάτη, το οποίο επανεγγράφει το εμβληματικό αυτό έργο στον αιώνα μας και μεταφέρει το οικείο σύμπαν του Ζορμπά σε 500 σελίδες, που η καθεμία είναι ένα κομψοτέχνημα γεμάτο συμβολισμούς και απαντήσεις για το νόημα της ζωής.
Διαβάστε περισσότερα για αυτό το εμβληματικό έργο: