Συνδεθήκατε με τη γραμμή τηλεφωνικής συνοδείας. Πώς μπορώ να βοηθήσω;

«Ονομάζομαι Τζουλς Τάνμπεργκ», της απάντησε, πριν συγκεντρωθεί και ξεκινήσει την πιο έντονη και βαρυσήμαντη συνομιλία της ζωής του με τα ακόλουθα λόγια: «Έχετε συνδεθεί με τη γραμμή τηλεφωνικής συνοδείας. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;».

Η απάντηση παραλίγο να του σπάσει το τύμπανο· ήταν μια κραυγή, μια φρικτά βασανισμένη κραυγή.

«Ναι; Είστε εκεί; Πείτε μου, σας παρακαλώ, πώς μπορώ να σας βοηθήσω!»

Η κραυγή έσβησε. Ασυναίσθητα, ο Τζουλς πήρε ένα στιλό και ένα μπλοκάκι, για να σημειώσει την ώρα της κλήσης:

22.09

«Είστε ακόμη στη γραμμή;»

«Τι, πώς… εεε, όχι, να…»

Ανάσαινε βαριά, λαχανιασμένα. Απεγνωσμένα.

«Λυπάμαι πολύ, εεε…»

Η φωνή ήταν ξεκάθαρα γυναικεία.

Σπανίως δέχονταν κλήσεις από άντρες. Η «γραμμή τηλεφωνικής συνοδείας» ήταν μια υπηρεσία που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως γυναίκες, οι οποίες επέστρεφαν νύχτα στο σπίτι τους και έπρεπε να διασχίσουν πάρκινγκ, έρημους δρόμους, ακόμα και δάση, επειδή δούλευαν μέχρι αργά, ή είχαν φύγει τρέχοντας από κάποιο εκνευριστικό ραντεβού, ή απλώς είχαν αποχωρήσει από κάποιο πάρτι νωρίτερα από την παρέα τους.

Κι έτσι όπως βρίσκονταν ξαφνικά ολομόναχες μέσα στη νύχτα, αλλά δεν ήθελαν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον συγγενή τους, για να μην τον ξυπνήσουν, τις έπιανε ένας απίστευτος φόβος· σε κάποιο έρημο πάρκινγκ, στις κακοφωτισμένες υπόγειες διαβάσεις ή αν τύχαινε να κόψουν κατά λάθος δρόμο μέσα από μια κακόφημη γειτονιά. Και τότε ήθελαν να έχουν έναν συνοδοιπόρο, που θα τις βοηθούσε να φτάσουν ασφαλείς στο σπίτι τους.

Μια συνοδεία, που σε περίπτωση ανάγκης μπορούσε να καλέσει αμέσως βοήθεια, πράγμα που, ωστόσο, ελάχιστες φορές είχε χρειαστεί στην ιστορία της συγκεκριμένης τηλεφωνικής υπηρεσίας.

«Πρέπει να… κλείσω…» του είπε, και ο Τζουλς φοβήθηκε ότι την είχε τρομάξει με τη βαθιά φωνή του, γι’ αυτό έπρεπε να δράσει γρήγορα, αν δεν ήθελε να τη χάσει.

«Μήπως θα προτιμούσατε να σας συνδέσω με μια γυναίκα τηλεφωνήτρια;» τη ρώτησε, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το γυναίκα και το τηλεφωνήτρια στην ίδια πρόταση ήταν πλεονασμός· υποπτευόταν, όμως, πως η συνομιλήτριά του (περ. 30 ετών, σημείωσε στο μπλοκάκι) δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί, κι έτσι προσπαθούσε να της μιλάει όσο πιο απλά και καθαρά γινόταν.

«Σας καταλαβαίνω απόλυτα εάν νιώθετε άβολα να συνομιλείτε με έναν άντρα αυτή τη στιγμή».

Πολύ συχνά, ο φόβος των γυναικών που απευθύνονταν στη συγκεκριμένη γραμμή –όπως συμβαίνει συνήθως με τις φοβίες– ήταν αβάσιμος· όμως, τις περισσότερες φορές, με κάποια απόλυτα κατανοητή αφορμή (όπως το χυδαίο καμάκι ενός μεθυσμένου στην αποβάθρα του μετρό) ή και λόγω απλής αυθυποβολής, σχετιζόταν με έναν άντρα. Γι’ αυτό και ο Τζουλς θα το θεωρούσε απολύτως λογικό αν μια γυναίκα δεν ήθελε να μιλήσει με έναν εκπρόσωπο του φύλου που είχε πυροδοτήσει τον φόβο της, όσο παράλογος κι αν ήταν.

«Θέλετε να σας συνδέσω;» ρώτησε άλλη μια φορά, και επιτέλους πήρε μια απάντηση, έστω και κάπως ακατανόητη.

«Όχι, όχι, δεν είναι αυτό. Να… απλώς δεν το πήρα είδηση».

Ακουγόταν φοβισμένη, μα όχι πανικόβλητη. Για την ακρίβεια, ακουγόταν σαν γυναίκα που είχε βιώσει και πολύ χειρότερο φόβο στη ζωή της.

«Τι δεν πήρατε είδηση;»

«Ότι σας τηλεφώνησα. Πρέπει να έγινε την ώρα που σκαρφάλωνα».

Σκαρφάλωνε; Ο θόρυβος στη γραμμή, που προφανώς ήταν από τον άνεμο, είχε επανέλθει, αλλά ευτυχώς όχι τόσο έντονα όσο στην αρχή. Η συνομιλήτριά του βρισκόταν σίγουρα κάπου στο ύπαιθρο. Το μπλοκάκι του Τζουλς γέμισε με ερωτήσεις: Πού μπορεί να σκαρφαλώνει νυχτιάτικα μια φοβισμένη γυναίκα; Μέσα στη χιονοθύελλα;

«Πώς λέγεστε;» τη ρώτησε.

«Κλάρα», απάντησε εκείνη.

Ακούστηκε σχεδόν έκπληκτη, σαν να της είχε ξεφύγει άθελά της.

«Εντάξει, Κλάρα. Μου λέγατε, λοιπόν, ότι μας καλέσατε κατά λάθος;»

Είπε μας, επειδή η σκέψη πως από πίσω υπήρχε μια ολόκληρη ομάδα γεννούσε μια αίσθηση εμπιστοσύνης στις γυναίκες που απευθύνονταν στη γραμμή βοήθειας· και ήταν αλήθεια ότι στη συγκεκριμένη υπηρεσία απασχολούνταν αρκετοί εθελοντές. Εκείνο το Σάββατο, που ήταν ημέρα αιχμής για τη γραμμή τηλεφωνικής συνοδείας, τέσσερις εθελοντές κάθονταν μπροστά στον υπολογιστή τους στο Βερολίνο και, από τις δέκα το βράδυ ως τις τέσσερις το πρωί, δέχονταν κλήσεις απ’ όλη τη Γερμανία. Μόνο που δεν βρίσκονταν όλοι μαζί στην ίδια αίθουσα, όπως στη γραμμή Άμεσης Δράσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, όπου εργαζόταν παλιά ο Τζουλς.

Χάρη στο λογισμικό που χρησιμοποιούσαν, το οποίο δρομολογούσε κάθε εισερχόμενη κλήση στον πρώτο διαθέσιμο εθελοντή, μπορούσαν να βοηθούν τις φοβισμένες, μοναχικές και εν μέρει σαστισμένες γυναίκες από την άνεση του σπιτιού τους. Από τότε που η πληροφορία για την ύπαρξη αυτής της πρωτοποριακής, χρηματοδοτούμενης από δωρεές, υπηρεσίας είχε διαδοθεί σαν αστραπή στα κοινωνικά δίκτυα, ο αριθμός των κλήσεων αυξήθηκε σημαντικά· αλλά δεν ήταν ότι χτυπούσε και ασταμάτητα το τηλέφωνο. Ανάμεσα στα τηλεφωνήματα, οι εθελοντές μπορούσαν να ασχολούνται με διάφορα άλλα πράγματα, όπως να βλέπουν Netflix, να ακούνε μουσική ή να διαβάζουν.

Και χάρη στο ασύρματο σετ ακουστικών και μικροφώνου μπορούσαν επίσης να κινούνται ελεύθερα μέσα στο σπίτι τους στη διάρκεια της κλήσης. Πολλοί ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους, άλλοι βρίσκονταν στην μπανιέρα τους· ελάχιστοι πρέπει να κάθονταν σε γραφείο, όπως ο Τζουλς, αλλά αυτή ήταν μια συνήθεια που του είχε μείνει από την παλιά του δουλειά. Μπορεί στη διάρκεια του τηλεφωνήματος να προτιμούσε να κόβει βόλτες, όμως στην αρχή της κλήσης χρειαζόταν ένα σταθερό πλαίσιο.

Πολύ θα ήθελε να πληκτρολογεί σε μια ηλεκτρονική φόρμα όλες τις πληροφορίες που του έδινε η συνομιλήτριά του, αλλά δεν είχε ιδιαίτερο νόημα. Σε αντίθεση με την εποχή που δούλευε στο 112, τώρα δεν χρειαζόταν να δώσει οδηγίες στους διασώστες για τον απαιτούμενο εξοπλισμό. Επίσης, στην οθόνη του δεν έβλεπε έναν ηλεκτρονικό χάρτη, όπου φαινόταν κατά προσέγγιση η θέση του ατόμου που βρισκόταν σε κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, ο Τζουλς ένιωθε καλύτερα οργανωμένος όταν καθόταν σε γραφείο. Του έδινε μια αίσθηση σιγουριάς καθώς μιλούσε.

«Ναι. Πρέπει να ξεκλείδωσα κατά λάθος το πληκτρολόγιο», του είπε η Κλάρα. «Το κινητό μου πήρε πρωτοβουλία. Με συγχωρείτε για την ενόχληση, δεν ήθελα να σας καλέσω».

Είχε αποθηκεύσει τον αριθμό, σημείωσε ο Τζουλς. Άρα δεν ήταν η πρώτη φορά που η Κλάρα φοβόταν. Ούτε καν η δεύτερη ή η τρίτη. Πρέπει να είχε φοβηθεί αρκετές φορές, για να φτάσει στο σημείο να αποθηκεύσει τον αριθμό της γραμμής τηλεφωνικής συνοδείας στις αγαπημένες επαφές της.

«Σας ζητώ χίλια συγγνώμη, κατά λάθος σάς πήρα. Λοιπόν, τώρα θα…»

Προφανώς η Κλάρα ήθελε να κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά ο Τζουλς έπρεπε να την αποτρέψει. Σηκώθηκε από το γραφείο· το παλιό παρκέ, γδαρμένο από αμέτρητα τακούνια, αναδιατάξεις επίπλων και πτώσεις αντικειμένων, έτριξε κουρασμένο κάτω από τα αθλητικά παπούτσια του.

«Μη με παρεξηγείτε, αλλά ακούγεστε σαν να χρειάζεστε βοήθεια».

«Όχι», απάντησε η Κλάρα, λίγο πιο βιαστικά από το φυσιολογικό. «Είναι πολύ αργά γι’ αυτό».

«Τι εννοείτε;»

Άκουσε ένα κλαψούρισμα, που μεταφέρθηκε τόσο καθαρά μέσα από το ακουστικό, ώστε προς στιγμήν ο Τζουλς νόμισε πως ερχόταν από τον διάδρομο του σπιτιού.

«Για ποιο πράγμα είναι πολύ αργά;»

«Έχω ήδη έναν συνοδό. Δεν χρειάζομαι και δεύτερο».

«Δεν είστε μόνη σας τώρα που μιλάμε;»

Ο άνεμος στην άλλη άκρη της γραμμής είχε δυναμώσει πάλι, όμως δεν κατάφερε να σκεπάσει τη φωνή της Κλάρα.

«Τις τελευταίες εβδομάδες δεν έχω μείνει ούτε στιγμή μόνη μου».

«Ποιος ήταν μαζί σας;»

Η Κλάρα ξεφύσηξε. «Δεν τον ξέρετε», είπε. «Μπορεί, όμως, να ξέρετε την αίσθηση που δημιουργεί». Η φωνή της έσπασε. «Τον θανάσιμο φόβο».

Κλαίει;

«Ωχ, να πάρει, λυπάμαι πολύ», του είπε, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της· και, πριν προλάβει να τη ρωτήσει κάτι περισσότερο ο Τζουλς, έσπευσε να προσθέσει:

«Πρέπει να κλείσουμε. Δεν πρόκειται να πιστέψει ότι κάλεσα κατά λάθος τον αριθμό, χωρίς να το θέλω. Γαμώ το, αν ανακαλύψει ότι σας τηλεφώνησα, θα έρθει να βρει κι εσάς».

«Για να κάνει τι;»

«Για να σκοτώσει και εσάς», είπε η Κλάρα – και η μακάβρια προφητεία της πυροδότησε ένα déjà vu στο μυαλό του Τζουλς.

*Το απόσπασμα είναι από το πιο εθιστικό και τρομακτικό θρίλερ του Sebastina Fitzek, Το Τελεσίγραφο:

Διαβάστε επίσης:

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *