Αν ακούσετε κάποιον να λέει: «Είναι σκληρό αλλά δίκαιο!», τότε μάλλον έχετε να κάνετε με κάποιον που αποφασίζει με το μυαλό. Αν, αντίθετα, ακούσετε κάποιον να λέει: «Ας είμαστε επιεικείς!», τότε πρόκειται, πιθανόν, για κάποιον που αποφασίζει με το συναίσθημα.
Οι άνθρωποι που αποφασίζουν με το συναίσθημα συνήθως εκπέμπουν φιλικότητα και ζεστασιά. Είναι εκείνοι οι τύποι για τους οποίους λέμε συχνά ότι είναι ευγενικοί και συμπαθητικοί. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν με το μυαλό φαίνονται, αντιθέτως, ψύχραιμοι και αντικειμενικοί.
Οι άνθρωποι που αποφασίζουν με το συναίσθημα κρίνουν τα πάντα στη βάση των προσωπικών τους αξιών και, για να αισθάνονται καλά, χρειάζονται την αρμονική συνύπαρξη. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν με το μυαλό τοποθετούν το θέμα στο προσκήνιο, σκέφτονται με τρόπο πρακτικό και προσανατολισμένο στη λύση. Δεν έχουν, φυσικά, τίποτα εναντίον της αρμονίας και των διαπροσωπικών αξιών, σε περίπτωση αμφιβολίας, όμως, προτιμούν να επικεντρώνονται στη ρεαλιστική πλευρά. Παρατηρούν τον κόσμο κριτικά.
Αυτές οι διαφορετικές βασικές αντιλήψεις καταλήγουν σε διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς και επικοινωνίας, που μπορούν να οδηγήσουν πολύ γρήγορα σε συγκρούσεις.
Η εν λόγω διάσταση είναι και η μοναδική που παρουσιάζει διαφορές οι οποίες σχετίζονται με το φύλο: Περίπου το 65% των αντρών και το 35% των γυναικών αποφασίζουν με το μυαλό. Για να αποφύγουμε, όμως, τα βιαστικά συμπεράσματα: Δεν αποφασίζουν όλες οι γυναίκες με το συναίσθημα ούτε όλοι οι άντρες με το μυαλό. Κανείς δεν αποφασίζει αποκλειστικά με το μυαλό ή αποκλειστικά με το συναίσθημα.
Επειδή όσοι αποφασίζουν με το συναίσθημα θέλουν να υπάρχει αρμονία γύρω τους, φροντίζουν συνήθως ενεργά για μια φιλική και ζεστή ατμόσφαιρα. Τους αρέσει να επαινούν και να τονίζουν τα θετικά των άλλων.
Αν ακούσετε κάποιον να χαιρετάει λέγοντας: «Μια χαρά φαίνεσαι!», θα πρόκειται μάλλον για έναν άνθρωπο που αποφασίζει με το συναίσθημα. Εκείνοι που αποφασίζουν με το συναίσθημα δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώμη των άλλων απ’ ό,τι εκείνοι που αποφασίζουν με το μυαλό. Γι’ αυτό είναι πιο εξασκημένοι στο να συναισθάνονται και να ικανοποιούν τις ανάγκες των γύρω τους. Είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν, ακούνε τα προβλήματα των άλλων και δείχνουν ενδιαφέρον και κατανόηση.
Οι άνθρωποι που παίρνουν αποφάσεις με το μυαλό είναι από τη φύση τους πιο απρόσωποι. Φυσικά βοηθάνε κι εκείνοι και είναι καλοί ακροατές όταν οι άλλοι τους χρειάζονται. Ωστόσο, με την προσωπική και εστιασμένη στο συναίσθημα συζήτηση δεν αισθάνονται ότι παίζουν «εντός έδρας». Νιώθουν καλύτερα όταν τους ζητάνε να δώσουν πρακτικές συμβουλές και να ενεργήσουν προσανατολισμένοι στη λύση του προβλήματος. Τους είναι πολύ πιο εύκολο να βοηθήσουν έναν φίλο στη φορολογική του δήλωση, να τον συμβουλεύσουν για κάποια αγορά ή να του δώσουν οδηγίες για το πώς να προφυλαχθεί, για παράδειγμα, από τη γρίπη παρά να κάνουν πολύωρες συζητήσεις περί σχέσεων.
Μιας και δεν εξαρτώνται τόσο από την αρμονική συνύπαρξη, είναι φειδωλοί με τους επαίνους και τα κομπλιμέντα. Θα κάνουν μάλλον μια πρόταση βελτίωσης παρά θα επαινέσουν. Αυτό συχνά θίγει εκείνους που παίρνουν αποφάσεις με το συναίσθημα, νιώθουν ότι δεν έχουν την αναγνώριση που θέλουν και θεωρούν ότι αυτός που παίρνει αποφάσεις με το μυαλό «γυρεύει ψύλλους στ’ άχυρα».
Όταν εκείνοι που παίρνουν αποφάσεις με το μυαλό βρεθούν σε διευθυντικές θέσεις, συνήθως δεν νιώθουν καμία εσωτερική ανάγκη να επαινέσουν τους συνεργάτες τους, καθώς θεωρούν ότι «όταν δεν γκρινιάζεις είναι σαν να επαινείς!». Έχει διαδοθεί, ωστόσο, η άποψη ότι ο έπαινος αποτελεί κίνητρο, γι’ αυτό και οι περισσότεροι από τους προϊσταμένους που ανήκουν σε κείνους που παίρνουν αποφάσεις με το μυαλό συνήθισαν να επαινούν σε «λογικό πλαίσιο».
Οι άνθρωποι που αποφασίζουν με το συναίσθημα ζουν περισσότερο με τα συναισθήματά τους. Τους αρέσουν οι συναισθηματικές εμπειρίες και τις αναζητούν. Κλαίνε εύκολα στις λυπητερές ταινίες και στους γάμους, κάποιες φορές αρκεί ένα μελαγχολικό τραγούδι στο ραδιόφωνο. Εκείνοι που αποφασίζουν με το μυαλό προτιμούν να κρατούν εσωτερικές απο- στάσεις, η μεγάλη εγγύτητα και το έντονο συναίσθημα τους είναι πράγματα δυσάρεστα και ενοχλητικά.
Η διαφορετική στάση απέναντι στο συναίσθημα φαίνεται καθαρά και στη γλώσσα που χρησιμοποιούν:
Για παράδειγμα, η Φρίντα, μια γυναίκα που παίρνει αποφάσεις με το συναίσθημα, και ο Ντιρκ, ένας άντρας που παίρνει αποφάσεις με το μυαλό, διάβασαν το ίδιο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Η άποψη του Ντιρκ είναι η εξής: Η ιστορία ήταν πολύ κατασκευασμένη και ελάχιστα πειστική. Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες ήταν δομημένοι πολύ μονόπλευρα, σύμφωνα με το μοντέλο του καλού και του κακού και δεν έπειθαν. Όλο το στόρι ήταν γεμάτο λογικά λάθη και ψυχολογικές αντιφάσεις.
Η άποψη της Φρίντας: Το βιβλίο ήταν χαμένος χρόνος. Πραγματικά εκνευρίστηκα με την ασπρόμαυρη παρουσίαση των χαρακτήρων. Η ιστορία θα μπορούσε να σε παρασύρει αν ήταν πιο πειστική. Πολύ άσχημες μου φάνηκαν οι τόσο πολλές σκηνές βίας, καθαρή προσπάθεια εντυπωσιασμού. Δεν μπορώ λοιπόν να προτείνω σε κανέναν το βιβλίο αυτό.
Θα προσέξατε ότι η Φρίντα περιλαμβάνει σε κάθε της φράση μια προσωπική εκτίμηση, ενώ ο Ντιρκ δεν απομακρύνεται με καμία φράση του από το πραγματολογικό επίπεδο.
Οι άνθρωποι που αποφασίζουν με το συναίσθημα συνήθως αποφεύγουν τις συγκρούσεις, δεν θέλουν να πληγώνουν κανέναν. Όταν ασκούν κριτική σε κάποιον, το κάνουν με διπλωματία και διακριτικότητα. Επειδή οι ίδιοι είναι μάλλον ευαίσθητοι, φέρονται προσεκτικά και στους άλλους.
Εκείνοι που αποφασίζουν με το μυαλό, μάλλον χοντρόπετσοι οι ίδιοι, δεν διστάζουν να εκφράσουν απερίφραστα την κριτική τους και εκπλήσσονται όταν ο άνθρωπος που αποφασίζει με το συναίσθημα αντιδρά με ευαισθησία.
Εκείνοι που αποφασίζουν με το μυαλό και εκείνοι που αποφασίζουν με το συναίσθημα πλησιάζουν τους ανθρώπους από διαφορετικές κατευθύνσεις:
Εκείνος που αποφασίζει με το συναίσθημα αναζητά στον απέναντί του πρώτα αυτά που τους συνδέουν, τα κοινά τους στοιχεία και την επιδοκιμασία. Μόνο όταν κατακτηθεί αυτό το επίπεδο αρμονικής σχέσης, κοιτάζει να βρει τις διαφορές. Αντιθέτως, εκείνος που αποφασίζει με το μυαλό βλέπει πρώτα τι μας διαφοροποιεί, πού έχουμε διαφορετική αντίληψη. Σε δεύτερη φάση ψάχνει τα σημεία συμφωνίας και τα κοινά στοιχεία.
Θα ήθελα να τονίσω ότι κανένας από αυτούς τους δύο τρόπους λήψης αποφάσεων δεν είναι καλύτερος ή χειρότερος από τον άλλον.
Ανάλογα με την κατάσταση, αμφότεροι έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Η λήψη αποφάσεων με το μυαλό είναι προτιμότερη από τη λήψη αποφάσεων με το συναίσθημα, όταν πρόκειται για προβλήματα που δεν είναι προσωπικά και για καθαρά ρεαλιστικές αποφάσεις όπως, για παράδειγμα, η αγορά ενός αυτοκινήτου. Η λήψη αποφάσεων με το συναίσθημα είναι κατά κανόνα προτιμότερη, όταν εμπλέκονται άλλοι άνθρωποι και τίθεται θέμα συνεργασίας.
Και οι δύο αυτές βασικές τοποθετήσεις μπορούν να ωφεληθούν η μία από την άλλη:
Για κάποιον που αποφασίζει με το συναίσθημα μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό να ακούσει τις ρεαλιστικές αντιρρήσεις κάποιου που αποφασίζει με το μυαλό και να τις συμπεριλάβει στις σκέψεις του που καθορίζονται από το συναίσθημα.
Φαίνεται αμέσως λογικό, αν εν προκειμένω σκεφτούμε μια αντικειμενική περίπτωση όπως η αγορά αυτοκινήτου που αναφέραμε προηγουμένως, κατά την οποία εκείνος που σκέφτεται με το συναίσθημα έχει την τάση να παραβλέπει τις κρυμμένες ατέλειες ή να μην πολυσκέφτεται τη χρηματοδότηση, επειδή θεωρεί ότι το αυτοκίνητο του ταιριάζει και επειδή του αρέσουν το καλούπι και το χρώμα.
Η αξιοποίηση των λογικών επιχειρημάτων μπορεί να προφυλάξει εκείνον που αποφασίζει με το συναίσθημα από διάφορες απογοητεύσεις ακόμα και στο δικό του έδαφος, τις διαπροσωπικές σχέσεις, όταν, για παράδειγμα, τυφλωμένος από τη δήθεν ανάγκη βοήθειας που έχει κάποιος συνάνθρωπός του, προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον βοηθήσει, παραβλέποντας την τάση του ανθρώπου αυτού να εκμεταλλεύεται μονίμως τους άλλους για τους δικούς του σκοπούς.
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Έτσι είμαι φτιαγμένος της Stefanie Stahl.
Η συγγραφέας του best seller Το παιδί που κρύβουμε μέσα μας επιστρέφει με έναν καινοτόμο οδηγό για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, που βοηθά, ανάμεσα σε άλλα, το να διαμορφώσουμε πιο υγιείς και λειτουργικές σχέσεις.
Διαβάστε επίσης: