Πώς θα αναπτύξουμε την ενσυναίσθηση στα παιδιά μας

Η ενσυναίσθηση έχει σχέση με το να βρίσκετε κομμάτια των άλλων στον εαυτό σας. -Mohsin Hamid, μυθιστοριογράφος

Εάν βρίσκετε την έννοια της ενσυναίσθησης αόριστη ή συγκεχυμένη, δεν είστε οι μόνοι. Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τον όρο ως κάτι που θέλουμε να έχουν τα παιδιά, αλλά χωρίς να ορίζουν ποτέ τι σημαίνει. Άλλοι την μπερδεύουν με άλλες παρόμοιες ιδιότητες, όπως η καλοσύνη ή η φροντίδα για τον άλλο. Ή ίσως να έχετε ακούσει την έκφραση «μπες στη θέση του άλλου». Αυτή δεν είναι μια κακή αφετηρία. Όμως με τι μοιάζουν αυτή η «θέση» και πώς καθόμαστε σε αυτή;

Τείνουμε να σκεφτόμαστε την ενσυναίσθηση ως κάτι καλό, μια ιδιότητα που σχετίζεται με την καλοσύνη ή τη φιλανθρωπία. Ή τη βλέπουμε ως κάτι ευχάριστο και γλυκό. Όμως η ενσυναίσθηση είναι κάτι πολύ πιο συναρπαστικό και σημαντικό. Σκεφτείτε ότι είστε ανοιχτοί στον κόσμο. Αντί να έχετε ψηλά τείχη, έχετε ανοιχτούς πόρους. Δεν συνδέεται μόνο με τα αρνητικά συναισθήματα. Μπορείτε να συναισθανθείτε και τη χαρά των ανθρώπων. Και αυτό αποτελεί το κλειδί για να νιώσετε ότι συνδέεστε με τους άλλους, ότι σας κατανοούν και σας αγαπούν ως ολοκληρωμένο άνθρωπο. Η ενσυναίσθηση επιτρέπει στα παιδιά να είναι κοινωνικά και να αποφεύγουν τη σκληρότητα, ενώ τα βγάζει από τον προσωπικό τους μικρόκοσμο. Όταν αισθάνονται ενσυναίσθηση, μπορούν να συνδεθούν με πιο βαθύ και ουσιαστικό τρόπο.

Στην πραγματικότητα, τα παιδιά έχουν μια έμφυτη ικανότητα για ενσυναίσθηση η οποία χρειάζεται καλλιέργεια. Είναι σαν ένα ντεπόζιτο που χρειάζεται γέμισμα. Με μια ακονισμένη ενσυναίσθηση, ένα παιδί αναγνωρίζει τι πραγματικά νιώθει ένα άλλο άτομο, και μπορεί να εκφράσει τον εαυτό του με έναν τρόπο που επιτρέπει σε όλο τον εαυτό του να αναγνωριστεί. Καταλαβαίνει ποιοι είναι πραγματικά οι άλλοι, ενώ την ίδια στιγμή, εκείνοι το γνωρίζουν καλύτερα. Και η ικανότητα να νιώθει και να δείχνει ενσυναίσθηση αναπτύσσεται σε όλη την παιδική ηλικία και πέρα από αυτήν. Ακόμα και ως ενήλικες, οι περισσότεροι από εμάς ακόμα δουλεύουμε για να τελειοποιήσουμε την ενσυναίσθησή μας. Θυμηθείτε τους καβγάδες στον δρόμο ή απλά τον εκνευρισμό σας επειδή κάποιος αργεί πολύ στο ταμείο. Συχνά επιτρέπουμε στον θυμό, τον εκνευρισμό, ή τη δυσαρέσκειά μας να μας κατακλύσουν, χωρίς να σταματάμε για να σκεφτούμε γιατί το άλλο άτομο φέρεται όπως φέρεται. Η έμφυτη ικανότητά μας για ενσυναίσθηση σταματάει να αναπτύσσεται.

Η ενσυναίσθηση, όπως την ορίζουν οι ψυχολόγοι Daniel Goleman και Paul Ekman, έχει τρία μέρη: να βλέπουμε την οπτική του άλλου, μια δεξιότητα γνωστή ως γνωστική ενσυναίσθηση˙ να νιώθουμε τι νιώθει ένα άλλο άτομο, γνωστή ως συναισθηματική ή συγκινησιακή ενσυναίσθηση˙ και να κινητοποιούμαστε να βοηθήσουμε, μια δεξιότητα που είναι γνωστή ως συμπονετική ενσυναίσθηση.

Επίσης, η αφηρημένη κατανόηση της ενσυναίσθησης δεν αρκεί. Τα παιδιά χρειάζονται επίσης δεξιότητες για να εφαρμόσουν τις γνώσεις τους για τα συναισθήματα. Πρέπει να συγκινηθούν για να νοιαστούν. Μερικές φορές, αυτό προκύπτει φυσικά, αλλά όχι πάντα. Οι συζητήσεις μας μαζί τους είναι καθοριστικής σημασίας για να τα βοηθήσουμε να αναγνωρίσουν τις ενσυναισθητικές τους δυνατότητες και να αναπτυχθούν εκεί που υστερούν, ενώ κατανοούν την ηθική διάσταση. Ουσιαστικά, στον διάλογο μας με τα παιδιά τα βοηθάμε να καλύψουν τα κενά ως προς την ενσυναίσθησή τους. Με το να τα προπονούμε να κατανοούν και να εκφράζουν συναισθήματα, αντί να τα αγνοούν, στηρίζουμε τις ενσυναισθητικές τους δεξιότητες από νωρίς.

Ευτυχώς, ήδη από τη νηπιακή ηλικία, έχουμε όλοι μας την τάση να κατανοήσουμε τους άλλους και να συνδεθούμε μαζί τους. Βρίσκουμε χαρά στο να μοιραζόμαστε τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματα των άλλων. Σκεφτείτε ότι βλέπετε μια ταινία τρόμου και μοιράζεστε την αγωνία του πρωταγωνιστή. Όμως το γεγονός ότι διαθέτουν ικανότητα για ενσυναίσθηση δεν σημαίνει ότι τα παιδιά θα την αναπτύξουν. Πρέπει να τα βοηθήσουμε να καλλιεργήσουν την ενσυναίσθηση – και μπορούμε να το κάνουμε.

Η ενσυναίσθηση στην καθημερινότητα

Στην καθημερινότητα, συχνά βλέπετε παιδιά να δυσκολεύονται να δείξουν ενσυναίσθηση. Όταν η Σόφι ήταν περίπου τεσσάρων χρόνων, την πήγα στο πάρτι γενεθλίων ενός άλλου τετράχρονου, της Λάιλα. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η μητέρα της Λάιλα είχε στείλει τις προσκλήσεις, που λέγανε «Παρακαλούμε, όχι δώρα – σοβαρολογούμε».

Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για μια πολιτική «δίχως δώρα»: τα παιδιά έχουν ήδη αρκετά παιχνίδια ή ίσως πρέπει να εστιάσουμε στους ανθρώπους, όχι στα δώρα. Δεν χρειάζεται κάθε πάρτι δώρα. Ακόμα και έτσι, όταν φτάσαμε στο πάρτι, είδα την εορτάζουσα να στέκεται στο δρομάκι του σπιτιού με δάκρυα στα μάτια, ενώ έλεγε «Που είναι τα δώρα μου;».

Σύντομα τα άλλα παιδιά ήρθαν και ρώτησαν «Τι έγινε;».

Η μητέρα της πλησίασε και εξήγησε ότι αντί για δώρα θα έδιναν χρήματα σε φιλανθρωπίες. Αλλά η Λάιλα δεν σταματούσε να κλαίει. Ύστερα από αρκετά λεπτά, η μητέρα της την πήρε μέσα στο σπίτι και είπε «Θα βρούμε μερικά δώρα για εσένα – ή, αμέσως μετά το πάρτι, θα αγοράσουμε μερικά».

Η μητέρα της Λάιλα ήθελε να της διδάξει ενσυναίσθηση. Η ιδέα να δωρίσουν σε φιλανθρωπίες είχε καλές προθέσεις. Όμως η Λάιλα ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει την έννοια της φιλανθρωπίας χωρίς συγκεκριμένα παραδείγματα ή χωρίς να δει τους παραλήπτες των δώρων της. Αντιπαραθέστε την ιδέα της αποστολής μιας επιταγής με το να φέρετε κουτάκια με φαγητό, για παράδειγμα, σε ένα συσσίτιο. Εκεί, η συζήτηση για τη φιλανθρωπία μπορεί να ξεκινήσει από μια ισχυρή βάση.

Συχνά δεν παρατηρούμε τους εύκολους τρόπους για να οικοδομήσουμε την ενσυναίσθηση όταν αυτή εμφανίζονται στην καθημερινότητά μας. Αυτοί οι τρόποι δεν χρειάζεται να είναι φανταχτεροί ή περίπλοκοι. Τα δώρα, για παράδειγμα, βελτιώνουν την ενσυναίσθηση και δημιουργούν την τέλεια ευκαιρία για μια τέτοια εκμάθηση. Πρέπει να δείτε την οπτική του άλλου για να σκεφτείτε τι θέλει και πώς θα του φανεί το δώρο σας. Ένα βιβλίο για γυμναστική ή ένα μοβ μπλουζάκι μπορεί να είναι καλά δώρα – όμως αν ο φίλος σας έχει ανασφάλεια για το βάρος του ή μισεί το μοβ, αυτά τα «δώρα» μπορεί να του φανούν σκληρά. Μέσω της ενσυναίσθησης, σκέφτεστε ένα δώρο που θα φαινόταν κατάλληλο και δράτε βάσει αυτής της κατανόησης. Το να δέχεστε εσείς ένα κατάλληλο δώρο είναι ωραίο εκείνη την στιγμή και σας επιτρέπει να νιώσετε ότι ο άλλος σας καταλαβαίνει. Μακροπρόθεσμα, δε, ενισχύει το δέσιμό σας.

Αλλά η ενσυναίσθηση δεν έχει σχέση μόνο με τις πράξεις ή τα δώρα. Ξεκινάει όταν βγάζετε τις παρωπίδες σας και γνωρίζετε τους άλλους όπως πραγματικά είναι.

Τα παιδιά συχνά κάνουν υποθέσεις για το τι νιώθουν ή σκέφτονται οι άλλοι. Μπορεί να έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Ακόμα και έτσι, μπορεί να ξεχάσουν ότι κάθε άτομο έχει τη δική του οπτική και ότι θέλει να αναγνωριστεί για αυτό που είναι. Κατά αυτό τον τρόπο, η ενσυναίσθηση δεν συνδέεται με το να νοιαζόμαστε γενικά. Συνδέεται με το να μπαίνουμε στον κόσμο του άλλου, να κατανοούμε τις πραγματικές του σκέψεις και συναισθήματα, και να βλέπουμε ότι είναι πολύ πιο περίπλοκη από οποιαδήποτε ομάδα ή κατηγορία. Οι σπόροι αυτής της δεξιότητας μπορούν να φυτευτούν νωρίς – αλλά συχνά υπάρχει μεγάλος δρόμος μέχρι την πλήρη ανάπτυξή της.

Πώς αναπτύσσεται η ενσυναίσθηση;

Η ενσυναίσθηση δεν εμφανίζεται ξαφνικά στα παιδιά όταν γίνουν έξι ή δεκατριών χρόνων. Αντιθέτως, ίχνη εμφανίζονται από νωρίς. Από τη βρεφική ηλικία και μετά, πολλά μωρά κλαψουρίζουν όταν ακούν ένα άλλο μωρό να κλαίει· μιλάμε για ένα «ιογενές κλάμα» το οποίο είναι μεταδοτικό.  Ήδη συναισθάνονται τον πόνο κάποιου άλλου. Η αλλαγή οπτικής επίσης εμφανίζεται νωρίς, αλλά δεν γεννιέται με την μία. Για παράδειγμα, παιδιά μεταξύ ενός και δύο ετών ξεκινούν να δείχνουν σημάδια ανησυχίας για τους άλλους, ιδιαίτερα για αυτούς που τα φροντίζουν και για άλλα βρέφη που πονάνε. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι περίπου την ίδια εποχή βελτιώνεται η ικανότητά τους να φαντάζονται και να χρησιμοποιούν σύμβολα και αρχίζουν να ξεχωρίζουν τους άλλους από τον εαυτό τους. ,   Μέχρι τους δεκαέξι μήνες, τα παιδιά συχνά παρηγορούν τους άλλους με στοιχειώδεις τρόπους, όπως το να προσφέρουν αγκαλιές και να λένε «δεν πειράζει».

Καθώς μεγαλώνουν, τα παιδιά βελτιώνονται στην κατανόηση των συναισθημάτων, η οποία είναι σημαντικό μέρος της ενσυναίσθησης. Ήδη πολλά παιδιά του νηπιαγωγείου μπορούν να συμμερίζονται τα συναισθήματα ενός φανταστικού ήρωα.  Γενικά, τείνουν να αναγνωρίζουν συναισθήματα –για παράδειγμα να δουν ότι κάποιος είναι χαρούμενος– προτού να μπορούν να τα περιγράψουν. Οι ευρύτερες κατηγορίες εμφανίζονται πριν από τις μικρές λεπτομέρειες. Τα νεαρά παιδιά έχουν μια περιορισμένη συναισθηματική παλέτα˙ για παράδειγμα είναι θυμωμένα, χαρούμενα, ή στενοχωρημένα. Η ικανότητά τους να κατανοήσουν και να μιλήσουν για «ανάμεικτα συναισθήματα» –για παράδειγμα, έναν συνδυασμό χαράς και νευρικότητας– αναπτύσσεται αργότερα.  Πολλά τρίχρονα μπορούν να συνδέσουν συναισθήματα και επιθυμίες· για παράδειγμα προβλέπουν ότι ένα μικρό παιδί θα ενθουσιαστεί αν του πάρουν ένα μπαλόνι.  Ανάμεσα στα τέσσερα και στα πέντε, πολλά παιδιά αρχίζουν να μπορούν να δουν την οπτική ενός άλλου ατόμου. Αναγνωρίζουν ότι κάποιος μπορεί να πιστεύει κάτι το οποίο δεν ισχύει.  «Νομίζει ότι θα πάμε στην παραλία» μπορεί να πει η κόρη σας για τη φίλη της για την οποία θα κάνετε ένα πάρτι έκπληξη. Το παιδί σας βλέπει ότι η φίλη της δεν ξέρει αυτό που ξέρουν όσοι θα πάνε στο πάρτι.

Μεταξύ επτά και οκτώ ετών, τα παιδιά αναγνωρίζουν πιο εύκολα συναισθήματα αλλά τείνουν να βγάζουν συμπεράσματα ανάλογα με το πώς νιώθουν εκείνα. Για παράδειγμα, αν εκείνα θα ένιωθαν άσχημα αν έχαναν μια σχολική εκδρομή, υποθέτουν ότι ο φίλος τους θα ένιωθε το ίδιο.  Αργότερα, καταλαβαίνουν καλύτερα πώς μπορεί να νιώθει ένας χαρακτήρας σε ένα βιβλίο, ανάλογα με το τι κάνει και το τι λέει.  Με αυτά τα θεμέλια, τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ ευκολότερα τη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, γιατί ένας χαρακτήρας κρύβεται στα παρασκήνια σε έναν διαγωνισμό ταλέντων; Μπορεί να φταίει που είναι ντροπαλός ή δεν θέλει να παρουσιάσει το νούμερό του. Ή ίσως είναι επειδή δεν έχει εξασκηθεί αρκετά. Όταν τα παιδιά μιλάνε για αυτές τις θεωρίες, οικοδομούν την κατανόησή τους για το πώς σκέφτονται και νιώθουν οι άλλοι.

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, μαθαίνουν επίσης να θέτουν αμφίδρομες ερωτήσεις, στις οποίες και τα δύο μέρη ρωτούν και απαντούν. Εάν ρωτήσω «Πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο;» μπορεί να μου πείτε και μετά να ρωτήσετε «Εσύ πώς τα πέρασες;». Αναζητώ αυτή την ικανότητα, ειδικά όταν αξιολογώ ένα παιδί του γυμνασίου ή του λυκείου, καθώς δείχνει ότι τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι δεν είναι όλοι ίδιοι με εκείνα. Το ίδιο ισχύει και για να καταλάβουν ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από εκείνα. Αυτές οι ικανότητες αναπτύσσονται με τον καιρό, συχνά με δυσκολία. «Τι λέτε για εμένα;» άκουσα ένα επτάχρονο να ρωτάει τους γονείς του, οι οποίοι μιλούσαν για λογιστικά θέματα. Αυτά τα παιδιά χρειάζονται βοήθεια για να καταλάβουν πόσα πολλά πράγματα δεν τα αφορούν.

Παρόλα αυτά, ακόμα και όλη η γνώση για την ανάπτυξη των παιδιών δεν θα σας επιτρέψει να κατανοήσετε πλήρως το δικό σας παιδί. Η εμπειρία μου μού έχει δείξει ότι η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης είναι πιο περίπλοκη. Εξαρτάται εν μέρει από την ιδιοσυγκρασία ενός παιδιού καθώς και από τους ανθρώπους γύρω του. Δεν αρκεί να ξέρουμε την ηλικία ή το στάδιο ανάπτυξης ενός παιδιού για να καταλάβουμε το επίπεδο της ενσυναίσθησής του. Χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα.

*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Η τέχνη του να μιλάμε με τα παιδιά μας της Rebecca Rolland, EdD.

Η τέχνη του να μιλάμε με τα παιδιά μας

Διαβάστε επίσης:

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *