Τα παιδιά μας περιτριγυρίζονται από ομιλίες, όμως δεν περνούν πάντα αρκετό χρόνο σε ουσιαστική επικοινωνία. Δεν έχουν πάντα την κατάλληλη υποστήριξη ώστε να εκφράσουν βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα ή να ακούσουν τις δικές μας σκέψεις.
Παρά τις διαδικτυακές επαφές τους, είναι ολοένα και πιο απομονωμένα, ευαίσθητα, τελειομανή και συχνά αγχωμένα, φοβισμένα ή στεναχωρημένα. Στην πραγματικότητα, το άγχος και οι ανησυχίες σχετικά με την επίδοση έχουν εξαπλωθεί σαν επιδημία, όπως έχω δει μέσα από το επάγγελμα και την έρευνά μου καθώς και μέσα από τις συζητήσεις μου με άλλους γονείς.
Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, σχεδόν το ένα τρίτο των εφήβων θα βιώσει μια αγχώδη διαταραχή. Ως φοιτητές κολεγίου, πολλοί παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα τελειομανίας με τρόπους που μοιάζουν τοξικοί και βλάπτουν την ψυχική τους υγεία.
Αντιμέτωπα με συζητήσεις που εξυψώνουν τις επιτυχίες πάνω από οτιδήποτε άλλο, πολλά παιδιά καταλήγουν να ασκούν υπερβολική κριτική στον εαυτό τους. Όταν ακούν συχνά για το πόσο επιτυχημένα είναι άλλα άτομα –αλλά όχι για το πώς κατάφεραν να επιτύχουν– τείνουν να νιώθουν έρμαια των περιστάσεων.
Όταν αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της μάθησης ως ένα παιχνίδι του τύπου «ποιος θα βρει τη σωστή απάντηση πιο γρήγορα» απομειώνεται η δημιουργικότητα, η ενσυναίσθηση και η ανοιχτή σκέψη που θα μπορούσαν να έχουν. Μπορεί να δείχνουν ότι αναπτύσσονται καλά όταν οι συνθήκες είναι καλές, όμως κολλάνε όταν εμφανίζονται δυσκολίες. Άλλα παιδιά, τα οποία έχουν εσωτερικεύσει την ιδέα ότι «τα μεγάλα λόγια δείχνουν ότι είσαι εξυπνότερος», διαθέτουν πλούσιο λεξιλόγιο αλλά περιορισμένες δεξιότητες στην έκφραση ή την κατανόηση των συναισθημάτων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνδεθούν με την οικογένεια και τους φίλους τους.
Ο φόβος της απογοήτευσης
Άλλα, πάλι, φοβούνται ότι θα απογοητεύσουν τους γονείς τους και νιώθουν ότι κανένας δεν τα καταλαβαίνει, ακόμα και όταν οι γονείς τους λένε πως θέλουν πολύ να έρθουν πιο κοντά τους. Πάρα πολλοί γονείς με τους οποίους έχω μιλήσει θέλουν να έρθουν πιο κοντά με τα παιδιά τους – αλλά αυτό φαντάζει αρκετά δύσκολο με όλη την πίεση που βιώνουν για να βοηθήσουν τα παιδιά με τα μαθήματά τους ή με τις ενοχές ότι δεν περνούν αρκετό «ποιοτικό χρόνο» μαζί τους. Όταν τα παιδιά μάς ακούν κυρίως να γκρινιάζουμε ή να πιέζουμε, να δίνουμε εντολές ή να κάνουμε το αφεντικό, τείνουν να μην επιδιώκουν τόσο πολύ την επαφή μαζί μας.
Έτσι χάνουμε την ευκαιρία να αναλύσουμε βαθύτερα τις ερωτήσεις –να ανακαλύψουμε ποια πράγματα ενδιαφέρουν εμάς και τα παιδιά μας– και να χαρούμε τον χρόνο τον οποίο αφιερώνουμε στη συζήτηση.
Κατά πόσο μιλάμε ουσιαστικά με τα παιδιά μας;
Εάν δεν προσέχετε, μπορεί να μην αντιληφθείτε την έλλειψη βαθύτερων συζητήσεων. Μπορεί ωστόσο να έρθετε αντιμέτωποι με τις συνέπειες. Οι φοιτητές, όπως έδειξε μια εκτεταμένη έρευνα σε περισσότερους από 14.000 συμμετέχοντες για διάστημα μεγαλύτερο των 30 ετών, επιδεικνύουν λιγότερη ενσυναίσθηση και λιγότερη σύνδεση με την κοινότητα από ό,τι οι προηγούμενες γενιές, με τη μεγαλύτερη πτώση να παρατηρείται μετά το 2000.
Πολλά παιδιά, ακόμα και νεαρά σε ηλικία, φοβούνται το πνευματικό ρίσκο που οδηγεί στη δημιουργική σκέψη. Στο πέρασμα των ετών, έχω γνωρίσει παιδιά που δυσκολεύονται με τον καταιγισμό ιδεών (brainstorming) ή τη συνεργασία επειδή επικεντρώνονται υπερβολικά στο να φανούν καλύτεροι απ’ όλους. Έχω δει παιδιά που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα συναισθήματα των φίλων τους και δεν ρισκάρουν γιατί φοβούνται πάρα πολύ μήπως κάνουν λάθη. Έχω ακούσει παιδιά να απαντούν «Δεν μπορώ. Δεν θέλω να κάνω λάθος» όταν τους ζήτησα να μαντέψουν ή να υπολογίσουν κάτι. Πολλά από αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται επίσης να διδαχθούν από άλλους.
Όταν αντιλαμβάνονται τη μάθηση ως έναν αγώνα για την εξεύρεση απαντήσεων, οι συζητήσεις τους μετατρέπονται σε ερωτήσεις για το ποιος είναι καλύτερος. Τείνουν να εστιάζουν στο πόσο καλά αποδίδουν σε σύγκριση με αυτούς που βρίσκονται κοντά τους. Εάν δεν επιτύχουν με την πρώτη, συχνά διστάζουν να επιμείνουν, να σκεφτούν τι συνέβη ή να δοκιμάσουν ξανά.
Εν μέρει, για αυτό φταίει ο κόσμος μέσα στον οποίο μεγαλώνουν. Ζούμε σε μια κοινωνία που προτιμά τη φλυαρία έναντι της ουσίας, τις γρήγορες ενημερώσεις έναντι της λεπτομερούς ανάλυσης, σε μια κοινωνία που επικεντρώνεται σε όσα επιτεύγματα ορίζονται με έναν κοντόφθαλμο τρόπο. Όμως αυτό μας αφήνει σε μια γλωσσική έρημο όπου διαθέτουμε περισσότερες λέξεις από ποτέ αλλά λιγότερα πράγματα που να μας φέρνουν πιο κοντά, να μας ευχαριστούν και να μας ικανοποιούν.
Στις έρευνές μου γύρω από τη συζήτηση, έχω ακούσει ένα μήνυμα δυνατά και καθαρά: εμείς και τα παιδιά μας χρειαζόμαστε απεγνωσμένα μια επανεκκίνηση από την ανιαρή ρουτίνα της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά δεν χρειάζονται ενθάρρυνση για να κάνουν περισσότερα πράγματα πιο γρήγορα. Αντιθέτως, πρέπει όλοι να ρίξουμε τους ρυθμούς μας και να προσέξουμε πώς μιλάμε. Πρέπει να εστιάσουμε συνειδητά σε αυτό που έχει πραγματικά σημασία για την ανάπτυξη και την ευημερία των παιδιών μας.
Οι στόχοι που θέτουν τα παιδιά επηρεάζονται από αυτά που ακούν. Οι απαντήσεις που ενθαρρύνουν οι δάσκαλοί τους και τα έμμεσα μηνύματα που στέλνουν διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο – το ίδιο συμβαίνει και με τα σχόλια των γονιών τους και των φίλων τους. Και αυτές οι κουβέντες μέσα στην τάξη ήταν σημαντικές, όπως ανακάλυψα σύντομα. Τα παιδιά που ένιωθαν ότι στα μαθήματά τους εστίαζαν περισσότερο σε στόχους μάθησης έπαιρναν καλύτερους βαθμούς, τα πήγαιναν καλύτερα στα σταθμισμένα τεστ και νοιάζονταν περισσότερο
Ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε στα παιδιά, έχει σημασία ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένου άγχους.
Μέσα από τον διάλογο που ξεκινά από τις αντιλήψεις ενός παιδιού, μπορούμε να το βοηθήσουμε να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του. Μπορεί να αρχίσει να καταλαβαίνει, για παράδειγμα, γιατί πιθανώς να έχει αρνητικές σκέψεις. Μπορεί να μάθει να βάζει σε νέο πλαίσιο τις σκέψεις που το εμποδίζουν να δοκιμάσει νέα πράγματα. Μπορεί να μάθει να κατανοεί τι έχει καταφέρει σχετικά με τις επιτυχίες του και τις δοκιμασίες που έχει αντιμετωπίσει καθώς και τι θα ήθελε να καταφέρει στο μέλλον.
Όλα αυτά, σταδιακά, μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που μαθαίνει, τις σχέσεις του με τους άλλους, ακόμα και την πορεία που θα ακολουθήσει στη ζωή του. Και όλες αυτές οι αλλαγές ξεκινούν από τις πιο μικρές στιγμές…
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Η τέχνη του να μιλάμε με τα παιδιά μας της Rebecca Rolland, EdD.
Η Rebecca Rolland, EdD, μέλος του διδακτικού προσωπικού του Χάρβαρντ, λογοθεραπεύτρια και μητέρα, εξοπλίζει τους ενηλίκους με πολύτιμα πρακτικά εργαλεία για να τους βοηθήσει να έχουν παραγωγικές και ουσιαστικές συζητήσεις με παιδιά όλων των ηλικιών – είτε πρόκειται για ένα πεισματάρικο νήπιο που θέλουμε να το πείσουμε για κάτι ή για έναν κλεισμένο στον εαυτό του έφηβο που θέλουμε να μας ανοιχτεί.
Η επιστήμη έχει δείξει ότι ο καλύτερος τρόπος για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να γίνουν ανεξάρτητα, να έχουν αυτοπεποίθηση, να είναι καλοσυνάτα, να δείχνουν ενσυναίσθηση και να νιώθουν ευτυχισμένα, είναι να μιλάμε μαζί τους. Ωστόσο συχνά οι γονείς και οι παιδαγωγοί δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τα παιδιά.
Οι συζητήσεις είναι τετριμμένες ή γεμάτες ένταση ή, ακόμα χειρότερα, με διαρκείς συγκρούσεις. Η Τέχνη του να μιλάμε με τα παιδιά μας δείχνει τον τρόπο να χτίσουμε ποιοτική επικοινωνία και ουσιαστικές συζητήσεις, βοηθώντας τα να αναπτύξουν τις δεξιότητες και τις ικανότητες που χρειάζονται για να εξελιχθούν. Όταν δημιουργήσουμε σχέσεις με λιγότερες συγκρούσεις και περισσότερη χαρά, εξασφαλίζουμε για τα παιδιά μας ένα καλύτερο μέλλον.
Διαβάστε επίσης: