Τότε, οι γυναίκες της εποχής μου. Τώρα;

Οι γυναίκες της εποχής μου ανατράφηκαν και μεγάλωσαν σε ένα αλλόκοτο χρονικό και κοινωνικό μεταίχμιο.

Δεν ανήκαν στη γενιά με τις προίκες, τα πανωσέντονα και τα προξενιά που μας ήθελαν καθηλωμένες σε μια κουζίνα, με ένα μωρό να ρεύεται στην αγκαλιά κι άλλα δυο μεγαλύτερα στα πόδια. Τα πράγματα είχαν αλλάξει, οι μανάδες μας είχαν αρχίσει να σπουδάζουν στα πανεπιστήμια, να εργάζονται, να βγαίνουν από το σπίτι και, το κυριότερο, να παντρεύονται από έρωτα. Ο συνοικιακός κινηματογράφος έφερνε στη γειτονιά τους τα μοντέρνα κορίτσια του σινεμά και πλέον είχαν ένα μέτρο σύγκρισης που τις ωθούσε να κάνουν μια ζωή λίγο καλύτερη. Τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, γιατί στα χωριά το σεντόνι κρεμόταν και θα κρεμόταν για πολλά χρόνια αργότερα ματωμένο στα μπαλκόνια, ως απόδειξη της παρθενίας της νύφης.

Εμείς οι κόρες τους μεγαλώσαμε ακόμα πιο ελεύθερα. Οι γονείς μας θεωρούσαν τις ανώτερες σπουδές απαραίτητες και η εύρεση εργασίας ήταν μες στο πρόγραμμα. Τις περισσότερες φορές μέχρι τον γάμο. Άπαξ και παντρευόμασταν, οφείλαμε να αφοσιωθούμε στον άντρα μας και στα παιδιά μας. Λίγες ήταν οι εξαιρέσεις που συνδύαζαν δουλειά και οικογένεια. Κι όταν λέμε δουλειά, δεν εννοούμε βέβαια το άμισθο ξεροστάλιασμα της δούλας πίσω από το ταμείο του οικογενειακού χασάπικου, αλλά δουλειά αυτόνομη, δουλειά επιλογής, σε μια εποχή που ακόμα υπήρχαν δουλειές και είχαμε την πολυτέλεια να επιλέξουμε το επάγγελμά μας. Εννοείται πως η εργαζόμενη μητέρα ξεκολωνόταν από το πρωί ως το βράδυ για να φέρει βόλτα εργασία, σπίτι και παιδιά. Ούτε λόγος να βάλει το κουλό του ο σύζυγος για να βοηθήσει τη γυναίκα του. Τις παντόφλες στο χέρι τις περίμενε ενώ, όσοι έκαναν το έγκλημα να πλύνουν κάνα πιάτο, το κρατούσαν μυστικό μην τους κράξουν τα φιλαράκια τους και γίνουν ρεζίλι.

Η Έλενα Ακρίτα σε μικρή ηλικία με τους γονείς.

Ένας ευθυμογράφος είχε γράψει το εξαιρετικό:

Με τη γυναίκα μου έχουμε μοιράσει όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Εκείνη έχει αναλάβει τις δευτερεύουσες, πού θα πάμε διακοπές, σε ποιο σχολείο θα φοιτήσουν τα παιδιά, αν θα αγοράσουμε καινούργιο σπίτι, τέτοια. Εγώ πάλι έχω αναλάβει τα πιο σημαντικά. Ποια είναι η θέση της οικογένειας για τον πυρηνικό εξοπλισμό και την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Παρότι μεγάλωσα με δυο ισχυρά μητριαρχικά πρότυπα, μια άθεη γιαγιά και μια πολιτικοποιημένη μητέρα, οι κανόνες της περιρρέουσας πατριαρχίας δεν με άφησαν αλώβητη. Και στο σπίτι να μην τους ακούς, πάλι επηρεάζεσαι από τις φιλενάδες και τα περιοδικά που έδιναν συμβουλές για έναν «ευτυχισμένο γάμο». Το πρώτο που μαθαίναμε ήταν να φέρνουμε τους άντρες με τα νερά μας χωρίς εκείνοι να το παίρνουν χαμπάρι. Υπήρχαν κόλπα, tips που, αν τα εφάρμοζες με επιτυχία, μπορούσες να μετατρέψεις τον σύντροφό σου σε έναν χρήσιμο ηλίθιο. Έναν ηλίθιο που τον κάνεις ό,τι θέλεις κι εκείνος καμαρώνει πως είναι η κολόνα του σπιτιού.

Πόσο άθλιο, πόσο βδελυρό. Να γνωρίζεις έναν άνθρωπο, να τον ερωτεύεσαι και μετά να σπαταλάς την υπόλοιπη ζωή σας σε φτηνά κόλπα ενός ακήρυχτου πόλεμου. Μας μάθαιναν ότι πρέπει να είσαι καλή ακροάτρια, ειδικά στα πρώτα ραντεβού. Να δείχνεις ενδιαφέρον για τη δουλειά του, να μη μιλάς πολύ, να μην κάνεις την έξυπνη, να γελάς με τα αστεία του ασχέτως αν είναι μαλακιάρες. Να απλώνεις δηλαδή στο υποψήφιο θύμα σου έναν ιστό απάτης και παραπλάνησης από την πρώτη κιόλας στιγμή. Να είσαι πάντα περιποιημένη, να ακούς τα προβλήματά του, αλλά να λύνεις μόνη σου τα δικά σου. Να αντιμετωπίζεις ακόμα και την κολλητή σου ως πιθανή αντίζηλο που έχει βάλει στο μάτι τον άντρα σου. Να μην είσαι πολύ προκλητική, να μη δίνεις δικαιώματα, να μην τον ξεφτιλίζεις μπροστά σε τρίτους, ακόμα κι αν εκείνος το κάνει με την πρώτη ευκαιρία. Κι αν σου αστράψει και κάνα χαστούκι κι αν σου πατήσει κέρατο, μην το κάνεις ζήτημα και χαλάσεις το σπίτι σου. Θα ξενοκοιτάξει, θα γαμήσει και στο τέλος σε σένα θα γυρίσει, έλεγαν οι πιο παλιές. Αυτές οι ίδιες παλιές που συμβούλευαν κόρες κι εγγονές να βάζουν μια βραστή πατάτα στο στόμα όταν τις έδερνε ο άντρας τους για να μην ακούσει τις κραυγές η γειτονιά. Ο γάμος από μια ένωση αγάπης καταντούσε ένας ισόβιος κλεφτοπόλεμος, όπου θύτες και θύματα συμβίωναν εμμονικά μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.

Αυτά ήταν τα συστατικά του πιο τοξικού κοκτέιλ που όφειλες να ποτίσεις τον καλό σου μέχρι να καταπιεί και την τελευταία σταγόνα του δηλητηρίου.

Η Έλενα Ακρίτα στο έργο του Όσκαρ Ουάιλντ «Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός»

Το μαρτύριο για κάθε γυναίκα ήταν η σεξουαλική παρενόχληση στη δουλειά, στον σκοτεινό δρόμο, στο ντάλα μεσημέρι. Όποιος δεν έχει ζήσει αυτόν τον τυφλό τρόμο της σκιάς που σε ακολουθεί το βράδυ, δεν μπορεί να καταλάβει για ποια κόλαση μιλάμε. Τα βήματα πίσω σου που συμβαδίζουν με τον δικό σου ρυθμό, που επιταχύνουν μαζί με σένα, που τρέχουν όταν τρέχεις κι η καρδιά σου να χάνει χτύπους σαν να βουλιάζει σε βαθιά ενώ κάνεις προσευχές για το αυτονόητο: «Θεέ μου, να μη με πειράξει, να μην απλώσει χέρι, να γυρίσω ασφαλής στο σπίτι μου, να προλάβω, Θεούλη μου, να προλάβω». Περπατούσες κι έβλεπες με την άκρη του ματιού χωρίς καν να γυρίσεις το κεφάλι –είμαστε εκπαιδευμένες οι γυναίκες σε αυτό– ένα αυτοκίνητο να σε πλησιάζει αργά και να σταματάει δίπλα σου. Τυχερές ήταν εκείνες που η επίθεση γινόταν κοντά σε καφενείο, σε πλατεία, σε περιοχή με κόσμο, όπου μπορούσες να πατήσεις μια τρεχάλα και να ουρλιάξεις «βοήθεια» μέχρι να σε ακούσουν. Οι άτυχες που ζούσαν στην ερημιά συχνά έπεφταν θύματα βιασμών, χωρίς να τολμούν να το πουν σε κανέναν για να μην τις πουν πουτάνες. Κατάπιναν το μυστικό, μάζευαν τα κουρέλια τους από τον δρόμο και συνέχιζαν τη ζωή τους– μια ζωή ανάπηρη και τραυματισμένη για πάντα. Όσο γλαφυρή κι αν γίνω, αυτή την άγρια τανάλια του πανικού αδύνατον να την περιγράψω. Το έχεις ζήσει; Με κατάλαβες. Δεν το έχεις ζήσει; Τράβα παρακάτω.

Κι επειδή τότε δεν είχαμε σπρέι πιπεριού, πηγαίναμε στα καταστήματα κι αγοράζαμε τα πιο βαριά μπρελόκ που βρίσκαμε. Σφίγγαμε τα κλειδιά του σπιτιού στην ιδρωμένη μας παλάμη κι ήμασταν έτοιμες να χτυπήσουμε τον διώκτη μας με το πορτ κλε. Δαβίδ εναντίον Γολιάθ.

Τόσο αποδεκτή ήταν τότε η «κανονικότητα» της σεξουαλικής παρενόχλησης. Ούτε καταγγελίες ούτε τιμωρίες ούτε τίποτα. Με την ίδια λογική που οι γυναίκες κολακεύονταν από την παράλογη ζήλια των συντρόφων τους, χωρίς να καταλαβαίνουν πως αυτό ήταν το καμπανάκι για το ξύλο της αρκούδας που τις περίμενε, έτσι γινόταν και με τη λεκτική κακοποίηση που κατ’ ευφημισμό ονομάζαμε «πείραγμα».

Κανονικότητα, λοιπόν. Που πολλές την εισέπρατταν ως κομπλιμέντο. Θυμάμαι έφηβη να περπατάω με τη φίλη μου την Αννούλα όταν διασταυρωθήκαμε με δυο τύπους που μας πλησίασαν και μας είπαν:

«Μανάρα μ’ να σε γαμήσω».

Όταν απομακρυνθήκαμε, η Αννούλα γύρισε προς το μέρος μου πολύ προβληματισμένη.

«Είπαν να ΣΕ γαμήσω, όχι να ΣΑΣ γαμήσω».
«Και;»
«Ποια από τις δυο μας εννοούσαν άραγε;»
«Έχει σημασία;»
«Μάλλον για μένα το είπαν», χαμογέλασε περιχαρής η φίλη μου. «Εσύ μπορεί να είσαι πιο όμορφη, αλλά εγώ είμαι πιο σέξι».

Παράσημο θεωρούσαν μερικές την παρενόχληση. Επικύρωση της θηλυκότητας τους. Το λεωφορείο ήταν ένας Γολγοθάς με απλωμένα χέρια, κολλημένα πάνω σου, πέη σε στύση και βαριές ανάσες πάνω στο αφτί σου. Πάλι μουγγή το υπέμενες μετρώντας με αγωνία τις στάσεις μέχρι να κατέβεις κι ελπίζοντας να μην κατέβει κι αυτός και σε πάρει από πίσω. Την πρώτη φορά που μετά από χρόνια με άγνωστες παλάμες στο στήθος μου τόλμησα να βάλω τις φωνές, τη θυμάμαι σαν και σήμερα. «Τι κάνεις εκεί, μάζεψε τα χέρια σου, δεν ντρέπεσαι λίγο!» είπα δυνατά και οι συνεπιβάτες μου τον πέταξαν έξω με τις κλοτσιές. «Το κοριτσάκι, ρε; Το κοριτσάκι; Ου να μου χαθείς, τσόγλανε», είπαν. Ένιωσα πολύ περήφανη για το επίτευγμά μου.

Σε γενικές γραμμές όμως, όλες μας έπρεπε να κρατάμε το βλέμμα χαμηλωμένο, να μην απαντάμε στα βρομόλογα και, αν συνοδευόμασταν, να υπομένουμε την όλη φάση χωρίς να μπλέξουμε το αγόρι μας σε καβγάδες. Για να καθαρίσουμε μόνες μας, ούτε λόγος. Μόνο μεταξύ αντρών λύνονταν τότε αυτά, τέλος. Και οι φεμινίστριες ήταν άσχημες γεροντοκόρες, άπλυτες χωρίς σουτιέν και με πεσμένα βυζιά. Έτσι έλεγαν τα νοικοκυροκόριτσα καθώς ντύνονταν και στολίζονταν προετοιμάζοντας σχολαστικά τους επικείμενους εξευτελισμούς τους.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Έλενας Ακρίτα «Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια»

Βιβλίο Έλενα Ακρίτα

Μια ρεαλιστική αφήγηση για το πού βρίσκεται διαχρονικά η ελληνική κοινωνία και μια συζήτηση για το πού μπορεί να φτάσει. Μια βαθιά εξομολόγηση της Έλενας Ακρίτα σε σημεία της οποίας ταυτιζόμαστε. ΑΠΟΛΥΤΑ.

Διαβάστε επίσης:

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *