І все це, не вимикаючи телевізора

–    Поїдь, забери його, – кричить старий.

–    Її син, – відгукується Паша у відповідь, – хай сама забирає.

–    Він твій племінник, – нагадує старий.

–    І шо?

–    Він мій онук.

І все це, не вимикаючи телевізора. Телевізор він не вимикає навіть уночі. Він у них, наче вічний вогонь: го- рить не так для втіхи живих, як у пам’ять про померлих. Старий дивиться прогноз погоди, ніби там мають згадати його ім’я. Коли прогноз закінчується, якийсь час сидить, мовби не вірить почутому. Паша телевізор не дивиться, особливо останній рік, коли новини просто лякають. Си- дить у своїй кімнаті, за столом, заваленим підручника- ми, не витримує, підіймається з канапи, виходить надвір. Старий обертається на звук, канапа прострілює пружи- нами, як сухе гілля в скаутському багатті. Меблі в домі старі, але живучі: теперішніх господарів напевне пережи- вуть. Сестра пропонувала бодай перетягнути крісла, але Паша відмахувався. Яке перетягнути, говорив, це, гово- рив, як підтяжки в сімдесят років робити: можна, звісно, але краще взяти знеболювальне. Сестра останнім часом майже не з’являлась, то й про перетягування ніхто біль- ше не говорив.

Паша любив цей будинок, жив тут ціле своє життя, збирався жити далі. Його побудували німецькі полонені, відразу після війни. Була це доволі простора будівля на дві родини. Друга вулиця від залізничної станції, густозаселе- ний приватний сектор, в якому жили переважно станційні робітники. Все їхнє селище й будувалося довкола станції: вона давала роботу, вона ж давала й надію, подібна на чор- не від паровозного диму серце, що прокачує кров довко- лишніх балок і лісосмуг. Навіть тепер, коли депо стояло порожнє, наче басейн, із якого спустили воду, і в майстер- нях жили хіба що ластівки та бомжі, життя все одно три- малося залізниці. Просто тепер не було роботи. Чомусь саме в робітничих селищах робота зникає в першу чергу. Майстерні прикрили, й усі розійшлися у своїх справах, по- ховалися по тісних дворах із пересушеними від пекучого літа колодязями та погребами, всі запаси в яких закінчу- валися ще до Різдва. сутінки, потому миттєво зникає відчуття відлиги, оманли- ве відчуття тепла.

Паша обходить будинок, розмоклою стежкою про- бирається між деревами. Будинок вони все життя ділили з якимось залізничним працівником. Півбудинку належа- ло йому, пів – дружній Пашиній родині: татові, мамі, Паші, сестрі. Років п’ятнадцять тому, коли ще всі жили разом, залізничний працівник свою половину спалив. Устигли загасити. А ось відбудовуватися залізничний працівник не захотів – пішов на станцію, сів на потяг у східному на- прямку й назавжди зник із їхнього життя. Спалену по- ловину будинку просто завалили, побілили стіну, жили далі. Зовні будинок нагадував половину хліба на магазин- ній полиці. Старий завжди так і купував – половину, аби не платити зайвого. І щоб не лишалось зайвого. Життя на станції навчило.

Στις 30 Σεπτεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης.
Αν δεν υπήρχαν μεταφραστές και μεταφράστριες, σκεφτείτε πόσο πιο φτωχή θα ήταν η αντίληψή μας για τον κόσμο.

Και τώρα μπορείτε να διαβάσετε το πολύ όμορφο κείμενο του Serhiy Zhadan από το μυθιστόρημά του Το ορφανοτροφείο σε μετάφραση από τα ουκρανικά του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη:

«Έλα να τον πάρεις», φωνάζει ο πατέρας.

«Είναι γιος της», αποκρίνεται ο Πάσα, «ας έρθει η ίδια να τον μαζέψει».

«Είναι ανιψιός σου», του θυμίζει ο πατέρας.

«Και τι μ’ αυτό;»

«Είναι εγγονός μου».

Και όλα αυτά χωρίς να κλείσουν την τηλεόραση. Η τηλεόραση δεν κλείνει ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είναι σαν την αιώνια φλόγα, καίει όχι μόνο για να χαίρονται οι ζωντανοί, αλλά και για να συντηρεί τη μνήμη για τους νεκρούς. Ο πατέρας ακούει την πρόβλεψη του καιρού, λες και περιμένει να αναφέρουν το όνομά του. Όταν τελειώνει η πρόβλεψη του καιρού, κάθεται για λίγο, θαρρείς και δεν πιστεύει αυτά που άκουσε. Ο Πάσα δεν βλέπει τηλεόραση, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, που οι ειδήσεις έχουν γίνει τρομακτικές. Κάθεται στο γραφείο του δωματίου του, το οποίο είναι γεμάτο σχολικά βιβλία, δεν αντέχει για πολύ, όμως, κι έτσι σηκώνεται από το ντιβάνι και βγαίνει στον δρόμο. Ο πατέρας, ακούγοντας τον ήχο που κάνει το ντιβάνι, γυρίζει λες κι ακούει φρεσκοκομμένα κλαδιά να καίγονται στη φωτιά των προσκόπων. Τα έπιπλα στο σπίτι είναι παλιά αλλά ανθεκτικά, θα ζήσουν μάλλον πιο πολύ από τους σημερινούς ιδιοκτήτες τους. Η αδελφή του είχε προτείνει να επισκευάσουν τις πολυθρόνες, μα ο Πάσα αδιαφόρησε.

Για ποιο λόγο να τις επισκευάσουν, έλεγε, η επισκευή μπορεί να κρατήσει εβδομήντα χρόνια. Θα μπορούσαν, φυσικά, μα καλύτερα είναι να πάρεις παυσίπονα. Η αδελφή του το τελευταίο διάστημα δεν ερχόταν στο σπίτι κι έτσι κανείς πια δεν μιλούσε για την επισκευή.

Ο Πάσα αγαπούσε το σπίτι τους, εδώ έζησε όλη του τη ζωή και σκόπευε να ζήσει κι άλλο. Το είχαν χτίσει Γερμανοί αιχμάλωτοι, αμέσως μετά τον πόλεμο. Ήταν ένα αρκετά ευρύχωρο κτίριο, φτιαγμένο για να ζουν σε αυτό δύο οικογένειες. Ήταν ο δεύτερος δρόμος μετά τον σιδηροδρομικό σταθμό, σε μία πυκνοκατοικημένη περιοχή, όπου ζούσαν κυρίως οι εργαζόμενοι στον σταθμό. Η συνοικία τους είχε χτιστεί γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, επειδή αυτός ήταν το επίκεντρο της ζωής, αυτός ήταν που έδινε δουλειά, που πρόσφερε ελπίδα, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ήταν σαν μία μαύρη, από τον καπνό των ατμομηχανών, καρδιά, η οποία αντλούσε το αίμα των δασών και των λυόμενων σπιτιών που ήταν εκεί γύρω. Ακόμα και τώρα που το αμαξοστάσιο ήταν άδειο και έμοιαζε με πισίνα γεμάτη λιμνάζοντα νερά και στα εργαστήρια ζούσαν πια μόνο χελιδόνια και άστεγοι, η ζωή είχε ως επίκεντρό της τον σταθμό. Απλώς τώρα δεν είχε πια δουλειά. Κι αυτό επειδή πάντοτε στις εργατικές συνοικίες το πρώτο πράγμα που εξαφανίζεται είναι η δουλειά. Τα εργαστήρια έκλεισαν κι όλοι τράβηξαν τον δρόμο τους, κρύφτηκαν στις στενόχωρες αυλές με τα ξεραμένα κατά τη διάρκεια των ζεστών καλοκαιριών πηγάδια και στις αποθήκες, οι προμήθειες στις οποίες τελείωναν ήδη πριν από τα Χριστούγεννα.

*Απόσπασμα από το αντιπολεμικό μυθιστόρημα Το ορφανοτροφείο του Ουκρανού Serhiy Zhadan.

Διαβάστε επίσης:

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *