O Αμερικάνος πρέσβης στην Αθήνα ξύπνησε στις τρεις τα ξημερώματα από ένα τηλεφώνημα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έλεγε ότι επίκειται πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, λόγω μιας διαμάχης για έρευνα για κοιτάσματα πετρελαίου ανοιχτά της Θάσου.
Λίγο αργότερα η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε κατεπείγουσα συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ και επέλεξε να τηρήσει αποφασιστική στάση. Μέσα σε λίγες ώρες αναπτύχθηκε στο Αιγαίο ολόκληρη η ναυτική δύναμη, μαχητικά αεροσκάφη διασκορπίστηκαν σε ετοιμότητα και οι χερσαίες δυνάμεις των νησιών και του Έβρου τέθηκαν σε κατάσταση επιφυλακής.
Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «σε περίπτωση εχθροπραξιών θα υπάρξει καταλυτική αλλαγή και στον χώρο των Βαλκανίων, αλλά και στο σύστημα άμυνας του ΝΑΤΟ».
Στην πιο αποφασιστική κίνησή της, η Ελλάδα απέστειλε τον Υπουργό Εξωτερικών στη Βουλγαρία, η οποία συμμεριζόταν τους ελληνικούς φόβους για τούρκικο επεκτατισμό, και πήρε τη διαβεβαίωση ότι οι βουλγαρικές ένοπλες δυνάμεις θα συμπαραταχθούν με την Ελλάδα σε περίπτωση πολέμου.
Την ίδια μέρα η κυβέρνηση φανέρωσε την πρόθεσή της να αναστείλει τη λειτουργία της στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ στη Νέα Μάκρη, φοβούμενη ότι οι Αμερικάνοι θα δημιουργούσαν παρεμβολές στην ελληνική πολεμική αεροπορία.
Στο τηλεοπτικό του διάγγελμα ο Έλληνας Πρωθυπουργός κατηγόρησε την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι μεροληπτεί υπέρ της Τουρκίας και ότι οι δραστηριότητες του τούρκικου ερευνητικού σκάφους αποσκοπούσαν στη διχοτόμηση του Αιγαίου. Αν προχωρούσε η Ελλάδα θα το εμπόδιζε, «όχι ασφαλώς με λόγια, καθώς τα λόγια δεν μπορούν να το εμποδίσουν». Ολοκλήρωσε το φορτισμένο διάγγελμα τονίζοντας ότι «οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι έτοιμες να δώσουν ένα πολύ σκληρό μάθημα στους γείτονες».
Αν είστε κάτω από σαράντα ετών τα παραπάνω θα σας φαίνονται ίσως σαν απόσπασμα από τραβηγμένο μυθιστόρημα φαντασίας, όμως είναι πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν τον Μάρτιο του 1987, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Σε διάφορες εκδοχές είναι μια σειρά γεγονότων που έχει επαναληφθεί πολλές φορές στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και η σκιά τους φτάνει ως τις μέρες μας.
Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι οποίες οδήγησαν πολλές φορές ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική πολεμική σύρραξη, δεν γίνεται να εξετάζονται ανεξάρτητα από την ευρύτερη γεωπολιτική σχέση των δύο χωρών. Από το 1952 ήμασταν και οι δύο μέλη του ΝΑΤΟ και μάλιστα ιδιαίτερα σημαντικά, λόγω ενός συγκεκριμένου στρατηγικού δόγματος των ΗΠΑ, της διαβόητης Γέφυρας του Ρίμλαντ.
Τα ναυτικά στενά που ενώνουν το Αιγαίο με τον Εύξεινο Πόντο διατηρούν μια στρατηγική σημασία που αψηφά τον χρόνο, την τεχνολογία και τις αλλαγές κυβερνώντων. Οι δύο χώρες μαζί (Ελλάδα-Τουρκία) αποτελούν έναν κρίσιμο κρίκο αυτής της «γέφυρας» η οποία εμπόδιζε -και εμποδίζει- τη Ρωσική Αυτοκρατορία, τη Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία του Πούτιν από το να επεκταθούν.
Η γεωπολιτική ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου υποδεικνύει ότι η αλυσίδα εξαρτάται από τη συνεργατική σχέση Ελλάδας και Τουρκίας. Αν οι δύο χώρες συνυπάρχουν αρμονικά, τότε τα συμφέροντα της βορειοατλαντικής συμμαχίας διασφαλίζονται επαρκώς. Αλλά η τρομερή σημασία που έχει αυτή θέση, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για εντάσεις και συγκρούσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα που αναδύεται ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Δύσης-Ρωσίας, η ένταση στο Αιγαίο αυξήθηκε εκθετικά.
Ο δρ Σπύρος Κατσούλας είναι διεθνολόγος με ειδίκευση στη στρατηγική ιστορία και τη γεωπολιτική. Διδάσκει μαθήματα Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στη Σχολή Εθνικής Άμυνας, στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και στο Αμερικανικό Κολέγιο της Ελλάδας. Είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και αρχισυντάκτης του επιστημονικού περιοδικού Στρατηγείν.
Στο σημαντικό βιβλίο του «Διλήμματα στο τρίγωνο» φέρνει στην επιφάνεια άγνωστες πτυχές της ιστορίας και εξετάζει τον ρόλο της Αμερικής σε 6 κρίσεις που έφεραν την Ελλάδα και την Τουρκία στο κατώφλι του πολέμου. Γιατί από τη στιγμή που η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ η εξωτερική της πολιτική αναγκαστικά έγινε μέρος μιας ιδιαίτερα ασταθούς τριγωνικής σχέσης. Μιας σχέσης που έχει στην κορυφή έναν Φύλακα (ΗΠΑ) που πρέπει να φροντίσει τους δύο ανταγωνιστές προστατευόμενούς του (Ελλάδα και Τουρκία).
Όσα συνέβησαν στο παρελθόν, συνθέτουν ένα μοτίβο που πρέπει να μελετηθεί. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, αλλά τα πρόσωπα και τα γεγονότα αντηχούν σε όσα είναι να συμβούν.
«Ο αμοιβαίος φόβος είναι η μόνη ασφαλής βάση μιας συμμαχίας γιατί, αν θέλει κανείς να την παραβιάσει, τον συγκρατεί η σκέψη ότι δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να επιβληθεί». Αυτό το είχε γράψει ο Θουκυδίδης και απ’ ό,τι φαίνεται ισχύει μέχρι σήμερα, 2.400 χρόνια μετά.