Η πρώτη μέρα του Καζαντζάκη στο σχολείο

Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.

«Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…» μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.

 Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειεύουμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.

Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:

«Εδώ θα μάθεις γράμματα, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου».

Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.

«Ετούτος είναι ο γιος μου», του ’πε ο πατέρας μου. Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο. «Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο».

«Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους», είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.

Ο Νίκος Καζαντζάκης υποδυόμενος τον Κρέοντα στη μαθητική παράσταση του Γυμνασίου Ηρακλείου της τραγωδίας «Οιδίπους Τύραννος», 1902

[…]

Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι.

«Πήγαινε να φωνάξεις το θειο σου το Νικολάκη».

Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θειος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου. Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο τρίχες. Είχε παντρευτεί από καλύτερό του σόι μια γυναίκα κιτρινιάρα, φαρμακομύτα, που τον ζήλευε και τον περιφρονούσε.

Κάθε βράδυ έδενε το πόδι του με σκοινί στο στύλο του κρεβατιού, για να μη σηκωθεί τη νύχτα και κατέβει κάτω, όπου κοιμόταν η δούλα τους η στρουμπουλή, με τα μεγάλα στήθια· και το πρωί τον έλυνε. Πέντε χρόνια βάσταξε το μαρτύριο του κακομοίρη του θειου μου, μα έδωκε ο Θεός –γι’ αυτό και τον λένε Πανάγαθο– κι η φαρμακομύτα πέθανε, κι ο θειος μου παντρεύτηκε μια γερή τώρα χωριατοπούλα, χοντρολόγα και καλόκαρδη, που δεν τον έδενε. Ερχόταν πασίχαρος σπίτι μας κι έβρισκε τη μητέρα μου.

«Πώς τα περνάς τώρα, Νικολάκη, με την καινούρια σου γυναίκα;» τον ρωτούσε εκείνη.

«Μην τα ρωτάς, Μαργή, πόσο είμαι ευτυχισμένος», απαντούσε ο θειος μου· «δε με δένει».

Ο ΝΚ με την οικογένειά του.

Τον πατέρα μου τον φοβόταν, δε σήκωνε τα μάτια να τον αντικρίσει, έτριβε τα μαλλιαρά του χέρια και κοίταζε ακατάπαυτα την ξώπορτα. Ως ν’ ακούσει σήμερα πως τον καλνούσε, σηκώθηκε από το τραπέζι με την μπουκιά στο στόμα κι έτρεξε σπίτι μας.

«Τι να με θέλει πάλι ο δράκος, συλλογίζουνταν και κατάπινε νευριασμένος την τελευταία μπουκιά· η κακομοίρα η αδερφή μου και πώς τον βαστάει!»

«Έλα εδώ», του ’πε ο πατέρας μου ως τον είδε, «του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!»

Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.

«Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή», είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.

Ο θειος μου κούνησε το κεφάλι:

«Θαρρώ θα πει τουφέκι», αντιμίλησε, μα η φωνή του έτρεμε.

«Κυνηγετική στολή», βρουχήθηκε ο πατέρας μου.

Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θειος μου λούφαξε.

Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει:

«Τι θα πει πρωτοτόκια;»

Πετάχτηκα: «Κυνηγετική στολή!»

«Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε;»

«Ο πατέρας μου!»

Ο δάσκαλος ζάρωσε· τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου, πού να του φέρει αντίρρηση!

«Ναι», είπε κομπιάζοντας, «βέβαια, κάποτε, μα πολύ σπάνια, θα πει κυνηγετική στολή· μα εδώ…»

*Από το βιβλίο «Αναφορά στον Γκρέκο»

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *