Το 1919 ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν γενικός διευθυντής ειδικής επιτροπής του Υπουργείου Περιθάλψεως. Στις 8 Μαΐου -κατ” εντολή του Ελευθέριου Βενιζέλου- αναλαμβάνει την εκπόνηση σχεδίου αρχικά για τη διάσωση και την περίθαλψη, και στη συνέχεια τον βαθμιαίο επαναπατρισμό 150.000 Ελλήνων Ποντιακής καταγωγής από την περιοχή του Καυκάσου.
Το ζητούμενο να διασωθούν από μπολσεβίκους που τους καταδιώκουν, αφού πιο πριν ο Βενιζέλος έχει στείλει εκστρατευτικό σώμα για να πολεμήσει το καθεστώς τους, μαζί με τους Δυτικούς, κάτι που τους έχει εξοργίσει. (Περισσότερα αυτή για την εκστρατεία των Ελλήνων στην Ουκρανία, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.)
Τα προηγούμενα χρόνια, δε, οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει τον μαζικό διωγμό του Ποντιακού Ελληνισμού από τις πατρογονικές τους εστίες. Παράλληλα, ήταν και για την Ελλάδα μια εποχή σφοδρών πολιτικών αντιπαραθέσεων και διχασμού, που οδήγησαν το 1922 στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τον Ιούνιο του 1919 γράφει ο Καζαντζάκης σε επιστολή του:
«Είμαι ενθουσιασμένος γιατί έχω πολλή δουλειά και κάνω καλό, δίχως να βρίσκω πολλά εμπόδια. Σήμερα έλαβα τηλεγράφημα του Υπουργού από την Αιδηψό: Εγκρίνει, λέει, το Σημείωμα που του υπέβαλα περί οργανώσεως υπηρεσίας παλινοστήσεως προσφύγων και σε 3-4 μέρες έρχεται να κανονίσει εντελώς το ζήτημα. Σημαίνει αυτό ότι δέχεται σε όλη τη γραμμή ό,τι του υπέβαλα; Θα δούμε.»
Και λίγες εβδομάδες αργότερα:
«Το ταξίδι για την Ανατολή πάει καλά. Μελετώ κάθε ζήτημα 5-6 μέρες και έπειτα υποβάλλω στον Υπουργό υπόμνημα, όπου του λέω όλες τις δυνατές λύσεις. Στέλνει ταχτικά τα σημειώματά μου στον Βενιζέλο με πολλή ευχαρίστηση. Μη μου λες να μην κουράζουμαι. Ηδονή και ελευτερία μου, είναι να δουλεύω πάνου και πιο πολύ από το χρέος μου.» (Ο Βενιζέλος εκείνη την εποχή βρισκόταν στο Παρίσι για το Συνέδριο Ειρήνης μετά το τέλος του Α” Παγκοσμίου Πολέμου.)
Αυτή η φράση « Ηδονή και ελευτερία μου, είναι να δουλεύω πάνου και πιο πολύ από το χρέος μου» ταίριαζε για έμβλημα στον Καζαντζάκη. Περήφανος κι υπεύθυνος, ακούραστος και με σιδερένια θέληση, δεν καταδέχτηκε ποτέ να καλοκαθίσει στη μαλακιά πολυθρόνα.
Το έργο του Καζαντζάκη στον Καύκασο στέφεται από επιτυχία, γίνεται οργανωμένα η μετεγκατάσταση σε κτιριακές δομές σε Μακεδονία και Θράκη, που φτιάχτηκαν από το μηδέν. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένα έργο ζωής για τον ίδιο. Γράφει η Ελένη Καζαντζάκη: «Πολύ σπάνια ο Νίκος μιλούσε για τον εαυτό του. Όταν γινόταν λόγος για τη δράση του στο Υπουργείο, του άρεσε να διηγείται με τι συγκίνηση τους δέχτηκαν οι Έλληνες του Καυκάσου. Γιατί η Ελλάδα ζούσε ακόμα την εποχή εκείνη το μέγα όνειρο, που με τον Βενιζέλο παρά τρίχα να γίνει πραγματικότητα. Να δημιουργηθεί δηλαδή ένα αυτόνομο κράτος του Πόντου, όπου θα ζούσαν και θα ριζοβολούσαν οι Έλληνες του Καυκάσου, αυτοί οι Ακρίτες της Ρωμιοσύνης.
»Τέσσερις φίλοι που τον βοήθησαν να πραγματοποιήσει το δύσκολο χρέος, βρίσκουνται κιόλας μαζί του στον πέρα όχτο: Ο Ηρακλής Πολεμαρχάκης κι ο Γιάννης Κωνστανταράκης, αγαπημένοι συμμαθητές του, ο Γιάννης Αγγελάκης, δικηγόρος από τη Μικράν Ασία, κι ο περίφημος πια Γιώργης Ζορμπάς. Αγγελάκης και Κωνστανταράκης με βεβαίωσαν πως η αποστολή στον Καύκασο είχε εκτελεσεί σύμφωνα με τα σχέδια του Νίκου. Κράτησε κάπου 15 μήνες κι έσωσε πολλές χιλιάδες Έλληνες, 150.000 περίπου. Οργάνωσαν νοσοκομεία, ο Βενιζέλος έστειλε πλοία, που μετάφεραν στην Ελλάδα όλους όσοι ήθελα να μεταναστέψουν μαζί με τα ζώα και τα σύνεργά τους. Κι αντί να τους ρίξουν στην Αττική, όπως έγινε αργότερα με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ο Καζαντζάκης, πολύ ορθά, φρόντισε να τους εγκαταστήσουν στα πλούσια χώματα της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος, όμως, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και οι πρόσφυγες του Καυκάσου υπόφεραν πολύ, αβοήθητοι ως έμειναν από τις κατοπινές κυβερνήσεις.»
Αφηγείται και ο ίδιος Καζαντζάκης στο αυτοβιογραφικό έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη να μην έχω πια να παλεύω με Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα ανθρώπους.
Καλή η στιγμή να δοκιμάσω αν η πράξη είναι η μόνη ικανή ν’ απαντήσει, κόβοντας με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας. Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν.
Έτσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα, με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα».
Και όταν πια παίρνει μπροστά η μεταφορά τους στην Ελλάδα:
«Tο βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου. Μια φορά κι έναν καιρό δικά μας∙ δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ’ αγαπημένο ακροθάλασσο. Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της».
Οι εμπειρίες αυτές του Καζαντζάκη θα χρησιμοποιηθούν πολλά χρόνια αργότερα στη συγγραφή του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», που έχει ως θέμα την αναπαράσταση της Εβδομάδας των Παθών σ” ένα ελληνικό χωριό της Ανατολίας (εδώ θα βρείτε περισσότερα για αυτό το μυθιστόρημα).
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου έγινε συστηματικά κατά τη διάρκεια πολλών ετών και άφησε πληγές ανοιχτές μέχρι σήμερα. Περισσότερα για τον Παρευξείνιο Ελληνισμό και τη Γενοκτονία θα βρείτε εδώ και εδώ.