Η Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου – Ένα νήμα συμπάθειας για τους μοναχικούς

Η αγάπη μπορεί να είναι κοινή εμπειρία, αλλά για εκείνον που αγαπά είναι μοναχικός πόνος, και για κείνον που αγαπιέται ανυπόφορο βάρος. Έτσι, στο τρίγωνο του Θλιμμένου Καφενείου, τρεις άνθρωποι αγαπούν με πάθος και χωρίς ανταπόκριση. Και δυσφορούν με πάθος από την αγάπη εκείνου που δεν αγαπούν.

Η Αμέλια αγαπά τον Εξάδελφο Λάιμον, του αφιερώνει όλη την αγάπη που κρατούσε μέσα της αποθηκευμένη. Ο Λάιμον την ανέχεται, αλλά όταν με τη σειρά του αγαπήσει τον Μάρβιν, της δείχνει με σκληρότητα την απέχθειά του. Κι ο Μάρβιν, που νιώθει μόνο αποστροφή για τον Λάιμον, λιώνει για την Αμέλια που τον σιχαίνεται. Αδυνατώντας να νιώσουν αμοιβαιότητα όχι μόνο στην αγάπη, αλλά ακόμα και στο μίσος, οι ήρωες της ΜακΚάλερς καταδικάζονται στη βαθιά, παντοτινή μοναξιά.

 Αφού ανθίσουν για λίγο στη ζεστασιά της αγάπης –η Αμέλια βάζει ένα κόκκινο φόρεμα, ο Μάρβιν αναγεννάται ηθικά– βυθίζονται με τον πιο άγριο τρόπο σε μια κατάσταση χειρότερη από την αρχική. Όπως το σπίτι-καφενείο, το σύμβολο της ίδιας της ψυχής, που αφού λάμψει και φωτίσει με τη ζεστασιά του την πληκτική πόλη και τους κατοίκους της, καταντάει ένα θλιβερό ερείπιο. Ολόκληρο το έργο της ΜακΚάλερς χτίζεται πάνω σε αυτή την ιδέα της απόλυτης, τρομακτικής μοναξιάς, της ανάγκης να ανήκεις και την αδυναμία να το επιτύχεις.

H συγγραφέας Carson McCullers.

Στην Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου, ντυμένη με την αχλή του θρύλου, κάτω από τον δραματικό φωτισμό του gothic, τοποθετημένη σε μια πόλη στο πουθενά, σε ένα ασαφές σημείο στον χρόνο –και γι’ αυτό διαχρονική– η ιδέα αυτή αποκτά μια νέα, αφόρητη βαρύτητα και καθολικότητα. Σαν αποφόρτιση έρχεται στο τέλος η σκηνή των Δώδεκα Θνητών. Αυτοί οι αλυσοδεμένοι κρατούμενοι που δουλεύουν στη δημοσιά τραγουδώντας, μαύροι και λευκοί μαζί, είναι ίσως ό,τι πιο ανθρώπινο υπάρχει μέσα στην Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου. Αλυσοδεμένοι στη μοίρα τους, οι άνθρωποι μπορούν να νιώσουν τελικά αδερφοσύνη, μέσα από τον κοινό πόνο.

Μαζί με την ιδέα της μοναξιάς, η Μπαλάντα αποτελεί μια σπουδή των φύλων και μια αιφνιδιαστικά επίκαιρη προσέγγιση του θέματος των φυλετικών ταυτοτήτων.

Η Αμέλια είναι παράταιρη στον ανδροκρατούμενο κόσμο της επειδή ακριβώς αρνείται να συμπεριφερθεί «γυναικεία». Δεν είναι μόνο η εμφάνισή της· είναι άσος στις δοσοληψίες, κουμαντάρει την περιουσία της, είναι αυτόνομη και αυτεξούσια. Η άρνησή της να ολοκληρώσει την ένωσή της με τον Μάρβιν υποδηλώνει ακριβώς την άρνησή της να υποταχθεί στον προδιαγεγραμμένο ρόλο του φύλου της. Ο Μάρβιν είναι το αρχέτυπο του «άνδρα», σε μια πατριαρχική, συντηρητική κοινωνία. Ωραίος, βίαιος, κυριαρχικός – και εδώ αξιοθαύμαστα υπαινικτικά περνάει η ΜακΚάλερς και κάποια άλλα «νότια» χαρακτηριστικά του, όπως τη στολή του από την Κου Κλουξ Κλαν…

Το εξώφυλλο της σειράς.

Ο Λάιμον, ένας άνδρας-παιδί, χωρίς κανένα από τα απειλητικά χαρακτηριστικά του φύλου του, είναι πιο εύκολο να ξεκλειδώσει την καρδιά της Αμέλια. Και η ένωσή τους, αυτή η αντισυμβατική ένωση δυο ανθρώπων έξω από την τυπική περιγραφή του φύλου τους, είναι η μόνη που δείχνει έστω και για μια στιγμή να λειτουργεί. Η Αμέλια, όμως, τιμωρείται τελικά για την ανεξαρτησία της, το θράσος της να μη θέλει να είναι η τυπική γυναίκα του Νότου. Και μάλιστα, αυτό που τη νικάει είναι ο συνασπισμός των δυο ανδρών. Ο Άνδρας, συνολικά, αφού τη νικήσει ενώπιον όλων, την καταστρέφει, της στερεί όλα τα μέσα της ανεξαρτησίας της, κι εκείνη ζαρώνει κι αδυνατίζει σαν παλαβή γριά – υποτασσόμενη τελικά και σωματοτυπικά στο φύλο που της επιβάλλουν.

Η ΜακΚάλερς, που δήλωσε κάποτε πως γεννήθηκε άντρας, που παντρεύτηκε δύο φορές τον αμφιφυλόφιλο Ριβς κι ερωτεύτηκε περισσότερες γυναίκες παρά άντρες στη ζωή της, που βίωσε και η ίδια στον γάμο της ένα ιδιότυπο τρίγωνο με τον συνθέτη Ντέιβιντ Ντάιμοντ, στενό φίλο του ζευγαριού και μετέπειτα εραστή του συζύγου της, βάζει σίγουρα ένα κομμάτι και από τον εαυτό της σ’ αυτή την ιστορία. Μια ακόμα παραδοξότητα της Μπαλάντας του θλιμμένου καφενείου είναι και η ίδια η αρχική πηγή έμπνευσής της: αυτή η ιστορία η βουτηγμένη στο παράνομο ουίσκι και τους βάλτους του Νότου ξεκινά σ’ ένα μπαρ του Μπρούκλιν.

Η Μπαλάντα πρωτοκυκλοφόρησε το 1951 σε έναν συγκεντρωτικό τόμο μαζί με τα μυθιστορήματα της ΜακΚάλερς Η καρδιά κυνηγάει μονάχη, Ανταύγειες σε χρυσά μάτια και Η παράνυφος. Όλο το έργο της ΜακΚάλερς, όπως έγραψε η κριτική του Time το 1951, το διατρέχει «ένα νήμα συμπάθειας για τους ντροπαλούς και τους μοναχικούς, τους εκκεντρικούς που στέκονται στο περιθώριο της ζωής και περιμένουν ένα άγγιγμα αγάπης».

H πρώτη έκδοση του βιβλίου.

Αυτό το νήμα κάνει τους ήρωες της Μπαλάντας από ατραξιόν του τσίρκου, όπως υπονοεί η ίδια η συγγραφέας, ανθρώπινους, και τα πάθη τους δικά μας πάθη. Και αυτό το ίδιο νήμα μάς κάνει να αναγνωρίσουμε κάτι απρόσμενα οικείο στις ιστορίες και των υπόλοιπων, τόσο διαφορετικών και ετερόκλητων χαρακτήρων της συλλογής: του Wunderkind, του κοριτσιού που δεν είναι πια παιδί-θαύμα (το πρώτο δημοσιευμένο και βαθιά αυτοβιογραφικό διήγημα της ΜακΚάλερς), του βυθισμένου στη θλίψη τζόκεϊ, της κατεστραμμένης μαντάμ Ζιλένσκι που βρίσκει καταφυγή στο ψέμα. Του παρεπίδημου που λαχταρά ξαφνικά τη θαλπωρή, του άντρα με την αλκοολική σύζυγο (άλλο ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο από την ταραγμένη ζωή της συγγραφέως). Και πάνω απ’ όλα, του σπαρακτικά μοναχικού θαμώνα σ’ ένα ακόμα καφέ που διανυκτερεύει σε μια μουντή, νυσταγμένη πόλη, στο εκπληκτικό διήγημα

Ένα δέντρο, ένας βράχος, ένα σύννεφο, το οποίο κλείνει τη συλλογή και πάλι με την αιώνια αναζήτηση της αγάπης.

Η Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου διασκευάστηκε για το θέατρο από τον μεγάλο Έντουαρντ Άλμπι το 1963 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1991 από τον Μάικλ Χερστ, με πρωταγωνιστές τη Βανέσα Ρέντγκρεϊβ και τον Κιθ Κάραντιν. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες, ενώ στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου για πρώτη φορά το 1969, σε μετάφραση Μένη Κουμανταρέα, και αναθεωρημένη το 2008, από τις Εκδόσεις Κέδρος. Η αλήθεια της συνεχίζει να συγκινεί, πράγματι σαν κλασική μπαλάντα.

Όπως εύστοχα σημείωσε η Patricia Lockwood στo άρθρο της «Aviators and Movie Stars» στο London Review of Books το 2017, «η εμπειρία της πρώτης φοράς που τη διαβάζεις δύσκολα περιγράφεται. Είναι σαν να έχεις οδηγήσει στα βάθη της Τζόρτζια όλη νύχτα και να βρίσκεσαι σε ένα καλοφωτισμένο δωμάτιο με φανταστικές και γνώριμες σκιές στους τοίχους, μ’ ένα ποτό που σου ανοίγει το μυαλό, καθώς κατεβαίνει καθαρό μέσα σου και σου λέει πράγματα για τον εαυτό σου».

Η Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου, σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου

Από τη McCullers κυκλοφορεί επίσης, το βιβλίο «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη»:

Η καρδιά κυνηγάει μονάχη

*Από τη Βάννα Κατσαρού για τις Εκδόσεις Διόπτρα

Διαβάστε επίσης: Η καρδιά κυνηγάει μονάχη – Ένα μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *