Η συναισθηματική νοημοσύνη, τουλάχιστον στο ενδοπροσωπικό επίπεδο, στοχεύει κατά βάση στο εξής: τη διαχείριση αρνητικών συναισθημάτων.
Ως προς τα θετικά συναισθήματα δεν υπάρχει δυσκολία και δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη διαχείρισης. Όλοι θέλουμε να τα βιώνουμε. Όσο περισσότερο μάλιστα, τόσο το καλύτερο. Τι γίνεται, όμως, με τα αρνητικά μας συναισθήματα;
Η διαχείριση αρνητικών συναισθημάτων είναι ένα θέμα που δυσκολεύει τον περισσότερο κόσμο. Στην πραγματικότητα είναι πολύ απλό να τα διαχειριστούμε, αν κατανοήσουμε μια βασική αρχή. Ότι εμείς, μόνοι μας, προκαλούμε τα συναισθήματά μας. Από εκεί και πέρα, το αν θα είναι εύκολο ή όχι να τα διαχειριστούμε εξαρτάται από το αν θα αναλάβουμε την ευθύνη των συναισθημάτων μας. Αν ναι, η εφαρμογή είναι εύκολη. Αν όχι, θα συνεχίσουμε να είμαστε έρμαια των γύρω μας, τους οποίους αφήνουμε να μας προκαλούν αρνητικά συναισθήματα. Τόσο απλό είναι.
Ας ξεκινήσουμε γνωρίζοντας πώς προκαλούνται τα αρνητικά συναισθήματα! Η σχέση σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς είναι πολύ απλή και γραμμική. Το ένα δημιουργεί το επόμενο. Άρα αν θέλετε να αλλάξετε τη συμπεριφορά σας ή τα συναισθήματα που βιώνετε, ο πιο εύκολος τρόπος είναι να αλλάξετε τις σκέψεις σας. Η συμπεριφορά σας είναι καθαρά δική σας επιλογή. Εσείς επιλέγετε τις σκέψεις που κάνετε, που δημιουργούν τα αντίστοιχα συναισθήματα που νιώθετε, που επηρεάζουν κατ’ επέκταση τη συμπεριφορά σας.
Και γιατί κατηγορούμε τους άλλους για τα συναισθήματά μας;
Σίγουρα θα έχετε ακούσει εκφράσεις του τύπου «Με έκανε έξαλλη», «Με πλήγωσε» κ.ο.κ.. Τι δείχνουν αυτές οι εκφράσεις; Ότι «πετάμε το μπαλάκι» της ευθύνης στους άλλους για τα συναισθήματά μας, που προκαλούν αντίστοιχα τη συμπεριφορά μας. Η σκέψη ότι κάποιος άλλος προκάλεσε τη συμπεριφορά μας μας ανακουφίζει από το βάρος της ευθύνης. Αν αναλάβουμε ευθύνη για τη συμπεριφορά μας, μπορεί να νιώσουμε ντροπή ή ενοχές, αν αυτή είναι κακή. Αυτό αντίστοιχα θα μας πιέσει να την αλλάξουμε, πράγμα που προϋποθέτει κόπο. Μην ξεχνάμε ότι είναι στη φύση των ανθρώπων να αντιστέκονται στην αλλαγή. Άρα δεν είναι πιο βολικό να κατηγορήσουμε τους άλλους; Εννοείται!
Και θα μου πείτε, αν κάποιος με πει «κατσίκα», δεν πρέπει να προσβληθώ;
Και γιατί να προσβληθείτε; Μήπως πιστεύετε κατά βάθος ότι είστε κατσίκα; Μήπως η γνώμη ενός άλλου έχει περισσότερη αξία από τη δική σας για τον εαυτό σας; Και στο κάτω κάτω τι κακό έχουν οι κατσίκες; Χρησιμότατα, τρυφερά, φιλήσυχα ζωάκια δεν είναι; Διότι αν δεν πιστεύετε ότι αυτό που σας αποκαλεί κάποιος «είναι κακό», τότε γιατί να προσβληθείτε; Άρα βλέπετε ότι το να προσβληθούμε από ένα κοσμητικό επίθετο ή μια ταμπέλα που «μας φοράει κάποιος» είναι καθαρά δική μας επιλογή.
Εξαρτάται απόλυτα από τη σκέψη που θα κάνουμε
Που θα προκαλέσει το αντίστοιχο συναίσθημα, π.χ. θυμό, ντροπή, απάθεια, χαρά κ.ο.κ..
Που θα προκαλέσει την αντίστοιχη συμπεριφορά ως αντίδραση στο σχόλιό του.
Ποιος ευθύνεται, λοιπόν, για τη συμπεριφορά σας;
Πώς να καλλιεργήσουμε συναισθηματική νοημοσύνη
Για να περάσουμε τώρα στο μείζον ζήτημα του πώς να καλλιεργήσουμε συναισθηματική νοημοσύνη, θα πρέπει να δούμε τα πράγματα λίγο πιο ανοιχτά και με ανοιχτό μυαλό.
Να συζητήσουμε πώς καλλιεργούνται οι ικανότητες γενικότερα. Να αναγνωρίσουμε τον τρόπο σκέψης μας και πώς μας επηρεάζει. Και, το σημαντικότερο, να σπάσουμε τις περιοριστικές μας πεποιθήσεις, που μας απομακρύνουν όχι μόνο από τη συναισθηματική νοημοσύνη, αλλά και από την ίδια μας την ευτυχία. Αυτό που πρέπει να γνωρίσουμε σε βάθος είναι ίσως το πιο δημοφιλές συναίσθημα της εποχής μετά το άγχος: τον θυμό.
Αν μάθουμε να αναγνωρίζουμε, να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε τον θυμό, που συχνά είναι από τα πιο ανεξέλεγκτα συναισθήματα, θα χτίσουμε τις πιο γερές βάσεις συναισθηματικής νοημοσύνης. Όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα θα απαιτούν την ίδια τεχνική στη διαχείρισή τους, μόνο που μάλλον θα μας φαίνονται πιο εύκολα σε σχέση με τον θυμό.
Πώς να κατανοήσουμε τον θυμό μας;
Ο θυμός είναι ένα ιδιαίτερα δημοφιλές συναίσθημα στην εποχή μας. Παιδιά και ενήλικες γύρω μας φαίνεται να θυμώνουν όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα. Δεν είναι η ώρα να αναλύσουμε σε τι οφείλεται αυτό το γεγονός. Αυτό που προέχει είναι να δούμε πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τον θυμό μας όταν τον βιώνουμε, ώστε να μην τον αφήνουμε να μας κατακλύζει.
Αυτό που αξίζει να αναφερθεί μόνο είναι ότι ο θυμός είναι ένα ιδιαίτερα βλαβερό συναίσθημα για τον οργανισμό μας, ιδιαίτερα όταν συσσωρεύεται μέσα μας και δεν ξεσπάει. Έρευνες έχουν βρει συσχέτιση μεταξύ του καρκίνου και της συσσώρευσης θυμού – δηλαδή ασθενείς με καρκίνο συχνότατα ήταν άτομα που συσσώρευαν μέσα τους τον θυμό τους και δεν τον εξωτερίκευαν. Ωστόσο και το να ξεσπάς τον θυμό σου κάθε τρεις και λίγο είναι επίσης βλαβερό. Επομένως και ο καταπιεσμένος αλλά και ο υπερβολικός θυμός βλάπτουν την υγεία μας.
Κατά τα άλλα, ο θυμός είναι ένα χρήσιμο συναίσθημα, εφόσον το βιώνουμε σπάνια και στιγμιαία. Το μήνυμα που κρύβεται συνήθως πίσω από τον θυμό είναι ότι «κάποια ανάγκη μας έχει μείνει ακάλυπτη». Όταν μάλιστα θυμώνουμε άγρια, τότε πίσω από την ακάλυπτη ανάγκη μας κρύβεται κάποια αξία μας, η οποία παραβιάζεται στην προκειμένη περίπτωση από άλλους.
Για να κατανοήσουμε τον θυμό μας, θα πρέπει να βρούμε την αιτία του. Όπως κάθε συναίσθημα, έτσι και ο θυμός προκαλείται από την εκάστοτε σκέψη που κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Κανένα γεγονός αυτό καθαυτό δεν σου προκαλεί θυμό. Αυτό που σε θυμώνει είναι η ερμηνεία σου για ένα γεγονός. Έτσι αν σε στήσουν σε ένα ραντεβού, δεν θυμώνεις αυτόματα. Αν σκεφτείς ότι το έκανε επίτηδες το άτομο που σε έστησε, γιατί δεν σε υπολογίζει, θα θυμώσεις σίγουρα. Αν είναι η δέκατη φορά που συμβαίνει, θα γίνεις έξαλλος/-η. Η ερμηνεία όμως ενός γεγονότος εξαρτάται από πολλές παραμέτρους.
Αν βρεις τη σκέψη που σου προκαλεί θυμό, το επόμενο βήμα είναι να ρωτήσεις τον εαυτό σου αν αυτή η σκέψη στέκει αντικειμενικά. Αν δηλαδή μπορείς να την αποδείξεις με γεγονότα ή τεκμήρια. Αν όχι, σημαίνει ότι είναι καθαρά υποκειμενική, άρα εσύ θυμώνεις τον εαυτό σου μόνος σου. Για παράδειγμα, αν πεις «Μα καλά, με ειρωνεύεται;», αυτό σίγουρα είναι υποκειμενικό, καθώς δεν μπορείς να μπεις ποτέ στο μυαλό του άλλου και να ξέρεις τις προθέσεις του. Αν βέβαια σκεφτείς ότι κάποιος σε ειρωνεύεται, λογικό είναι να θυμώσεις. Το ξέρεις όμως με σιγουριά;
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε επίσης με τον θυμό είναι ότι συχνά καμουφλάρει άλλα συναισθήματα, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε σωστά. Ο θυμός είναι δευτερογενές συναίσθημα, δηλαδή προκαλείται από κάποιο άλλο συναίσθημα και όχι από μόνος του. Έτσι:
– Η απογοήτευση προκαλεί θυμό
– Η αδικία προκαλεί θυμό
– Η προδοσία προκαλεί θυμό
– Η πίεση προκαλεί θυμό
– Η καταπίεση προκαλεί θυμό
– Η βαρεμάρα προκαλεί θυμό
– Η στενοχώρια προκαλεί θυμό
Άρα για να κατανοήσεις τον θυμό σου θα πρέπει να βρεις την αιτία του πρωτογενούς συναισθήματος. Μετά την κατανόηση έρχεται και η δράση. Για να διαχειριστείς τον θυμό σου, μπορείς να κάνεις πολλά. Μπορείς να τον εκτονώσεις, π.χ., ουρλιάζοντας ή ρίχνοντας μπουνιές σε έναν σάκο του μποξ. Μπορείς να τον εκφράσεις, π.χ. σε έναν καβγά. Μπορείς να τον εξηγήσεις, π.χ., σε μια συζήτηση μετά τον καβγά, όπου θα διεκδικήσεις πιο ήρεμα πλέον αυτό που θες.
Γενικά, η διεκδικητικότητα είναι στοιχείο-κλειδί στη διαχείριση του θυμού. Λειτουργεί κατευναστικά τόσο ως αντίδραση σε ένα γεγονός που σε θύμωσε όσο και προληπτικά, ώστε να εξασφαλίσεις ότι δεν θα ξανασυμβεί. Ή δεν θα συμβεί καθόλου, εφόσον διεκδικήσεις εκ των προτέρων, π.χ., αν σε ενοχλήσει η συμπεριφορά κάποιου και τον πάρεις επιτόπου και του πεις ότι σε ενόχλησε, τότε εξασφαλίζεις άμεσα δύο βασικά οφέλη. Πρώτον, εσύ ξαλαφρώνεις και δεν έχεις να κουβαλάς μέσα σου καμία δυσαρέσκεια. Δεύτερον, ενημερώνεις τον άλλο για να ξέρει πού βρίσκεται μαζί σου. Αν συνεχίσει να κάνει αυτό που σε ενοχλεί, πλέον θα το κάνει συνειδητά, γνωρίζοντας για τις συνέπειες της πράξης του. Δεν θα μπορεί να σου πει πια «Μα δεν το ήξερα ότι σε ενοχλεί!». Λογικά όμως θα σταματήσει εκεί το θέμα. Γενικά, η διαχείριση του θυμού μας προϋποθέτει τρεις βασικές δεξιότητες: αυτογνωσία, συναισθηματική νοημοσύνη και διεκδικητικότητα. Και οι τρεις, αν δεν τις διαθέτουμε, μπορούν να καλλιεργηθούν, ωστόσο απαιτούν χρόνο.
Μια βασική λεπτομέρεια που αξίζει να προσέξουμε όμως είναι ότι πρέπει να εξετάζουμε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ξεχωριστά, για να την κατανοήσουμε και να κάνουμε ειλικρινή διάλογο με τον εαυτό μας. Εμπόδιο σε αυτό αποτελεί το γεγονός ότι συχνά λειτουργούμε μιμητικά. Επειδή ο θυμός είναι δημοφιλές συναίσθημα και αποδεκτό κοινωνικά, ιδιαίτερα για τους άντρες, τείνουμε να θυμώνουμε πιο συχνά από όσο θα έπρεπε, μιμούμενοι τους άλλους. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι θυμώνουμε και σε περιπτώσεις που από μόνοι μας δεν θα θυμώναμε, ωστόσο κολλήσαμε το μικρόβιο γιατί ο θυμός είναι «trendy». Για παράδειγμα, αν λες συχνά την έκφραση «τα έχω πάρει στο κρανίο», που είναι πολύ της μόδας, λογικό δεν είναι να θυμώνεις;
Επίσης η συχνή εκδήλωση θυμού γίνεται από μόνη της μια βλαβερή συνήθεια. Όπως κάθε κακή συνήθεια, όσο πιο πολύ την κάνεις, τόσο πιο πολύ θες να την κάνεις. Έτσι και με τον θυμό, όσο πιο συχνά θυμώνεις, τόσο πιο πολύ θα αρχίσεις να θυμώνεις και τόσο πιο έντονα. Αυξάνεται και η συχνότητα και η ένταση με την εξάσκηση. Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό. Αν εξασκηθείτε, αντίθετα, στο να παραμένετε ήρεμοι και να διατηρείτε την ψυχραιμία σας, θα δείτε έπειτα από καιρό ότι και η ηρεμία δεν είναι παρά μια συνήθεια κι αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ήρεμα άτομα παραμένουν ήρεμα κατά κανόνα στη ζωή τους. Σπανίως θυμώνουν και, όταν το κάνουν, τραβούν την προσοχή μας. Βλέποντάς τους, νομίζουμε ότι είναι έτσι από τη φύση τους. Πώς το ξέρουμε όμως;
Μήπως τελικά και η ηρεμία είναι μια ικανότητα που καλλιεργείται με εξάσκηση; Δεν θα το διαπιστώσετε παρά μόνο αν το δοκιμάσετε.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Θέλω-Πιστεύω-Μπορώ, της Εύης Ξυραφά.
Pingback: διάφοροι σύνδεσμοι