Οι συναντήσεις μου με τη Μαρινέλλα

Η ηρωίδα του βιβλίου πάνω από μισό χρόνο καθόταν απέναντί μου σε ώρες μεσημεριανές, αν και είχαμε διαφορετικά βιολογικά ρολόγια.

Εκείνη πρωινή, σχεδόν του χαράματος, εγώ στο παρά πέντε του μεσημεριού. Κατέβαινε από την Κηφισιά, όπου μένει, στο κέντρο της Αθήνας, στο σπίτι μου, δύο φορές την εβδομάδα και ανοίγαμε πανιά μετά από το φαγητό.

Παρέκαμπτα φιλότιμα τον «πρωινό» μου καφέ κι έπαιζα στο δικό της ρεπερτόριο. Το γευστικό ρεπερτόριο, όπου ευτυχώς συμπίπταμε. Ξεκινούσαμε από την κοινωνιολογική προσέγγιση του μενού και ξανοιγόμασταν στα εσώτερα μιας βιογραφίας που δεν ήταν ακριβώς μονόλογος.

Ούτε βιογραφία, γιατί την αντιμετώπιζα μεν ως ιστορικό πρόσωπο, που όμως με τσιγκλούσε να θυμηθώ κι εγώ δικά μου παράλληλα γεγονότα, αν και έχουμε εννιά χρόνια διαφορά. Εκείνη το 1938, εγώ το 1947.

Και οι δυο προσφυγικής καταγωγής, βορειοελλαδίτες, που εμπιστευτήκαμε την ενήλικη ζωή μας στην Αθήνα. Καθένας από τη σκοπιά του, τα συναισθηματικά του εφόδια και με διαφορετικές περιπετειώδεις διαδρομές.

Έτσι μπήκα στο παιχνίδι να γράψω ένα βιβλίο για μια γυναίκα που όλοι γνωρίζουν, που όλοι υποψιαζόμουν ότι ήξεραν κάτι παραπάνω από μένα γι’ αυτήν, που όλοι αγάπησαν ή αδιαφόρησαν για τα τραγούδια της, που όλοι κάπου κάτι διάβασαν για τον πολυκύμαντο βίο της.

Απλή, εφηβική, ανεπιτήδευτη. Στο πρώτο σπίτι της, στο Παγκράτι

Ξεκινήσαμε να μιλάμε για ασήμαντα που τα αντιλαμβανόμουν σημαντικά, για ζωές άλλων που πέρασαν ξυστά από δίπλα μας αφήνοντας μια αύρα περιέργειας∙ περάσαμε σε θέματα όπου περισσότερο αποκαλυπτική ήταν η σιωπή τους∙ χαθήκαμε σε αναμνήσεις επώδυνων στιγμών, σε ιαματικές εμπνεύσεις που αποδείχθηκαν σωτήριες τη συγκεκριμένη στιγμή, σε ρίσκα και θανάτους που άφησαν δυνατό αποτύπωμα στην ψυχή, σε σχέσεις που προέκυπταν απρόσμενα, γεμάτες ένταση και λάθη, αλλά και σε απέραντα νεκροταφεία ερωτηματικών για τη σημασία της διάρκειας ― αν και εφόσον μπορούσε να εξηγηθεί κάτι τέτοιο στην περίπτωσή της.

Και πάντα το ερώτημα «Τι θα φάμε μεθαύριο;», καίριο ζήτημα των συναντήσεών μας αυτά τα μεσημέρια, που εν πολλοίς έβγαιναν από ατέλειωτες νύχτες ― με ό,τι συνεπάγεται μια τόσο μακρά νυκτόβια θητεία. Ε, τώρα πια ήταν ο καιρός των μεσημεριανών ωρών της.

Κι έτσι αρχίσαμε να συλλαβίζουμε μια ζωή που δεν απαντιέται εύκολα σε κοινούς θνητούς.

*Από την εισαγωγή του βιβλίου: Μαρινέλλα – Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *