Ο λόγος που δεν βρίσκεις αυτό που αναζητάς – κι ας προσπαθείς τόσο πολύ

Ο λόγος που δεν βρίσκεις αυτό που αναζητάς – κι ας προσπαθείς τόσο πολύ

Με το φως του γέλιου στα γέρικα μάτια του μίλησε ο Σιντάρτα: «Θέλεις να πεις, σεβάσμιε… ότι κι εσύ, εσύ που έχεις τόσα χρόνια στην πλάτη σου και φοράς το ράσο των μοναχών του Γκοτάμα… βρίσκεσαι ακόμα στην αναζήτηση;».

«Μ’ έχουν πάρει πράγματι τα χρόνια», απάντησε ο Γκοβίντα, «αλλά δεν έχω σταματήσει να ψάχνω. Ποτέ δεν θα σταματήσω να ψάχνω, φαίνεται πως αυτή είναι η μοίρα μου. Αλλά μου φαίνεται πως κι εσύ έχεις ψάξει. Θα μου πεις κάτι, ω σεβαστέ γέροντα;»

«Τι θα μπορούσα να πω εγώ σ’ εσένα, σεβάσμιε; Ίσως αυτό μόνο, ότι ψάχνεις πολύ; Ότι το πολύ ψάξιμο σ’ εμποδίζει ίσως να βρεις;»

«Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Γκοβίντα. «Όταν κάποιος ψάχνει», είπε ο Σιντάρτα, «εύκολα γίνεται να βλέπουν τα μάτια του μόνο το πράγμα που ψάχνει· και να μη βρίσκει τίποτα, να μην μπορεί να δει και να αντιληφθεί τίποτα, να μην μπορεί τίποτα να δεχτεί στο μυαλό του μέσα, επειδή σκέφτεται συνέχεια και μόνο αυτό που ψάχνει· επειδή έχει έναν στόχο, και ο στόχος τον έχει κυριεύσει. “Ψάχνω” θα πει: έχω στόχο. Αλλά “βρίσκω” θα πει: είμαι ελεύθερος, είμαι ανοιχτός, δεν είμαι δεμένος με κανέναν στόχο. Εσύ, λοιπόν, σεβάσμιε, ίσως είσαι πράγματι απ’ αυτούς που ψάχνουν, γιατί προσηλωμένος στον στόχο σου αδυνατείς να δεις κάποια πράγματα που είναι μπροστά στα μάτια σου». «Και πάλι δεν καταλαβαίνω», είπε ο Γκοβίντα.

«Τι θέλεις να πεις;»

«Κάποια φορά πριν από χρόνια, Εντιμότατε», είπε ο Σιντάρτα, «βρέθηκες ξανά σε τούτο το μέρος και είδες δίπλα στο ποτάμι κάποιον να κοιμάται. Και κάθισες δίπλα του για να φυλάξεις τον ύπνο του. Μα δεν τον αναγνώρισες, ω Γκοβίντα».

Σαστισμένος, σαν να του ’χαν κάνει μάγια, κοίταξε ο μοναχός τον βαρκάρη στα μάτια.

«Εσύ είσαι, Σιντάρτα;» ρώτησε δειλά. «Ούτε τούτη τη φορά θα σε γνώριζα! Σε χαιρετώ μέσα απ’ την καρδιά μου, Σιντάρτα, και χαίρομαι μ’ όλη μου την καρδιά που σε βλέπω! Άλλαξες πολύ, φίλε. Έχεις γίνει περατάρης, λοιπόν;»

Ο Σιντάρτα χαμογέλασε στον φίλο του. «Ναι, περατάρης. Κάποιοι άνθρωποι, Γκοβίντα, πρέπει ν’ αλλάξουν πολύ, να φορέσουν πολλά και διαφορετικά ρούχα· απ’ αυτούς είμαι κι εγώ, φίλε αγαπημένε. Καλώς όρισες, Γκοβίντα. Μείνε απόψε στην καλύβα μου».

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Σιντάρτα του Hermann Hesse σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου-Άγγελου Αγγελίδη. 

Prev
Hermann Hesse
13.30€ 11.97€
Next
Σχετικά άρθρα
Prev
Η απαλλαγή από το Εγώ και η ανακάλυψη του αληθινού εαυτού
Η απαλλαγή από το Εγώ και η ανακάλυψη του αληθινού εαυτού

«Μα ψάχνοντας το παν, έχανα τον εαυτό μου».

Μια ασυνήθιστη ιστορία: Ένα βιβλίο 103 ετών βρίσκεται σήμερα στις λίστες με τα ελληνικά ευπώλητα
Μια ασυνήθιστη ιστορία: Ένα βιβλίο 103 ετών βρίσκεται σήμερα στις λίστες με …

Κυκλοφόρησε το 1922 και 103 χρόνια μετά, το 2025, βρίσκεται στις λίστες με τα best seller.

Next

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *