Περπατώντας αργά σκεφτόταν ο Σιντάρτα. Διαπίστωσε πως δεν ήταν πια νέος, είχε γίνει άντρας. Διαπίστωσε πως κάτι είχε αφήσει πίσω, κάτι είχε χάσει όπως χάνει το φίδι το παλιό του δέρμα, κάτι δεν το είχε πια μέσα του, κάτι που τον συνόδευε σ’ όλη του τη νιότη κι ήταν καταδικό του: την επιθυμία να ’χει δάσκαλο και ν’ ακούει τη διδασκαλία του. Τον τελευταίο δάσκαλο που του ’χε τύχει στον δρόμο του, ακόμα κι αυτόν, τον υπέρατο, τον σοφότατο, τον υπεράγιο, τον Βούδα, ακόμα κι αυτόν τον είχε αφήσει· είχε αναγκαστεί να τον αποχωριστεί· δεν είχε μπορέσει ν’ ασπαστεί τη διδαχή του.
Όλο και πιο αργά περπατούσε, και σκεφτόταν, κι αναρωτιόταν: «Τι είναι, όμως, αυτό που ήθελες να μάθεις από τους δασκάλους και τις διδαχές τους; Τι δεν μπόρεσαν να σε διδάξουν αυτοί που τόσο πολλά σε δίδαξαν;». Και το βρήκε: «Το Εγώ ήταν. Το νόημα και την ουσία του Εγώ ήθελα να μάθω. Το Εγώ ήθελα να ξεπεράσω. Απ’ αυτό ήθελα ν’ απαλλαγώ. Μα στάθηκε αδύνατον να το νικήσω· μόνο να το ξεγελάω κατάφερνα, να του ξεφεύγω, να του κρύβομαι. Πραγματικά, τίποτα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο τη σκέψη μου όσο αυτό το Εγώ μου, το αίνιγμα ότι ζω ένας, μόνος, χώρια και διαφορετικός από τους άλλους· ότι είμαι ο Σιντάρτα! Κι όμως, για τίποτα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ όσα ξέρω για μένα, για τον Σιντάρτα!».
Κοντοστάθηκε τότε ο Σιντάρτα, τον σταμάτησε τούτη η σκέψη, κι αμέσως μια δεύτερη ξεπήδησε από μέσα της, μια καινούργια, που ήταν: «Το ότι δεν ξέρω τίποτα για μένα, το ότι ο Σιντάρτα εξακολουθεί να μου είναι τόσο ξένος και άγνωστος, οφείλεται σε μία αιτία, σε μία και μόνο: Φοβόμουν τον εαυτό μου, ήθελα να του ξεφύγω! Αναζητούσα τον Άτμαν, αναζητούσα το Βράχμαν, ήμουν διατεθειμένος να κάνω κομμάτια το Εγώ μου, να το ξεφλουδίσω και να το ανοίξω για να φτάσω στον άγνωστο πυρήνα του, στα μύχιά του, όπου βρίσκεται ο Άτμαν, η ζωή, το ιερό, το ύστατο. Μα ψάχνοντας το παν, έχανα τον εαυτό μου».
Ο Σιντάρτα άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω του, κι ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό του, και τον πλημμύρισε σύγκορμο, ως τ’ ακροδάχτυλά του, η αίσθηση πως ξυπνούσε από ύπνο βαθύ και όνειρα ατελείωτα. Κι άρχισε πάλι να περπατάει, γοργά, βιαστικά, σαν άνθρωπος που ξέρει τι πρέπει να κάνει. «Ω», πήρε βαθιά ανάσα και είπε μέσα του, «τώρα δεν θα αφήσω πια τον Σιντάρτα να μου ξεφύγει. Θα πάψω ν’ αρχίζω τη σκέψη μου και τη ζωή μου με τον Άτμαν και με τον πόνο του κόσμου. Θα πάψω να κομματιάζω και να σκοτώνω τον εαυτό μου για να βρω στ’ απομεινάρια του κάποιο μυστικό. Δεν πρόκειται να με διδάξουν τίποτα πια η Γιόγκα-Βέδα, η Ατάρβα-Βέδα, οι ασκητές, οι δάσκαλοι. Ο εαυτός μου θα με μάθει, μαθητής δικός μου θα γίνω, το Εγώ μου θέλω να γνωρίσω: το μυστήριο που λέγεται Σιντάρτα».
Κοίταξε γύρω του σαν ν’ αντίκριζε πρώτη φορά τον κόσμο. Ήταν ωραίος ο κόσμος, πολύχρωμος, παράξενος, αινιγματικός! Να, εδώ ήταν γαλάζιος, εκεί κίτρινος, πιο πέρα πράσινος. Κυλούσε το ποτάμι – κι ο ουρανός· ασάλευτο το δάσος – και τα βουνά· όλα όμορφα, όλα μυστήρια και μαγικά, και καταμεσής τους αυτός, ο Σιντάρτα, που είχε ξυπνήσει – που είχε ξεκινήσει να βρει τον εαυτό του. Όλα αυτά, όλο το κίτρινο και το γαλάζιο, το ποτάμι και το δάσος, πέρασαν για πρώτη φορά απ’ τα μάτια και μπήκανε μέσα στον Σιντάρτα· δεν ήταν πια η μαγεία του Μάρα, δεν ήταν πια το πέπλο της Μάγια, δεν ήταν πια η άσκοπη και τυχαία ποικιλία του φαινομενικού κόσμου που τον περιφρονούν οι βαθυστόχαστοι βραχμάνοι, αφού η ποικιλία τούς είναι αδιάφορη και μόνο την ενότητα αναζητούν. Το γαλάζιο ήταν γαλάζιο, το ποτάμι ήταν ποτάμι. Κι όσο κι αν μέσα στο γαλάζιο και στο ποτάμι, μέσα στον Σιντάρτα, ζούσε κρυμμένο το μοναδικό και το θείο, ο τρόπος και ο σκοπός αυτού του θείου ήταν ακριβώς να εμφανίζεται εδώ κίτρινο, εδώ γαλάζιο, εδώ ουρανός, εδώ δάσος, και εδώ Σιντάρτα. Ο σκοπός και η ουσία δεν βρίσκονταν κάπου πίσω από τα πράγματα, αλλά μέσα τους. Μέσα σε όλα.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Σιντάρτα του Hermann Hesse. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου-Άγγελος Αγγελίδης
Το Σιντάρτα, η κοσμαγάπητη ιστορία ενός νέου που απελευθερώνεται από τα οικογενειακά και κοινωνικά δεσμά για να ζήσει μια ανεξάρτητη ζωή, καταδεικνύει ότι η γνώση δεν μεταδίδεται μέσω της διδασκαλίας, αλλά μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της προσωπικής εμπειρίας. Ο Χέρμαν Έσσε αφηγείται τη φανταστική ιστορία της ζωής του Βούδα –Σιντάρτα είναι το μικρό του όνομα– και προσπαθεί να βρει «ό,τι έχουν κοινό όλα τα δόγματα και όλες οι ανθρώπινες μορφές ευσέβειας, ό,τι βρίσκεται υπεράνω εθνικών διαφορών, ό,τι πιστεύουν και τιμούν όλες οι φυλές κι όλα τα άτομα».
Το πόσο αυθεντικά είναι αφομοιωμένες σε αυτό το ινδικό παραμύθι οι βουδιστικές και ταοϊστικές ιδέες φαίνεται όχι μόνο στιλιστικά στη ρυθμική εκφορά των λόγων του Βούδα, αλλά και από την τεράστια αποδοχή του βιβλίου στις ασιατικές χώρες, όπου έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Η μεγάλη εξοικείωση του Έσσε με τις πολιτιστικές παραδόσεις της Ινδίας και την αρχαία κινεζική φιλοσοφία του Λάο Τσε τον βοήθησε να αποδώσει το πολύπλοκο με τόσο απλό και σωστό τρόπο.
Η επανέκδοση των βιβλίων του Έσσε σε νέες μεταφράσεις και μια συνολικά φροντισμένη έκδοση, με σύγχρονα minimal εξώφυλλα από τον Γιώργο Παναρετάκη και συνοδευτικό υλικό, όπως σχεδιάσματα, ανέκδοτα αποσπάσματα και κατατοπιστικά κείμενα από τον Φόλκερ Μίχελς, τον Γερμανό μελετητή και επιμελητή της έκδοσης των Απάντων του, φιλοδοξεί να ανοίξει ξανά τη συζήτηση γ’ αυτόν τον συγγραφέα που το έργο του, όπως όλα τα κλασικά έργα, έχει ακόμη πολλά να μας πει για τα αιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *