Ουγγρικά Ψάρια 3,4 – Αρχή διατήρησης φραπέ

Tο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Γιάννη Πλιώτα «Τα ουγγρικά ψάρια».
(Διαβάστε εδώ το πρώτο κεφάλαιο και εδώ το δεύτερο κεφάλαιο.) 

3- Ο Πάμπλο Γκαρσία Μάρκες ακριβώς πριν πεθάνει

Δεύτερη τεκίλα, τρίτη, μπορεί και τέταρτη. Δεν είχε σημασία πια, είχα σταματήσει να μετράω. Ήμουν απλωμένος πάνω στην μπάρα του παρηκμασμένου ροκάδικου και περίμενα ο Μάγος να τελειώσει τη δουλειά. Έπρεπε να μιλήσουμε. Δεν του είχα πει πολλές λεπτομέρειες για να μην τον τρομάξω. Μπαίνοντας στο μαγαζί, σιβυλλικά του δήλωσα ότι μετά τη δουλειά έπρεπε να μιλήσουμε.

Εκείνος είχε κατανεύσει με το σοβαρό του ύφος. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να βάζει σφηνάκια σε μια παρέα από κορίτσια, που κατά πάσα πιθανότατα η μόνη εκλογική διαδικασία στην οποία είχαν συμμετάσχει ήταν για την ανάδειξη δεκαπενταμελούς.

Τα κορίτσια ήταν σχεδόν δίπλα μου, αν άπλωνα τα χέρια μου θα μπορούσα να τα αγγίξω. Χωρίς να με αντιληφθούν, κοίταξα πάνω από τον ώμο μίας που έγραφε ένα μήνυμα: Αγάπη μου, είμαι στο κρεβατάκι μου και σε σκέφτομαι, έλεγε. Ποιος ξέρει πού το έστελνε.

«Ρε συ, Μάγε. Δεν είναι παράνομο να σερβίρεις ανήλικους; Δεν έχει βγει και νόμος;» του σφύριξα διακριτικά με την πρώτη ευκαιρία. Εκείνο το βράδυ δεν ήθελα μπλεξίματα με τις Αρχές. Ο Μάγος με κοίταξε συνωμοτικά, μου έκλεισε το μάτι και είπε κάτι που δεν άκουσα και πιθανότατα ήταν άσχετο με την παρατήρησή μου. Σήκωσα τους ώμους.

Επέστρεψα στο ποτήρι με την τεκίλα και τα δικά μου. Ο πάγος δημιουργούσε παράξενους ιριδισμούς. Έβλεπα να παίρνουν μορφή αλλόκοτες φιγούρες. Δαίμονες του παρελθόντος με κυνηγούσαν. Ένιωθα κουρασμένος.

«Συγγνώμη, έχετε φωτιά;» Η ερώτηση με αιφνιδίασε. Σήκωσα το κεφάλι και είδα ένα από τα κοριτσάκια της παρέας να με κοιτάζει χαμογελώντας. Αυτό ήταν σίγουρα έργο του Μάγου που τώρα είχε γυρισμένη την πλάτη και διάλεγε μπουκάλια με περίεργα ονόματα, για να αδειάσει το περιεχόμενό τους σε ένα σέικερ.

Η κοπελίτσα στο ένα χέρι κρατούσε τσιγάρο και κατά πάσα πιθανότητα φορούσε μπλε φακούς επαφής, που προς στιγμήν με αποσυντόνισαν. Ζύγισα λίγο τις πιθανότητες. Μπορεί τελικά και να μην ήταν ανήλικη. Ποτέ δεν μπορείς να καταλάβεις έτσι όπως βάφονται. Μερικές φορές είναι πολύ μικρότερες απ’ ό,τι φαίνονται. Γνώριζα ότι η επιχειρηματολογία μου ήταν αυτοαναιρούμενη, αλλά αποφάσισα να παίξω με τη φωτιά. Αναθεμάτισα που είχα ξεχάσει στο σπίτι το πλατύγυρο, ψάθινο καπέλο μου, καθώς μου έδινε κύρος.

«Φωτιά, ναι, φυσικά», απάντησα με άνεση. Έψαξα στις τσέπες μου. Ψηλάφισα μερικά κέρματα, κλειδιά, έναν συνδετήρα, ένα πλυμένο εισιτήριο λεωφορείου, ένα διπλωμένο απόκομμα εφημερίδας κι έναν λευκό αξιωματικό. Σίγουρα ο Μαγκάιβερ θα μπορούσε να φτιάξει με όλα αυτά έναν αναπτήρα, εγώ όμως όχι. (Αν εσείς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές δεν γνωρίζετε ποιος είναι ο Μαγκάιβερ, καλύτερα να επιστρέψετε το βιβλίο εκεί που το πήρατε.)

«Λυπάμαι», απολογήθηκα. «Πάντα κάπως εξαφανίζεται ο αναπτήρας τη χειρότερη στιγμή. Την άλλη φορά θέλαμε να κάψουμε ένα πευκόδασος στην Κυπαρισσία και μείναμε με τα στουπιά στο χέρι».

«Δεν πειράζει», απάντησε εκείνη χαμογελαστή. «Δώσε μου μισό λεπτό». Πετάχτηκε μέχρι την παρέα της και επέστρεψε με αναπτήρα. Αφού άναψε το τσιγάρο, με κοίταξε. «Είμαι η Λίζα», είπε πρόσχαρα. Πολύ πρόσχαρα.

«Γεια σου, Λίζα», απάντησα φέρνοντας το ποτήρι στο στόμα μου και πίνοντας έμπειρα μιάμιση γουλιά τεκίλα. «Εγώ είμαι ο Γιάννης».

«Χάρηκα, Γιάννη!»

«Ελπίζω να μην παρεξήγησες αυτό που είπα για τα στουπιά στην Κυπαρισσία. Ήταν ένα μικρό αστείο, ξέρεις. Μερικές φορές κάνω αυτό που λένε χιούμορ».

«Ναι, κατάλαβα. Μην ανησυχείς. Ο Μάγος μου ανέφερε ότι γράφεις και ότι πολλοί σε θεωρούν σπουδαίο συγγραφέα της γενιάς σου», είπε η Λίζα με θαυμασμό στη φωνή της.

Ζύγισα λίγο ακόμα την κατάσταση. Αν και οι περισσότεροι που με θεωρούσαν σπουδαίο συγγραφέα είχαν το ίδιο επώνυμο με εμένα ή ήταν ο Μάγος, έκρινα ότι εδώ με έπαιρνε να το τραβήξω λίγο. «Πάντα υπερβολικός ο καλός φίλος Μάγος. Ας πούμε ότι ανάμεσα σε πολλή σαβούρα έχω γράψει στον καιρό μου και κάνα δυο πράγματα για τα οποία είμαι περήφανος και η κριτική τούς φέρθηκε με καλό τρόπο». Τη συγκεκριμένη φράση την έχω προβάρει αρκετές φορές. Στο ηλικιακό γκρουπ της Λίζας έχει απήχηση που αγγίζει το 92%.

«Και τι γράφεις;» ρώτησε με υπερβολικό ενδιαφέρον η Λίζα.

Συνοφρυώθηκα. Η απάντηση θα μπορούσε να ξεκινάει από πολιτικοποιημένη ποίηση και να καταλήγει στο προγνωστικά για το στοίχημα σε τοπικές εφημερίδες. Αλλά είναι δεδομένο ότι όλοι οι ποιητές πεθαίνουν στην ψάθα και ότι η Τζουγκάρντεν δεν σταυρώνει νίκη με τίποτα. Αποφάσισα να παίξω στα σίγουρα

«Αχ, καλή μου Λίζα, δεν έχει σημασία τι γράφω. Σημασία έχει αν τα μάτια που το διαβάζουν είναι μπολιασμένα με τις εικόνες που γεννούν οι λέξεις μου. Πουλιά αποδημητικά οι στίχοι κι ο ποιητής μοναχικό σκιάχτρο σ’ ένα στέρφο λιβάδι, όπως είχε πει κάποτε και ο στοχαστής Πάμπλο Γκαρσία Μάρκες ακριβώς πριν πεθάνει».

Τα μάτια της Λίζας άνοιξαν διάπλατα. Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε.

4- Αρχή διατήρησης φραπέ

Εκείνο το βράδυ οι περιστάσεις δεν μου επέτρεψαν να συζητήσω με τον Μάγο. Μετά από μερικές τεκίλες ακόμα και αθώα κουβεντούλα με τη Λίζα, επέστρεψα σπίτι και ξανάπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα, έχοντας την παράλογη πεποίθηση ότι ίσως το τσαλάκωμα αλληλοεξουδετερώνεται. Το επόμενο μεσημέρι πήρα διπλό πρωινό από έναν παρακείμενο φούρνο και σχημάτισα τον αριθμό του Μάγου. Το σήκωσε μετά το δέκατο πέμπτο κουδούνισμα και άκουσα τη φωνή του να αναρριχιέται από ακατονόμαστα βάθη. «Αγεεκρομφιιιμφρεοαμδκδλ», μούγκρισε περίπου.

Του είπα ότι έπρεπε επειγόντως να συναντηθούμε. Χρησιμοποίησα φράσεις από το ρεπορτόριο του Χάκερ, περί ζητημάτων ζωής και θανάτου. Δώσαμε σε τρεις ώρες ραντεβού στο στέκι μας, το καφέ Κάρμα. Του είπα ότι θα τον ξαναπάρω σε δύο ώρες να τον ξυπνήσω πάλι. Αποκρίθηκε με έναν λαρυγγισμό και το έκλεισε. Πιθανότατα ενέταξε το τηλεφώνημά μου σε κάποιο όνειρο.

Όση ώρα είχα στη διάθεσή μου, την αφιέρωσα σε έρευνα στο ίντερνετ. Βγήκα στο μπαλκόνι. Οι κουρτίνες της φοιτήτριας απέναντι σφαλιστές· επικεντρώθηκα στη δουλειά. Τα λόγια του Χάκερ περί χρημάτων και οικονομικού συστήματος στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Πάτησα μερικά πλήκτρα. Άνοιξα καρτέλες στον Chrome. Βρισκόμασταν μπροστά σε μεγάλα γεγονότα. Αν όλα ήταν όπως τα είχε περιγράψει ο Χάκερ, οι πράξεις μας θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον ρου της ιστορίας. Πάτησα κι άλλα πλήκτρα. Έκανα κλικ με το ποντίκι. Η αλήθεια κρύβεται στις πιο σκοτεινές σκιές, είχε πει ο Χάκερ. Πόση σοφία έκρυβαν τούτα τα λόγια! Έκανα ελαχιστοποίηση σε μερικά παράθυρα. Εισήγαγα λέξεις κλειδιά σε μηχανές αναζήτησης και έκανα log in όπου μου ζητήθηκε. Τελικά το πρόσωπό μου έλαμψε. Η έρευνά μου είχε αποδώσει καρπούς. Βρισκόμουν μπροστά στη σελίδα που έψαχνα.

Ναι, ρε φίλε, η Λίζα είχε facebook! Συνήθως όσοι συχνάζουν στο μπαράκι όπου δουλεύει ο Μάγος είναι ακροαριστεροί σινεφίλ που δεν ενδιαφέρονται για την κοινωνική δικτύωση, αλλά η τύχη είχε αποφασίσει να μου χαμογελάσει. Έστειλα ένα αίτημα φιλίας στη Λίζα, μαζί με μία άνω-κάτω τελεία, ακολουθούμενη από το κλείσιμο μιας παρένθεσης. Έσβησα το λάπτοπ με ύφος χιλίων καρδιναλίων.

Τεντώθηκα στην καρέκλα. Άκουσα τα κόκαλά μου να τρίζουν. Έφαγα λίγο ακόμα πρωινό για επιδόρπιο και κατέβηκα να περπατήσω προς το κέντρο της πόλης. Καθώς ο Δεκαπενταύγουστος πλησίαζε, η κίνηση αραίωνε και η ζέστη πύκνωνε. Για 1,9 δευτερόλεπτα με προβλημάτισε το global warming. Μετά η προσοχή μου στράφηκε στο κινητό όπου τσέκαρα αν είχα κάποιο νέο από τα εκκρεμή αιτήματα φι­λίας που είχα κάνει. Νωρίς είναι ακόμα, Γιάννη. Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.

Φτάνοντας στο Κάρμα, γράπωσα την πρώτη τοπική εφημερίδα που βρήκα για να ρίξω μια ματιά στα νέα της ημέρας. Δεν χρειαζόταν καν να παραγγείλω. Με ήξεραν όλοι· σύχναζα σε εκείνο το καφέ, ήμουν γνωστός. Άνοιξα κατευθείαν τις τελευταίες σελίδες για να διαβάσω τα νέα των μεταγραφών. Μαροκινοί ποδοσφαιριστές με γαλλικά διαβατήρια, Αργεντίνοι, Σέρβοι. Δοκιμάζεται κι ένας Κονγκολέζος που είχε διατελέσει αρχηγός της εθνικής εφήβων. Αύξηση στα διαρκείας γιατί έχει αυξηθεί ο ΦΠΑ. Ο πρόεδρος είπε ότι φέτος πάμε σίγουρα για άνοδο. Αμήν, μπας και δούμε άσπρη μέρα με τον Κονγκολέζο. Γέλασα από μέσα μου με το ευφυές αστείο μου.

«Καλησπέρα, τι θα πάρετε;» Η φωνή ανήκε στη σερβιτόρα που στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου. Ύψωσα το βλέμμα μου. Κοιταχτήκαμε. Μεσολάβησε μια μικρή, αμήχανη σιωπή.

«Ε, έναν φραπέ», είπα τελικά.

Εκείνη συνέχιζε να με κοιτάζει, μάλλον εκνευρισμένη. «Ναι, και τι φραπέ;»

«Εεε, Σκέτο. Φραπέ σκέτο».

Η κοπέλα έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε. Μα πώς δεν με θυμόταν; Αφού συχνάζω εδώ, σχεδόν κάθε μέρα έρχομαι. Θα είναι καινούρια, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Γύρισα αντίστροφα μερικές σελίδες της εφημερίδας για να προσπεράσω τα φαρμακεία και να φτάσω στα κοσμικά. Μερικά πάρτι σε πισίνες, φωτογραφίες από τοπικά club, ο DJ John Pappas, ένας γάμος της χρονιάς. Επέστρεψα στα αθλητικά προσπερνώντας για δεύτερη φορά τα φαρμακεία. Πώς είπαμε έλεγαν τον Κονγκολέζο;

Τότε η διπλανή μου καρέκλα μετακινήθηκε. Ο Μάγος μόλις είχε φτάσει φορώντας σορτσάκι και μια φθαρμένη μπλούζα με τον Τζιμ Μόρισον. Χαιρέτησε από μακριά τη σερβιτόρα, που ανταποκρίθηκε χαμογελαστή. Σε ένα λεπτό έφτασε ο φραπές μου μέτριος και κακοχτυπημένος, και μαζί του ένας φρέντο. Πάνω στο αφρόγαλα του φρέντο επέπλεε ένα γατάκι φτιαγμένο από κανέλα. Η σερβιτόρα χαμογέλασε ξανά με νάζι στον Μάγο. Έφυγε.

«Έρχεται καμιά φορά στο παρηκμασμένο ροκάδικο και την κερνάω σφηνάκια. Καλό κορίτσι. Φοιτήτρια στο ΦΠΨ και δικιά μας», διευκρίνισε ο Μάγος κάνοντας μια έμμεση αναφορά στα πολιτικά της φρονήματα.

«Κοιμήθηκες, εντάξει;» ρώτησα ρητορικά.

Ο Μάγος τεντώθηκε και ήπιε μια μεγάλη ρουφηξιά καφέ διαμελίζοντας το κανελί γατάκι. «Όχι και τόσο. Κάποια στιγμή είδα σε όνειρο ότι μιλούσα μαζί σου και αναλύαμε το μανιφέστο του Μπακούνιν».

Δεν το σχολίασα γιατί μπορεί να έδινα αφορμή στον Μάγο να μου βάλει κάνα πρόχειρο διαγώνισμα για τον υπαρξιακό μαρξισμό και δεν ήμουν καθόλου σε φάση. Ευτυχώς το μάτι του έπεσε στην τοπική εφημερίδα. «Σημερινή είναι; Λέει τίποτα σοβαρό; Πήραμε κάναν παίχτη;»

Του την παρέδωσα. «Μπα, όχι σπουδαία πράγματα. Έρχεται την άλλη εβδομάδα ένας Αργεντίνος. Πέρυσι έβαλε πέντε γκολ στη Β΄ Ιταλίας που ήταν δανεικός. Και δοκιμάζεται κι ένας Κονγκολέζος. Λένε, είναι γρήγορος σαν πούμα».

Ο Μάγος κούνησε το κεφάλι του ξεφυλλίζοντας κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν τα κοσμικά. Δεν είχε εντυπωσιαστεί με τα πέντε γκολ στη Β΄ Ιταλίας. Και –μεταξύ μας– δεν θα ’πρεπε. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα του από ένα εκτενές άρθρο που έφερνε τη δημοτική αρχή προ των ευθυνών της για έναν χαλασμένο φωτεινό σηματοδότη.

«Ρε Γιάννη, τι έγινε; Χθες βράδυ έφτασες φουριόζος ότι πρέπει να μου μιλήσεις και ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αλλά μετά όταν ήρθε η Λίζα, τα ξέχασες όλα. Ωραία η Λίζα, ε; Και πρωτοετής στο Χημικό», συμπλήρωσε κλείνοντας το μάτι.

«Άσ’ τη Λίζα για άλλη ώρα, δεν είναι σημαντικό. Έχουμε να μιλήσουμε για άλλα. Τα γεγονότα τρέχουν».

«Για πες».

«Χθες –ή μάλλον προχθές– στις τρεις το πρωί με πήρε τηλέφωνο ο Χάκερ. Είχαμε πολύ καιρό να μιλήσουμε, νόμιζα ότι εξέτιε πάλι. Είπε ότι έπρεπε να μιλήσουμε για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Τον συνάντησα και πήγαμε στην ιχθυόσκαλα…»

«Γιατί στην ιχθυόσκαλα;» με διέκοψε ο Μάγος. Μία εύλογη απορία.

«Μη με διακόπτεις. Θα καταλάβεις. Άκου. Ο Χάκερ είπε ότι είχε μάθει πολλά για κάτι που δεν έπρεπε. Έσπασε κάτι κωδικούς. Πέρασε κάτι firewall. Υπέκλεψε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ξεγέλασε κρυπτογραφήσεις. Και φοβόταν ότι μετά από αυτό κινδυνεύει. Ότι κάποιοι αργά η γρήγορα θα προσπαθήσουν να του κλείσουν το στόμα».

Προσπάθησα να βάλω δραματικό τόνο στη φωνή μου, για να πείσω τον Μάγο να με βοηθήσει. Τον χρειαζόμουν σε αυτό, δεν μπορούσα να το κάνω μόνος. Μαζί ήμαστε ομάδα. Τα σεμινάρια υποκριτικής και πάλι έβγαζαν τα λεφτά τους, ο Μάγος έδειχνε ν’ ανησυχεί.

«Τι λες τώρα; Ποιοι θα του κλείσουν το στόμα; Μήπως είναι σαν την άλλη φορά που τον κυνηγούσαν οι Γεωργιανοί;»

«Όχι, ρε Μάγε. Τότε ήταν αλλιώς. Χρωστούσε στον Ντεμίτρι. Τώρα πια είναι καθαρός από άλογα. Κάτι όμως τον είχε πανικοβάλει, ρε συ Μάγε. Έτρεμε σαν ψάρι έξω απ’ τα νερά του». Οι δύο παρομοιώσεις που είχα ενώσει δεν έβγαζαν νόημα αλλά σκέφτηκα ότι ίσως δικαιολογούσαν το κομμάτι «ιχθυόσκαλα».

«Κι εμείς τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε ταραγμένος ο Μάγος, ή έτσι έμοιαζε.

Ανακάτεψα αργά με το καλαμάκι τον φραπέ. Τα παγάκια κροτάλισαν καθώς άλλαζαν απρόθυμα θέση. Βυθίστηκα στη σιωπή μου. Αλήθεια, τι έπρεπε να κάνουμε, Θεοί;

ΥΓ: Αν σας ενδιαφέρει να ξεκινήσετε μια επανάσταση, ίσως έχει έρθει η ώρα να διαβάσετε τα Ουγγρικά Ψάρια.

One Comment

  1. Pingback: ✔ Γιάννης Πλιώτας: «Όταν τελειώσεις ένα -οποιοδήποτε- βιβλίο δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που το είχε ξεκινήσει» – (((ARTgr Radio)))

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *