Από μια ειρωνεία της τύχης, το μυθιστόρημα το οποίο η Λουίζα Μέι Άλκοτ δεν ήθελε να γράψει ήταν εκείνο που επρόκειτο να της χαρίσει χρήματα και φήμη. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η Άλκοτ δεν ήθελε να γράψει τις Μικρές Κυρίες, ότι η ιδέα ήταν ενός εκδότη, που της πρότεινε να γράψει «ένα βιβλίο για κορίτσια», ότι η ίδια αρχικά αρνήθηκε λέγοντας ότι «της άρεσαν μόνο τα αγόρια» και ότι τελικά το έγραψε επειδή η οικογένειά της αντιμετώπιζε πολύ σοβαρό οικονομικό πρόβλημα.
Και ναι μεν το βιβλίο γράφτηκε επιδέξια, με τρόπο ώστε να μπορεί πράγματι να αποτελέσει εμπορική επιτυχία, την ίδια όμως στιγμή το διατρέχει, από την αρχή ως το τέλος, το ανεξάρτητο πνεύμα μιας αμετανόητης φεμινίστριας, που μπορούσε να προσαρμοστεί σε μια αναγκαιότητα, αλλά όχι και να συμβιβαστεί στις κοινωνικές επιταγές των καιρών της όσον αφορά τον ρόλο της γυναίκας και την ανατροφή των κοριτσιών.
Ας πλησιάσουμε λοιπόν τις τέσσερις κεντρικές ηρωίδες του βιβλίου. Στο Little Women (Μικρές Κυρίες) τις είχαμε γνωρίσει ως τέσσερα κορίτσια από τα οποία το μεγαλύτερο ήταν σχεδόν δεκαεπτά ετών και το μικρότερο δώδεκα. Καθώς η οικογένεια δεν ήταν εύπορη, τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια ήδη εργάζονταν: η Μεγκ ως παιδαγωγός και η Τζο ως συνοδός της ηλικιωμένης, δύστροπης, αλλά κατά βάθος μάλλον καλόκαρδης θείας της. Με τα χρήματα τα οποία κέρδιζαν βοηθούσαν την οικογένειά τους και είχαν και οι ίδιες μια στοιχειώδη οικονομική ανεξαρτησία, για την οποία φαίνονταν πολύ περήφανες. Σύντομα μάλιστα η Τζο άρχισε να δημοσιεύει διηγήματά της σε μια εφημερίδα, κάτι που θυμίζει το νεανικό ξεκίνημα της ίδιας της Λουίζας Μέι. Η μικρότερη, η Έιμι, πήγαινε στο σχολείο και η τρίτη κατά σειρά ηλικίας, η Μπεθ, ήταν η μόνη που έμενε στο σπίτι, αρχικά εξαιτίας της υπερβολικής συστολής της και στη συνέχεια εξαιτίας της κλονισμένης υγείας της – αλλά και στο σπίτι την είδαμε να μελετά τα μαθήματα που θα διδασκόταν αν πήγαινε στο σχολείο.
Τα κορίτσια δεν καταπιάνονταν με τις λεγόμενες «γυναικείες ενασχολήσεις» των καιρών τους –όπως το ράψιμο και το πλέξιμο–, παρά μόνο το βράδυ και μόνο για να εξυπηρετούν διάφορες ανάγκες της καθημερινής τους ζωής. Ο ελεύθερος χρόνος τους όμως ήταν αφιερωμένος στα φιλολογικά και τα καλλιτεχνικά τους ενδιαφέροντα∙ η Τζο καταβρόχθιζε μήλα και βιβλία στη σοφίτα της, η Έιμι ζωγράφιζε φιλοδοξώντας να εξελιχθεί σε μια επιτυχημένη καλλιτέχνιδα και η Μπεθ είχε ταλέντο στο πιάνο. Η Μεγκ, η μεγαλύτερη, είχε εκδηλώσει κάποιο ενδιαφέρον για την κοσμική ζωή, αλλά μάλλον η συγγραφέας πήρε αφορμή από αυτή την τάση της ηρωίδας της ώστε να κατακρίνει την αλαζονεία και τη ματαιο δοξία των κοσμικών κύκλων.
Καθεμιά από τις τέσσερις κεντρικές ηρωίδες του βιβλίου έχει τη δική της προσωπικότητα, ήδη διαμορφωμένη από την αρχή του πρώτου βιβλίου, και μάλιστα έντονη∙ η συγγραφέας δίνει έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στις διαφορές ανάμεσα στους τέσσερις χαρακτήρες, ενώ το μοναδικό στοιχείο που διαφαίνεται κοινό σε όλους είναι ένα ισχυρό αίσθημα αγάπης και μέριμνας για τους ανθρώπους που υποφέρουν.
Όσο για τη μητέρα τους, την κυρία Μαρτς, με τον ευγενικό –σχεδόν εξωπραγματικό και εξιδανικευμένο– χαρακτήρα, που είναι όμως επίσης μια γυναίκα η οποία εργάζεται σκληρά, δίνει στις θυγατέρες της μια ομολογουμένως ασυνήθιστη συμβουλή για εκείνους τους καιρούς: τους δηλώνει κατηγορηματικά πως είναι προτιμότερο να μείνουν ανύπαντρες παρά να χάσουν την αξιοπρέπειά τους κάνοντας έναν γάμο για το χρήμα ή την κοινωνική άνοδο.
Και πράγματι, οι κόρες της ακολουθούν τη συμβουλή της, καθώς οι γάμοι που θα κάνουν είναι από έρωτα. Με τρόπο τρυφερό, κάποτε χιουμοριστικό, αλλά με αρκετή δόση κοινωνικού ρεαλισμού και χωρίς ποτέ να λησμονεί τις φεμινιστικές της απόψεις, η συγγραφέας μάς δίνει τα χρονικά αυτών των ερώτων στο βιβλίο Οι Μικρές Κυρίες παντρεύονται, που έγραψε ως συνέχεια των Μικρών Κυριών. Αγωνίες και τρυφερές μέριμνες, σκιρτήματα της καρδιάς, πόθοι ανεξαρτησίας, μικρές ανατροπές, μεγάλες χαρές και μεγάλες λύπες, άλλοτε δανεισμένες από τη ζωή της συγγραφέως και άλλοτε πάλι γεννημένες από τη φαντασία της. Γελάμε λίγο με την παντρεμένη Μεγκ, ξαφνιαζόμαστε ίσως με τον γάμο της Έιμι, γνωρίζουμε πως η ιστορία της Μπεθ είναι φόρος τιμής στην ιστορία της Ελίζαμπεθ Άλκοτ, αδελφής της Λουίζας Μέι, αλλά η ηρωίδα της οποίας γνωρίζουμε περισσότερο την εσωτερική ζωή είναι η Τζο Μαρτς.
Από τα τέσσερα κορίτσια, τη Μεγκ, την Τζο, την Μπεθ και την Έιμι (κατά φθίνουσα σειρά ηλικίας), εύκολα διακρίνουμε μια ταύτιση της συγγραφέως με την Τζο, την πιο ατίθαση, το «αγοροκόριτσο», που εύχεται να είχε γεννηθεί αγόρι, ώστε να μην είναι αναγκασμένη να υφίσταται την καταπίεση που ο αιώνας της επιφύλασσε στις γυναίκες, την Τζο που, όπως και η Λουίζα Μέι, από πολύ νεαρή ηλικία αγαπά το διάβασμα αλλά και τη συγγραφή, που αγαπά να παίρνει μέρος σε θεατρικά έργα (όπως και η Λουίζα Μέι Άλκοτ ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός), που λαχταρά να γίνει στήριγμα για την οικογένειά της, που διατηρεί πάντα στην καρδιά της την ατίθαση τρυφερότητα των παιδικών της χρόνων.
Το πέρασμα από τα παιδικά χρόνια στην εφηβεία μπορεί να είναι οδυνηρό, όπως και η μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση∙ αυτό είναι ένα ακόμη θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο. Η μετάβαση στην ενηλικίωση έχει σε όλους τους καιρούς και παντού μια γεύση γλυκιά και πικρή συγχρόνως. Γι’ αυτό και τα βιβλία Μικρές Κυρίες και Οι Μικρές Κυρίες παντρεύονται παραμένουν δημοφιλή διαχρονικά και δεν χάνουν τη γοητεία τους. Μαζί με μια τρυφερή νοσταλγία για αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, αποτελούν πάντοτε και μια κατάφαση στην ανεξαρτησία και την αυτοδυναμία της γυναίκας κατ’ αρχάς – αλλά κατ’ επέκταση και του ανθρώπου γενικότερα, του πολύ νέου ανθρώπου, που έρχεται στην ενηλικίωση χωρίς διάθεση συμβιβασμού αλλά και χωρίς αυταπάτες: το μέλλον ίσως και να μην είναι πάντα ρόδινο, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση γεμάτο ανοιχτές δυνατότητες και υποσχέσεις.
Η Λουίζα Μέι Άλκοτ
Η Λουίζα Μέι Άλκοτ γεννήθηκε στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ το 1832. Από τα παιδικά της ήδη χρόνια υπήρξε μανιώδης αναγνώστρια και από πολύ νωρίς άρχισε να γράφει, αρχικά παραμύθια, διηγήματα και ποιήματα, για να περάσει αργότερα στο μυθιστόρημα. Ο πατέρας της, λόγιος και ο ίδιος και εκπαιδευτικός, συναναστρεφόταν πνευματικούς ανθρώπους των καιρών του, μεταξύ των οποίων ήταν ο Έμερσον, ο Χόθορν, ο Θόρο και πολλοί άλλοι, κάτι που άσκησε καθοριστική επίδραση και στην ίδια τη συγγραφέα.
Επέλεξε να μείνει ανύπαντρη, καθώς, ως ένθερμη φεμινίστρια, δεν θέλησε να θυσιάσει την ανεξαρτησία της και τα προσωπικά της όνειρα στις απαιτήσεις ενός γάμου. Υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, υπηρέτησε εθελοντικά ως νοσοκόμα στον στρατό των Βορείων όταν ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Μολύνθηκε όμως από τυφοειδή πυρετό και στο πλαίσιο της θεραπείας τής χορηγήθηκε υδράργυρος, όπως συνηθιζόταν εκείνον τον καιρό, με αποτέλεσμα να πάθει δηλητηρίαση, από τις συνέπειες της οποίας υπέφερε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Πέθανε στις 6 Μαρτίου του 1888, δύο μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα της.
Λουίζα Μέι Άλκοτ
Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε όταν ήταν 22 ετών και είχε τίτλο: Flower Fables (Παραμύθια λουλουδιών). Έγραψε πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων: The Inheritance (Η κληρονομιά), Behind a mask (Πίσω από μια μάσκα), Little Men (Μικροί Κύριοι), An OldFashioned Girl (Ένα ρομαντικό κορίτσι), The Mysterious Key and What It Opened (Το μυστηριώδες κλειδί και τι ακριβώς άνοιγε), A Modern Mephistopheles (Ένας σύγχρονος Μεφιστοφελής) και φυσικά οι Μικρές Κυρίες (Little Women, 1868), ενώ έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος με τίτλο Good Wives (γνωστό στα ελληνικά με τον τίτλο Οι Μικρές Κυρίες παντρεύονται). Και στον πρώτο και στον δεύτερο τόμο υπάρχει έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο της συγγραφέως.
Ανακαλύψτε τα βιβλία!
Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *