Ξέρατε γιατί το κουράζω βγήκε από το κουρεύω; Ένα μαγικό ταξίδι στην ελληνική γλώσσα

Ξέρατε γιατί το κουράζω βγήκε από το κουρεύω; Ένα μαγικό ταξίδι στην ελληνική γλώσσα

Τι σχέση έχει ο κουρεμένος με τον κουρασμένο; Τι σχέση έχει το κοπάδι με το κόψιμο;

Πάμε να μιλήσουμε για κάποια ρήματα που έχουν τη βασική σημασία του κόβω.

Από το κόβω έχουμε το κόμμα και το κομμάτι. Το μέρος δηλαδή αυτού που κόψαμε. Εξού στην πολιτική το κόμμα είναι η μια παράταξη, το μέρος του συνόλου των πολιτικών ιδεολογιών. Έχουμε την κοπή, το κόψιμο δηλαδή, το κοπίδι αλλά και την κόψη, τη λάμα που κόβει. «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή», λέει ο εθνικός μας ύμνος, που οι μισοί μπερδεύουν την όψη με την κόψη.

Έχουμε επίσης τους κοπτήρες ή τομείς, το καθένα από τα τέσσερα άνω και κάτω μπροστινά δόντια της οδοντοστοιχίας, αφού κόβουν ή τέμνουν την τροφή.

Από το κόβω και ο κοφτερός αλλά και η κοψιά, δηλαδή η εξωτερική εμφάνιση. Δεν είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η λέξη; Είναι σαν η εμφάνισή μας να είναι το αποτέλεσμα ενός γλύπτη που πελεκάει και κόβει κατά βούληση. Αυτός που κόβει λέγεται κόπος, εξού έχουμε τον ξυλοκόπο, αλλά και μεταφορικά τον λογοκόπο, που κόβει και ράβει τα λόγια, υπόσχεται πολλά και τελικά δεν κάνει τίποτα. Οποιαδήποτε σχέση με τους εκάστοτε πολιτικούς είναι εντελώς συμπτωματική. Από κει βγήκε και η χρεοκοπία, δηλαδή η διαγραφή, η απαλοιφή χρεών χωρίς να έχει προηγηθεί η πληρωμή τους. Όταν δηλαδή κόβεις τα χρέη, αφού δεν έχεις να τα πληρώσεις.

Ένα αγαπημένο ρήμα που δείχνει το όψιμο ενδιαφέρον κάποιου, ενώ πριν δεν έδινε δεκάρα τσακιστή, είναι το κόπτομαι. Εδώ το κρατήσαμε το -πτ-, ε; Είναι πιο λόγιο, βλέπετε. Κόπτομαι σημαίνει ενδιαφέρομαι υπερβολικά για κάτι και το υπερασπίζομαι με πάθος. Π.χ. «Τώρα μου κόπτεσαι για να δεις τι κάνω. Όταν είχα Covid και είχε λήξει η συνδρομή του Netflix, πού ήσουν να μου συμπαρασταθείς;». Επίσης, μην ξεχνάτε ότι λέμε «Κι εσένα τι σε κόφτει;». Με όσο περισσότερη ειρωνεία το πείτε, τόσο πιο αποτελεσματικό. Αν έχετε δίκιο, βέβαια.

Από την έννοια του κόπτομαι, δηλαδή κόβω κομμάτια μου, χτυπιέμαι, βγήκαν φοβερές λέξεις. Πρώτες και καλύτερες ο κόπος και το κοπιάζω. Ο κόπος είναι η κούραση αφότου έχεις δεχθεί χτυπήματα. Θα μου πείτε: Τι σχέση έχει το κόβω με το χτυπώ; Για σκεφτείτε όμως: Πολλές φορές κόβουμε κάτι με απότομες κινήσεις, σαν χτυπήματα. Εξού λέμε πετσοκόβω. Γενικά, κι αυτό βάλτε το καλά στο μυαλό σας, η αρχική σημασία του κόπτω έχει και το χτυπώ μέσα. Ο κόπος λοιπόν είναι η κούραση.

 Κι αν χτυπιέσαι και θρηνείς από το πένθος, αυτό λέγεται κοπετός. Είναι ο γοερός θρήνος, που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς του στήθους. Συναφής με τον κοπετό ο κομμός, το θρηνητικό άσμα του αρχαίου δράματος.

Αλλά κομμός είναι επίσης και η ρίζα των λέξεων κόμμωση και κομμωτήριο. Όχι, δεν είναι επειδή κλαις και οδύρεσαι αν η κομμώτρια σου κάψει το μαλλί ή σ’ το τσουρομαδήσει. Είναι από την έννοια του κόβω τα μαλλιά. Τόσο απλό!

Συνεχίζουμε με το κοτσάνι, τον μίσχο δηλαδή ενός φυτού. Αρχικά ήταν κοψάνι, αφού το κόβουμε. Ξέρετε ποιος βγαίνει από το κοτσάνι; Ο κοτσονάτος. Ο κοτσονάτος είναι αυτός που δεν του έχει πειραχτεί ο κορμός του, δεν έχει καμπουριάσει, αλλά διατηρεί ένα ευθυτενές παράστημα. Όπως εγώ όταν δεν καμπουριάζω μπροστά στον υπολογιστή, ένα πράμα. Αν δουλεύεις πολύ, όχι μόνο κοπιάζεις, αλλά μπορείς και να κοψομεσιαστείς και να περπατάς σαν το αγγλικό γράμμα C. Και να πονάς σαν να σε κοπάναγαν με έναν κόπανο, ένα ξύλινο εργαλείο σαν γουδοχέρι για να χτυπάς πράγματα, από τα ρούχα στο πλύσιμο μέχρι το έδαφος για να το ισοπεδώσεις. Όπως βλέπετε, δεν σας πουλάω αέρα κοπανιστό, αλλά σας τα εξηγώ όλα.

Λίγη ιστορία τώρα:

Μια κλασική τιμωρία, κυρίως στο Βυζάντιο, ήταν να κόβουν μέλη του σώματος. Εξού έχουμε πολλά επίθετα που ξεκινούν με κοψο- ή κουτσο-, μιας και το κουτσός επίσης βγαίνει από το κοπτός, δηλαδή αυτός που τα πόδια του δεν έχουν το κανονικό μέγεθος. Λέμε Κουτσομύτης, Κοψαχείλης, Κουτσοχέρας, Κοψαύτης, Κοψονούρης, Κουτσοπόδης κ.λπ., ανάλογα με το κομμένο μέλος του καθενός. Ακόμα και αυτοκράτορες δεν είχαν γλιτώσει από αυτή τη μοίρα, όπως ο Ιουστινιανός Β’ ο Ρινότμητος, δηλαδή αυτός που του έτμησαν τη ρίνα, τη μύτη του, κι ο οποίος ήταν αναγκασμένος να φοράει μια χρυσή μύτη για να μη φαίνεται η άδεια πλέον κοιλότητα. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα λέμε «Θα σου κόψω τα πόδια!» ή «Να μου κοπούν τα χέρια αν πω τίποτα…».

Οι παππούδες μου, που λέτε, ήταν βοσκοί. Κι ο ένας κι ο άλλος. Κι είχαν κοπάδι, δηλαδή το κομμάτι του ποιμνίου, αυτό που έχει αποκοπεί από τα άλλα πρόβατα. Ωραίο πράγμα η βουκολική ζωή.

Εδώ που είμαι τώρα και γράφω είναι ψηλά στο βουνό και φυσάει. Και φοράω και μπουφανάκι και δεν λέει το άτιμο να κοπάσει. Να κοπάσει λέω, από το ρήμα κόπτω κι αυτό. Να κόψει, που λέμε αλλιώς. Όπως κόβει και η μπεσαμέλ. Αυτό το κόβω, αν το σκεφτείτε, έχει πάρα πολλούς ιδιωματισμούς. Αλλά αυτούς τους ξέρετε, οπότε πάω στα παράγωγα.

Ξεκινάμε με το ανακόπτω και την ανακοπή. Το ανά δεν σημαίνει μόνο άνω, πάνω, αλλά και πίσω. Οπότε ανακόπτω την πορεία σημαίνει την κόβω και τη γυρίζω προς τα πίσω. Το αποκόπτω πάλι είναι το κόβω ένα κομμάτι από ένα μεγαλύτερο, γι’ αυτό έχουμε τα αποκόμματα των περιοδικών. Τότε που δεν είχαμε ίντερνετ, κόβαμε τα αποκόμματα και κάναμε άλμπουμ με αυτά που μας ενδιέφεραν. Τώρα τα σώζεις όλα στον υπολογιστή. Πάει, χάλασε ο κόσμος. Μη με ακούτε! Σαν το copy paste δεν έχει!

Το διακόπτω έχει την έννοια του δια, του ενδιάμεσα. Σε διακόπτω, μπαίνω ενδιάμεσα σε σένα και σε κάτι ή κάποιον και κόβω την επαφή σας. Μεγάλο σπάσιμο θα πω εγώ, ειδικά αν ο διακόφτης δεν ζητάει και συγγνώμη. Αλλά έχουμε και τις διακοπές, κι αυτές είναι καλές! Είναι η ευχάριστη διακοπή από την καθημερινότητα, σε αντίθεση με τις διακοπές του ρεύματος, όπου νιώθεις μια αύρα Μεσαίωνα να σε χαϊδεύει στον ώμο.

Το περικόπτω πάλι σημαίνει κόβω γύρω γύρω, εξού οι αρχαίοι το χρησιμοποιούσαν για να πουν ότι ξελεπιάζαν ένα ψάρι! Εκτός όμως από λέπια, έχουμε και τις Ευαγγελικές Περικοπές, δηλαδή αποσπάσματα που έχουν «κοπεί» από τα Ευαγγέλια ως ιστοριούλες. Και τέλος, σε πολλά μέρη ακόμα λέμε ότι κάποιος πάει περικοπά, όταν κόβει δρόμο δηλαδή.

Επίσης, ωραία λέξη είναι το πρόσκομμα, από το προσκόπτω, και σημαίνει το εμπόδιο, μιας και προσκόπτω σήμαινε χτυπώ επάνω σε κάποιον, συγκρούομαι.

Βασικά, κακά τα ψέματα, ένα είναι το θεϊκό παράγωγο του κόβω: το προκόβω. Και αυτό γιατί έχει πολύ ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με το αρχικό κόβω ή χτυπώ. Αλλά δείτε: προκόπτω, δηλαδή χτυπώ προς τα μπρος, οπότε προχωρώ προς τα μπρος, οπότε προοδεύω. Ενδιαφέρον δεν είναι; Κι όπως λέει η φράση: «Επρόκοψεν η νύφη μας το βράδυ του Σαββάτου», δηλαδή για αυτόν που, ενώ όλο τον καιρό δεν κούναγε το μικρό του δαχτυλάκι, την τελευταία στιγμή τον έπιασε η προκοπή να κάνει κάτι. Λατρεύω τις δημώδεις φράσεις γιατί κρύβουν τόση σοφία. Κι επίσης, η συγκεκριμένη όψιμη προκοπή, που δεν είναι και πάντα ειλικρινής, οδήγησε στην έννοια του προκομμένου όχι μόνο ως επιτυχημένος και εργατικός, αλλά και ως το ακριβώς αντίθετο: αχαΐρευτος. Π.χ. «Μπα, ο προκομμένος ο γιος σου θυμήθηκε ότι έχει και σπίτι;». Γλυκές κουβέντες που ακούγονται σε κάθε ελληνική οικογένεια.

Και θα μου πείτε το κόπτω το ξέρουμε. Αλλά το κείρω το ξέρετε;

Λίγο δύσκολο για πολλούς από σας, γιατί απλούστατα δεν το χρησιμοποιούμε πια. Όμως… Υπάρχει ένα όμως… Το κείρω, που σημαίνει κι αυτό κόβω, έχει τόσα μα τόσα παράγωγα, που θα τρελαθείτε και θα πάτε να γίνετε ερημίτες στα Τζουμέρκα. Εντάξει, ίσως υπερβάλλω για τον ενθουσιασμό που θα σας προκαλέσει το κείρω, αλλά και πάλι, ετοιμαστείτε για πολλές εκπλήξεις.

Το κείρω λοιπόν σημαίνει, κόβω, κουρεύω. Κουρεύω! Να η πρώτη βασική λέξη, που μάλιστα έχει και ίδια σύμφωνα, κάπα και ρο. Η κουρά είναι το κόψιμο των μαλλιών, αν και πλέον χρησιμοποιείται κυρίως για πρόβατα αλλά και… μοναχούς, όταν μπαίνουν στο μοναχικό σχήμα και κόβουν τα μαλλιά τους.

Μάλιστα, οι αρχαίοι έλεγαν εύκουρο αυτόν που είχε ωραίο κούρεμα, ενώ πώς λέμε πια αυτόν που έχει άθλιο κούρεμα; «Είσαι σαν κουρεμένο γίδι». Και με μια λέξη κουρόγιδο. Κουρόγιδο! Με ποια λέξη μοιάζει; Ναι, ναι, με το κορόιδο. Το κορόιδο είναι βασικά αυτός που τον κοροϊδεύουν επειδή έχει κουρευτεί χάλια. Από το κείρω και η παθητική μετοχή κεκαρμένος, που σημαίνει κουρεμένος γουλί, ή αλλιώς κεκαρμένος εν χρω, δηλαδή ως το δέρμα. Να ξέρετε ότι αυτό το κείρω, που βγάζει και το επίθετο καρτός, είναι από την ίδια ρίζα με το αγγλικό short, το γερμανικό kurz και το ιταλικό και ισπανικό corto, όλα εκ των οποίων σημαίνουν κοντός, δηλαδή κομμένος, αν το σκεφτείτε.

Γιατί όμως από το κουρεύω βγήκε η έννοια του κουράζω; Εγώ προσωπικά, όταν κουρεύομαι, νιώθω πάντα αναζωογονημένος. Δύο λόγοι υπάρχουν.

Πρώτον, τα παλιά τα χρόνια το κόψιμο των μαλλιών θεωρείτο τιμωρία, βλέπε και τη δεκαετία του ’60, που κούρευαν τους teddyboyδες, αλλά και τους ιερείς που τους ατίμαζαν στην Τουρκοκρατία με κούρεμα και ξύρισμα.

Μα ο άλλος λόγος, ακόμα πιο παλιός, είναι ότι τα μαλλιά θεωρούνταν πάντα σημάδι δύναμης και ευεξίας. Θυμηθείτε τι έπαθε ο Σαμψών στη Βίβλο όταν η Δαλιδά τού έκοψε τα μαλλιά ενόσω κοιμόταν. Αντί να του κάνει μια κούρα με μαλακτικό, αυτή η προκομμένη του τα έκοψε και αφενός του έκλεψε τη δύναμη, οπότε τον κούρασε, και αφετέρου το έκανε τόσο γρήγορα, που του άφησε βοϊδογλειψιά στη φράντζα.

Αλλά αν το σκεφτείτε, και το κόβω δείχνει κούραση, εξού λέμε: «Είναι κομμένα τα μάτια σου» ή το «Νιώθω κομμάρες τελευταία!».

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ

Σε αυτή τη στήλη έχουμε υπέροχες λέξεις που κανείς δεν λέει πια για έναν απλούστατο λόγο: έχουν πεθάνει όλοι.

Έχουμε λοιπόν: τα κάρθρα, δηλαδή η αμοιβή που έδινες για το κούρεμα των ζώων, κατακείρω, που σήμαινε καταστρέφω τελείως, κοπάδα, ήτοι η κλαδεμένη ελιά, και ο κόψορχις, δηλαδή ο ευνούχος.

Ας τελειώσουμε με έναν στίχο του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) που περιέχει το κόβω:

«Κάτι επικίνδυνα κομμάτια χάος είν’ η ψυχή μου, που έκοψε με τα δόντια του ο Θεός».

*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Πάνου Δημάκη, Χίλιες και μια λέξειςΈνα ιδιόμορφο λεξικό για την ομορφιά και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, που θα κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει γιατί μπορεί –κι όχι γιατί πρέπει– να είναι περήφανος για τη γλώσσα του.
Η ετυμολογία, αυτός ο θαυμαστός κόσμος των συλλαβών και των ήχων, μας αποκαλύπτει τον συγκλονιστικό τρόπο της δημιουργίας και της διασύνδεσης των λέξεων. Η ιστορία, η μυθολογία και η παράδοση έρχονται να συμπληρώσουν αυτό το μαγικό ταξίδι στην ελληνική γλώσσα.

Ανακαλύψτε το!

Prev
Πάνος Δημάκης
15.50€ 13.95€
Next

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *