Βάζοντας την ομάδα πάνω απ τον εαυτό μου

Βάζοντας την ομάδα πάνω απ' τον εαυτό μου

Από τον Παναγιώτη Γιαννάκη στο βιβλίο Τρωτός Άτρωτος

Το πρωινό της 24ης Ιανουαρίου του 1981 ξύπνησα ενθουσιασμένος. Θα παίζαμε απέναντι σε μια ομάδα που είχε έναν μεγάλο παίκτη, τον Νίκο Γκάλη. Τότε, προσωποποιούνταν οι αγώνες. Άρεσε στον κόσμο να λέει: «Ο Παναγιώτης Γιαννάκης εναντίον του Νίκου Γκάλη».

Ο Άρης εκείνη τη χρονιά διεκδικούσε τον τίτλο του πρωταθλήματος και ο Ιωνικός, παρόλο που δεν είχε ψηλά κορμιά, ήταν μια μαχητική ομάδα. Το πάθος μας ξεχείλιζε στους εντός έδρας αγώνες της Νίκαιας. Ένας παίκτης μεγάλης ομάδας μού είχε εκμυστηρευτεί ότι, όταν επρόκειτο να παίξει στην πόλη μας, σκεφτόταν το συγκεκριμένο παιχνίδι από την προηγούμενη εβδομάδα. Ήταν μια δυνατή έδρα, φωτιά και λάβρα!

Το γήπεδο του Ιωνικού γέμιζε πολύ προτού αρχίσουν οι αγώνες μας. Χωρούσε σχεδόν 1.000 άτομα, αλλά επειδή έμπαιναν περισσότεροι, ο κόσμος στεκόταν ακόμα και δίπλα στις γραμμές. Έφτανα με τα πόδια στο γήπεδο, περίπου μιάμιση ώρα νωρίτερα, και ήταν σχεδόν γεμάτο. Ήμουν είκοσι δύο ετών τότε. Είχα κι ένα μηχανάκι με το οποίο πήγαινα στη Γυμναστική Ακαδημία, αλλά για τα ματς και για την προπόνηση ξεκινούσα ποδαράτος από το σπίτι μου. Έφυγα για την αναμέτρηση με τον Άρη και, καθώς περπατούσα στην Πέτρου Ράλλη, ο κόσμος μού φώναζε: «Παναγιώτη, θα τους σκίσουμε». Όταν προσέγγιζα την είσοδο του Πλάτωνα άρχισαν να με χτυπούν εμψυχωτικά στην πλάτη. Το γήπεδο ήταν γεμάτο. Μπήκα στα αποδυτήρια. Νιώθαμε πίεση επειδή θέλαμε να κερδίσουμε, η ήττα μάς προκαλούσε στεναχώρια. Δεν ήμασταν η ομάδα που θα κέρδιζε τα περισσότερα ματς, αλλά θέλαμε να νικήσουμε σε όλα. Ο συμπαίκτης μου Σπύρος Μπενετάτος έλεγε ανέκδοτα για να αποσυμφορήσει την ένταση. 

[...]

Το διεκδικήσαμε το ματς και ήμασταν πολύ κοντά στη νίκη. Περίπου δύο λεπτά πριν ολοκληρωθεί η παράταση αποβλήθηκα με πέντε φάουλ. Η τελευταία επίθεσή μας άρχισε από ένα κλέψιμο. Προσπαθήσαμε να φύγουμε στον αιφνιδιασμό, γλίστρησε η μπάλα από έναν συμπαίκτη μου και βγήκε άουτ. Έτσι, τελείωσε το ματς 113–114.

Μετά τον αγώνα ήμουν πολύ στεναχωρημένος για την ήττα. Δεν είχα αντιληφθεί ότι είχα πετύχει 73 πόντους ούτε και το περίμενα. Πήγα προς τ’ αποδυτήρια, τα οποία ήταν κοινά. Τότε οι ντουζιέρες ήταν στους τοίχους και κάναμε όλοι μαζί ντους. Ήμουν με τον Κώστα Πετρίδη, συμπαίκτη μου απ’ όταν παίζαμε στο Παιδικό. Ήταν ένας αθλητής με πολύ καλό σουτ. «Ρε συ, ξέρεις πόσους πόντους έβαλες;» με ρώτησε. «Ε, πόσους να ’βαλα; Χάσαμε. Τι έβαλα; Όσοι κι αν είναι, δεν έχει σημασία», αποκρίθηκα. Επέμενε: «Ρε μαλάκα, ξέρεις πόσους έβαλες;» «Δεν ξέρω. 35-40;» απάντησα σκασμένος για την ήττα και πραγματικά δεν ήξερα πόσους πόντους πετύχαινα στους αγώνες, ούτε προσπαθούσα να «ψηλώσω» με αυτό. «Τι 35; Ρε συ, έβαλες 73!».

Εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν ότι χάσαμε την ευκαιρία να νικήσουμε έναν μεγάλο αντίπαλο. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Παρόλο που τις προηγούμενες μέρες λέγαμε: «Πω πω! Θα παίξουμε εναντίον του Γκάλη. Να τους σταματήσουμε, να τους κερδίσουμε». Ήταν λογικό, το ματς δινόταν κόντρα στη μεγάλη ομάδα του Άρη. Ήταν ένα παιχνίδι-διαφήμιση για το μπάσκετ.

Δεν ξέρω αν αυτός ο αγώνας ήταν η αφορμή για τη μεταγραφή μου στον Άρη ή αν ο Γιάννης Ιωαννίδης, ορμώμενος από τους 73 πόντους που πέτυχα και τους 62 του Γκάλη, σκέφτηκε ότι πρέπει να συνυπάρξουμε με τον Νικ σε μια ομάδα. Ούτε γνωρίζω αν αυτό το ματς δυνάμωσε το «θέλω» του Άρη για την περίπτωσή μου. Εκείνη την περίοδο, ενδιαφέρονταν για μένα σύλλογοι που έκαναν πρωταθλητισμό και είχαν την οικονομική δυνατότητα να μου προσφέρουν μια μεταγραφή.

Αυτός ο αγώνας και οι 73 πόντοι έγιναν σημείο αναφοράς στην καριέρα μου. Ωστόσο δεν χρειάστηκε ν’ αλλάξω το παιχνίδι μου στη συνέχεια της πορείας μου. Με την ίδια νοοτροπία συνέχισα και μετά. Ποτέ δεν σκέφτηκα να παίξω για να βάλω πολλούς πόντους. Πάντα αγωνιζόμουν για να κερδίσουμε από τότε που έπαιζα στο Παιδικό. Δεν είπα θα προσαρμοστείς σε νέα δεδομένα και από τους 73 πόντους θ’ αρκεστείς στους 35. Την ίδια μπασκετική λογική είχα και στους 73 πόντους και στους 40 και στους 30, και στους 10. Απλώς άλλαξα έναν τρόπο παιχνιδιού που προέκυπτε από τις ανάγκες της ομάδας και την προσπάθειά μου να νικήσουμε, και όχι μια συνήθεια που ήταν απότοκη ενός υπέρμετρου εγωισμού. Δεν είπα ποτέ: «Γιατί δεν μου δίνεις την μπάλα να σουτάρω;» Δεν το έκανα αυτό, ακόμα κι όταν θεωρούσα ότι θα ήμουν εύστοχος σε μια προσπάθεια. Ευχαριστιόμουν να πετυχαίνω καλάθι, αλλά όχι επειδή πρόσθεσα δύο πόντους στο σύνολό μου. Το έκανα μόνο για να κερδίσουμε. Ποτέ δεν σκέφτηκα γιατί έβαλε ένας συμπαίκτης μου περισσότερους πόντους από μένα.

Είναι μια στάση ζωής και στο μπάσκετ ανακαλύπτεις στοιχεία του χαρακτήρα σου. Υπήρχαν στιγμές που στεναχωριόμουν, αλλά αυτά μέσα στο γήπεδο τα ξεχνούσα. Οι άνθρωποι θέλουμε να αισθανόμαστε ότι είμαστε σημαντικοί όταν συμμετέχουμε κάπου και σε αυτή την ανάγκη μας πρέπει να βάλουμε όρια, ώστε να μη λειτουργούμε εις βάρος της ομαδικής προσπάθειας. Δεν πρέπει να αισθανόμαστε υποτιμητικά αν χρειαστεί να κάνουμε κι άλλα πράγματα. Δεν ένιωσα μειονεκτικά όταν χρειάστηκε να σκουπίσω το γήπεδο, να μαζέψω τις μπάλες, να δέσω τα πόδια ενός συμπαίκτη μου. Αντιθέτως, πίστευα ότι είναι κομμάτια της ζωής που επέλεξα να ζήσω και τα εκτιμούσα.

Prev
Παντελής Βλαχόπουλος
18.80€ 16.92€
Next
Σχετικά άρθρα
Prev
Το δέντρο που φυτέψαμε
Το δέντρο που φυτέψαμε

Πριν από εκατό χρόνια περίπου στη γειτονιά Ρικάρντο Μπρουγάδα της πρωτεύουσας της Παραγουάης Ασουνσιόν γεννήθη …

Δεν μπορείς να καταλάβεις κάτι όταν ο μισθός σου εξαρτάται από το να μην το καταλάβεις
Δεν μπορείς να καταλάβεις κάτι όταν ο μισθός σου εξαρτάται από το να μην το …

Μια Δευτέρα του Σεπτέμβρη του 2022 ο προπονητής της Παρί Σεν Ζερμέν, Κριστόφ Γκαλτιέ, και ο Κιλιάν Μπαπέ συμμε …

Next

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *