Αναφορά στον Γκρέκο, πληροφορίες για σχολεία

Αναφορά στον Γκρέκο, πληροφορίες για σχολεία

Με ιδιαίτερη χαρά και ενθουσιασμό καθώς και με βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στην πολιτιστική παρακαταθήκη που συνιστά το οικουμενικό έργο του σπουδαίου κρητικού λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη, οι εκδόσεις Διόπτρα προκηρύσσουν τον 1ο Μαραθώνιο Ανάγνωσης «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα» για το ακαδημαϊκό έτος 2024-2025. Ο Μαραθώνιος Ανάγνωσης συνδέεται με δύο μαθητικούς διαγωνισμούς, τον ομώνυμο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής και τον Διαγωνισμό Κόμικ «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η 9η Τέχνη».

 

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

Υπόθεση

Ένα είδος πνευματικής αυτοβιογραφίας ή, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Καζαντζάκης, μια «αναφορά» με τη στρατιωτική έννοια του όρου, σχετικά με τους στόχους του και τις προσπάθειές του. Ο συγγραφέας ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια (αφού προηγουμένως αναφέρεται στους προγόνους και τους γονείς του) και σταματά στην ημέρα της «κρητικής ματιάς» και στη σύλληψη της Οδύσσειας. Δεν αφηγείται το σύνολο της ζωής του, αλλά παρουσιάζει τους σταθμούς της πνευματικής του πορείας, χωρίς να ακολουθεί την αυστηρή χρονολογική σειρά της πραγματικής του βιογραφίας.

Πληροφορίες για τη συγγραφή

Από τις επιστολές του στον Πρεβελάκη φαίνεται ότι ο Καζαντζάκης σχεδιάζει το έργο από τη δεκαετία του ’20, με πρόγραμμα βέβαια να το γράψει «μετά από πολλά χρόνια». Στην αρχή το φαντάζεται ως έναν διάλογο και το τιτλοφορεί προσωρινώς Κουβέντες με τον Γκρέκο. Μάλιστα η κυρία Ντουνιά στην εισαγωγή της τονίζει: «Γράφω τώρα –διορθώνω δηλαδή– την αυτοβιογραφία μου, που σας διάβασα λίγο στον Άγιο Στέφανο της Τσαγκαράδας. Πρέπει να ετοιμάσω ένα σωρό χειρόγραφα...». Σύμφωνα με αυτή την πληροφορία, που διαβάζουμε στη δημοσιευμένη επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη προς τη νεαρή σύντροφό του Ελένη Σαμίου, γραμμένη στις 20.12.1926, φαίνεται να έχει γράψει μια αυτοβιογραφία ή ένα έργο που ο ίδιος το αποκαλεί «αυτοβιογραφία». Σε ποιο όμως έργο εκείνης της εποχής αναφέρεται; Στην Τσαγκαράδα του Πηλίου, όπου βρίσκεται τον Ιούλιο του 1926, εργάζεται εντατικά πάνω στα χειρόγραφα της Οδύσσειας, την πρώτη γραφή της οποίας ολοκληρώνει τον Σεπτέμβριο του 1927.

Το 1954, ενώ γράφει τους Αδερφοφάδες, σχηματίζεται μέσα του η ιδέα της Αναφοράς. Την ξεκινά το 1955, στο Λουγκάνο της Ελβετίας, με τον τίτλο Επιστολές στον Γκρέκο, και τη συνεχίζει στην Αντίμπ το 1956, οπότε δίνει τον τελικό τίτλο. Σύμφωνα με όσα γράφει στον Πρεβελάκη, είχε ολοκληρώσει τη δεύτερη γραφή του κειμένου και σχεδίαζε την τρίτη και τελευταία, μετά την επιστροφή του από την Κίνα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Κίνα, τον Ιούνιο του 1957.

Στοιχεία συγγραφής

Ενδιαφερόταν σοβαρά για ένα είδος υβριδικό, που θα συνδύαζε στοιχεία λυρικά, δοκιμιακά και αφηγηματικά και θα είχε ως πυρήνα του την έκφραση του εαυτού.

Έναν μήνα μετά το γράμμα του στην Ελένη, όπου της λέει ότι γράφει την αυτοβιογραφία του, ταξιδεύει στην Ισπανία, όπου θα γνωρίσει το έργο του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου και θα περιδιαβεί τα μέρη στα οποία έζησε και δημιούργησε. Ο Καζαντζάκης εκδηλώνει από νωρίς το ενδιαφέρον του για τον σπουδαίο συμπατριώτη του, αλλά θα καταφέρει να τον γνωρίσει σε βάθος τον Σεπτέμβριο του 1926. Τότε γεννιέται η επιθυμία για τη δημιουργία ενός έργου ζωής με οδηγό τον μεγάλο Κρητικό ζωγράφο. Η επαφή με τη ζωγραφική του Γκρέκο στη Μαδρίτη και στο Τολέδο περιγράφεται από τον Καζαντζάκη ως μια εμπειρία αποκαλυπτική: «Αχ, Θε μου, πρέπει να δεις, ν’ αγγίξεις το έργο του Greco, αλλιώς τα βιβλία είναι ανάξια για την ψυχή του ανθρώπου. [...] Είμαι εξαντλημένος κι ευτυχής. Ένα μάθημα μεγάλο γίνεται για μένα ο Greco, ένα πρότυπο, ένα νόημα που πρέπει να ακολουθήσω!... Να δώσει ο Θεός η συνάντησή μας να καρπίσει!...».

Ο Γκρέκο για τον Καζαντζάκη δεν είναι απλώς ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών, αλλά ένας πνευματικός οδηγός. Ένας καμβάς που μπορεί να τον βοηθήσει να κάνει έναν εσωτερικό διάλογο: «Βρήκα ένα σχέδιο να γράψω αργότερα τις Κουβέντες με τον Greco» γράφει σε επιστολή που απευθύνει προς τον Παντελή Πρεβελάκη στις 15 Μαρτίου 1930. Αυτός είναι ο πρώτος τίτλος ενός έργου που φαίνεται να τον απασχολεί –κατά περιόδους– για τριάντα περίπου χρόνια και το οποίο συλλαμβάνει ως ένα είδος πνευματικής διαθήκης που την επεξεργάζεται έως την παραμονή του θανάτου του.

Σε επιστολή του προς τον Β. Κnös, ο Καζαντζάκης αναφέρεται και σε ένα λογοτεχνικό παράλληλο, του οποίου η γνώση τον χαροποίησε: «Ο Πετράρχης έγραψε “Επιστολές στον Κικέρωνα”, που πολύ τον αγαπούσε. [...] η ιδέα μου λοιπόν δεν είναι προσωπική, είναι μια παμπάλαιη ανάγκη του δημιουργού να κουβεντιάσει μ’ έναν αγαπημένο νεκρό, που του ’χει εμπιστοσύνη, και να του πει τον πόνο του».

Γιατί λοιπόν θα αλλάξει τον τίτλο και θα τον κάνει Αναφορά και όχι Κουβέντες; Αυτό έχει να κάνει με το ότι ο Καζαντζάκης δεν κάνει έναν απλό απολογισμό, έναν μελαγχολικό αποχαιρετισμό. Δίνει την ύστατη μάχη. Αναφορά λοιπόν με στρατιωτική έννοια.

Η δεύτερη γραφή της Αναφοράς ολοκληρώνεται τον Νοέμβριο του 1956, ενώ τον Φεβρουάριο του 1957 σκέφτεται ότι ίσως αφήσει το βιβλίο να εκδοθεί μετά τον θάνατό του: «Το βιβλίο είναι έτοιμο, μα θ’ αργήσω να το δημοσιέψω· ίσως να το αφήσω posthume. Δεν αποφάσισα ακόμα».

- Τέλος, σε δημοσιευμένη επιστολή (2.10.57) της Ελένης προς τον Πρεβελάκη, όταν ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο νοσοκομείο με τη βαριά μόλυνση από το εμβόλιο στο χέρι του, διαβάζουμε ότι στο μυαλό του έχει αναθεωρήσει και πάλι την Αναφορά και ότι ανυπομονεί να την ξαναγράψει σε εντελώς νέα μορφή: «Ο Νίκος ακόμα δεν μπορεί να γράψει. Δουλεύει όμως με το μυαλό, και το τελευταίο βιβλίο που έγραψε το ξαναδουλεύει στο μυαλό του και μου λέει θα γίνει εντελώς διαφορετικό τώρα». Δεν θα μάθουμε ποτέ ποια θα ήταν η νέα μορφή αυτού του παλίμψηστου έργου.

- Εδώ να τονίσουμε ότι οδηγός του για την αυτοβιογραφική αυτή γραφή είναι τα ταξιδιωτικά του γραπτά και τα ημερολόγια που κρατούσε. Είναι λοιπόν ένας απολογισμός που ταιριάζει απόλυτα στον Καζαντζάκη. Είναι απολογισμός γραφής και αίματος.

«Κρατούσα ημερολόγιο και κατάγραφα το βράδυ τη σοδειά της μέρας˙ έχει κιτρινίσει πια, ύστερα από σαράντα χρόνια, το ξεφυλλίζω και ξαναζώ όλες εκείνες τις θεϊκές απίστευτες μέρες˙ κάθε λέξη, κι η πιο ασήμαντη, ανασταίνει μέσα μου χαρές, λαχτάρες, ανησυχίες της νιότης, παράφορα σχέδια που κάναμε οι δυο φίλοι πώς να σώσουμε την ψυχή μας. Όλη η αναίδεια, η αφέλεια κι η ευγένεια της νιότης […] Διαβάζω, γέρος τώρα πια, το παλιό ημερολόγιο ετούτο, βλέπω τις δονκιχωτικές μας τότε εκστρατείες, το σαράβαλο κοντάρι, το σαρακοφαγωμένο σκουτάρι, την τενεκεδένια περικεφαλαία, το μυαλό γεμάτο ευγένεια κι αέρα, και δεν μπορώ να χαμογελάσω. Χαρά στο νέο που θαρρεί πως έχει χρέος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο· να τον κάμει πιο σύμφωνο με την αρετή και τη δικαιοσύνη· πιο σύμφωνο με την καρδιά του· αλίμονο σε όποιον αρχίζει τη ζωή του χωρίς παραφροσύνη».

Επιπλέον, το έργο αυτό, το οποίο ο Καζαντζάκης σχεδίαζε στην ακμή του, πραγματώνεται τελικά στην καμπή του βίου του και αποκτά τον χαρακτήρα μιας μελέτης θανάτου, καθώς εκείνο που ενδιαφέρει τον συγγραφέα εδώ και συγχρόνως εκείνο που θεωρεί ηθική υποχρέωση κάθε ανθρώπου και δικό του ύψιστο χρέος είναι να δώσει λόγο «για την κόκκινη γραμμή που σημαδεύει την πορεία του ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες». Έτσι, τα προσωπικά βιώματα και οι αναμνήσεις του Καζαντζάκη αναπόφευκτα γίνονται μέρος της συλλογικής συνείδησης, κοινός τόπος συνάντησης των ανθρώπων που τους συνέχει η ίδια μοίρα.

Τεράστιο ενδιαφέρον έχει η αναφορά του στην παιδική του ηλικία, όπου πραγματικά δεν υπάρχουν πολλά βιογραφικά του στοιχεία.

Δεν είναι μόνο στη «Νέα Παιδαγωγική» που μαθαίνουμε για την εκπαίδευση του καιρού του.

«Όταν γίνηκα πέντε χρονών με πήγαν σε μια κολλυβοδασκάλα να με μάθει να γράφω στην πλάκα γιώτες και κουλούρες, να ξεπάρει το χέρι μου και να μπορώ να ζωγραφίζω, σαν μεγαλώσω, τα γράμματα της αλφαβήτας. Ήταν μια αγαθή γυναικούλα, λίγο καμπουρίτσα, κυρα-Αρετή την έλεγαν, κοντή, παχουλή, με μια κρεατοελιά δεξά στο πιγούνι. Μου οδηγούσε το χέρι, μύριζε καφέ η ανάσα της, και μου αρμήνευε πώς να κρατώ το κοντύλι και να κυβερνώ τα δάχτυλά μου.

Στην αρχή δεν την ήθελα, δε μου άρεσε η ανάσα της μήτε η καμπούρα· μα σιγά σιγά, δεν ξέρω πώς, άρχισε να μετουσιώνεται μπροστά από τα μάτια μου, να φεύγει η κρεατοελιά, να ισιώνει η πλάτη της, να λιγνεύει και να ομορφαίνει το πλαδαρό κορμί της· ως πια, ύστερα από λίγες βδομάδες, έγινε ένας άγγελος λιγνός, με κάτασπρο χιτώνα, και κρατούσε μια τεράστια προύντζινη τρουμπέτα· σε κάποιο κόνισμα στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά θα ’χα δει τον άγγελο αυτό, και το παιδικό μάτι έκαμε πάλι το θάμα του, κι άγγελος και κυρα-δασκάλα έγιναν ένα».

«Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι· το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

Σώπα, δάσκαλε, φώναξε· σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!»

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος που εισάγει την παιδική οπτική και τις διαφορές της από αυτή των ενηλίκων.

«Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς· κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα. Γέμισαν τ’ αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι. Άλλοι βλαστημούσαν, άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί, να βάλει το χέρι της, και στο τέλος θρήνος ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.

Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σαν μεθύσι. Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψα τούτο το φριχτό: στις μεγάλες συφορές ανεξήγητη, απάνθρωπη χαρά με κυριεύει. Όταν πρωτόδα πυρκαγιά και καίγουνταν το σπίτι της θειας μου της Καλλιόπης, πηδούσα και χόρευα μπροστά στις φλόγες, ωσότου κάποιος με άρπαξε από το σβέρκο και με πέταξε πέρα. Κι όταν πέθανε ο δάσκαλός μας ο Κρασάκης, με βιας μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια· σαν να ’ταν βάρος απάνω μου το σπίτι της θειας μου, σαν να ’ταν βάρος απάνω μου ο δάσκαλός μου, κι αλάφρωνα».
Ολοσέλιδη αποθεωτική κριτική των New York Times για την αμερικάνικη έκδοση του Αναφορά στον Γκρέκο.

Κάποια ερωτήματα που έχουν ενδιαφέρον:

Τι είναι αυτοβιογραφία;

Πώς η γραφή μάς βοηθά να κρατάμε ζωντανό τον εαυτό μας στην κάθε ηλικία μας;

Ποιος ο ρόλος του ημερολογίου σε όλο αυτό;

Ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί τον διάλογό του με έναν μεγάλο καλλιτέχνη, που είναι από καιρό νεκρός, για να αναμετρηθεί με τις πράξεις του και να δώσει έναν απολογισμό.

Ο πρόλογός του είναι ίσως η πιο υπέροχη στιγμή σε όλη του τη λογοτεχνική πορεία και είναι τόσο όμορφα δομημένος, που θα έπρεπε να διδάσκεται παντού.

Παρόλο που θεωρείται ένας απολογισμός μπροστά στον θάνατο, είναι και μια ελεγεία στη ζωή και τον τρόπο που πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Ως έναν διαρκή αγώνα για την ελευθερία.

«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.

Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί· μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει· δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.

Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου· ποιον ν’ αποχαιρετήσω; Τι ν’ αποχαιρετήσω; Τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια· κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.

Σε ποιον να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχωτικές λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που

καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ ανηφορίζω; Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;

Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου· το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το ’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να ’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια· κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’ αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα ’μαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.

Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’ αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει – πού να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του».
Ο Καζαντζάκης στο σπίτι του Ελ Γκρέκο στο Τολέδο της Ισπανίας.

Prev
Νίκος Καζαντζάκης
19.90€ 17.91€
Νίκος Καζαντζάκης
29.90€ 26.91€
Next
Σχετικά άρθρα
Prev
Μαραθώνιος Ανάγνωσης «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα»
Μαραθώνιος Ανάγνωσης «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα»

Πρώτος Μαραθώνιος Ανάγνωσης «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα» για το ακαδημαϊκό έτος 2024-2025

Next

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *