«Δεν υπάρχει σωστή επιλογή ή καλύτερη επιθυμία. Υπάρχει μόνο η επιλογή που κάνεις εσύ για τον εαυτό σου, επειδή πραγματικά το θες.
Ξέρεις, όλοι μας δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στον εαυτό και τον αυθεντικό εαυτό, γιατί από άμυνα και μόνο αρνούμαστε να δούμε ξεκάθαρα πως αυτοί οι δύο μπορεί να μη συναντιούνται πουθενά. Το πρώτο σημάδι που θα μας δείξει ότι υπάρχει απόσταση στους δύο εαυτούς είναι η εσωτερική σύγκρουση. Αυτή η ανησυχία που νιώθει η ψυχή, η συνεχής αίσθηση πλήξης και η απουσία ικανοποίησης από την καθημερινότητα. Υπάρχουν βέβαια και φορές που τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Ξέρεις πως πιέζεσαι, ξέρεις πως ακολουθείς έναν δρόμο που δεν είναι δικός σου, αλλά δεν έχεις γνώση του πώς να διαχειριστείς την κατάσταση και να διεκδικήσεις αυτό που πραγματικά επιθυμείς. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Εσωτερική σύγκρουση. Προσπάθησε να θυμηθείς πότε ήταν εκείνη η πρώτη φορά που ένιωσες να θες κάτι συγκεκριμένο, αλλά να επιλέγεις κάτι άλλο. Πότε ήταν εκείνη η φορά που αισθάνθηκες να αδειάζεις τον εαυτό σου και ενώ ήξερες τι επιθυμούσες, να μην το έκανες. Πήγαινε με τη σκέψη σου και περιπλανήσου σε όποιο περιστατικό θεωρείς πιο αντιπροσωπευτικό, σε όποια ηλικία και αν ήσουν».
Πήρα λίγο τον χρόνο μου και αφέθηκα να περιπλανιέμαι στα χρόνια της ζωής μου, από τότε που άρχισα να έχω τις πρώτες αναμνήσεις. Ταξίδευα από τα παιδικά μου χρόνια στην ενήλικη ζωή μου, μπρος πίσω, ανακαλώντας στιγμές που θα μπορούσα να τους αποδώσω εσωτερική ασυμφωνία. Μέχρι που εστίασα σε ένα συμβάν που έκρινα ότι ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό της σύγκρουσης που ένιωσα όταν μία δική μου επιλογή βρέθηκε να είναι ευάλωτη στην επιρροή των άλλων.
«Δεν θυμάμαι πόσων χρόνων ήμουν. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από έξι, εφτά ετών. Θυμάμαι ωστόσο πως, όταν ήμασταν παιδιά, κάθε καλοκαίρι οι γονείς μου, με το που τελείωναν τα σχολεία, μας πήγαιναν με τον αδελφό μου να αγοράσουμε ο καθένας από ένα ποδήλατο, ώστε να κάνουμε τις μετακινήσεις μας στο χωριό όπου παραθερίζαμε κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μας διακοπών. Πηγαίναμε κάθε χρόνο στο χωριό καταγωγής του πατέρα μου, στο νησί της Κεφαλονιάς. Ωραίες εποχές, όταν τα παιδιά μπορούσαμε να έχουμε πλήρη ελευθερία, τότε που βγαίναμε, παίζαμε στους δρόμους και στην πλατεία του χωριού, με τους γονείς να μην ανησυχούν μήπως πάθουμε κάτι. Η αγορά του ποδηλάτου κάθε καλοκαίρι ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία για την οικογένειά μου. Σήμαινε το τέλος της σχολικής χρονιάς και την έναρξη των καλοκαιρινών διακοπών, που τόσο μα τόσο πολύ αγαπούσαμε ως παιδιά.
Μία μέρα λοιπόν, θυμάμαι ήταν Σάββατο, είχαμε κανονίσει με τους γονείς μου να πάμε να αγοράσουμε τα ποδήλατά μας. Φτάσαμε στο κατάστημα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά από τα λάστιχα, που ήταν τόσο έντονη με το που έμπαινες μέσα στο μαγαζί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ με τι ακρίβεια είχαν όλα τα ποδήλατα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Από τη μια πλευρά του διαδρόμου, που οδηγούσε στο ταμείο, ήταν τα αντρικά ποδήλατα, και από την άλλη τα γυναικεία, ξεκινώντας από τα πιο μικρά σε μέγεθος, μέχρι τα πιο μεγάλα, σε διάφορα χρώματα, διάφορα μοντέλα.
Με του που μπήκα στο κατάστημα εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, το είδα μπροστά μου. Ένα υπέροχο, κοριτσίστικο μοβ ποδήλατο, με ένα υπέροχο πλεκτό καλάθι να είναι τοποθετημένο μπροστά από το τιμόνι. Τo ερωτεύτηκα. Ήταν τόσο όμορφο. Στεκόταν εκεί σαν να με καλούσε να το κάνω δικό μου. Το χρώμα του ήταν τόσο ανοιξιάτικο, τόσο έντονο. Οραματίστηκα τον εαυτό μου πάνω σε αυτό το υπέροχο μοβ ποδήλατο να κάνω βόλτες στα γραφικά στενάκια του χωριού, και ένιωσα μια αίσθηση ευφορίας. Γέμισε η ψυχή μου, όπως γεμίζει η ψυχή κάθε παιδιού που βλέπει κάτι που θέλει να αποκτήσει.
Βρήκες κάποιο ποδήλατο να σου αρέσει;’’ με είχε ρωτήσει με τρυφερότητα η μητέρα μου.
-‘‘Βρήκα, μαμά!’’ είπα δείχνοντάς της το υπέροχο μοβ ποδήλατο.
-‘‘Μα τι όμορφο ποδήλατο είναι αυτό!’’ είπε και εκείνη ενθουσιασμένη και μέσα από τον ενθουσιασμό της πήρα την επικύρωση της επιλογής μου.
-‘‘Το χρώμα μόνο δεν μου αρέσει καθόλου. Το κόκκινο είναι πολύ πιο ωραίο! Γιατί δεν παίρνεις αυτό;’’
»Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά ένιωθα την καρδιά μου να σκίζεται. Η χαρά μου αμέσως γειώθηκε, γιατί το μοβ ποδήλατο που άρεσε σε εμένα δεν άρεσε καθόλου στη μητέρα μου. Όσο όμως και αν άρεσε σε εμένα, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο να σκεφτώ το ενδεχόμενο να πάρω το κόκκινο ποδήλατο. Βασανιζόμουνα μέσα μου. Ήταν ξεκάθαρο πως εμένα μου άρεσε το μοβ ποδήλατο. Δεν είχα καν προσέξει ότι υπήρχε το ίδιο μοντέλο και σε κόκκινο χρώμα. Εμένα όμως μου άρεσε το μοβ ποδήλατο. Προσπαθούσα ωστόσο να κάνω τον εαυτό μου να μου αρέσει το κόκκινο ποδήλατο. Έκλεινα τα μάτια και με φανταζόμουν πάνω στο κόκκινο ποδήλατο να κάνω βόλτες και να προσπαθώ να με πείσω με όλη μου τη δύναμη πως πάνω σε αυτό θα ήμουν πιο ευτυχισμένη, οι βόλτες θα ήταν καλύτερες, το ποδήλατο πιο όμορφο, πιο γρήγορο. Εμένα όμως μου άρεσε το μοβ ποδήλατο. Το οποίο και προσπαθούσα να βγάλω σκάρτο με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί ένας παιδικός νους. Μέχρι και γρουσούζικο προσπάθησα να το βγάλω προκειμένου να μην το θέλω πια, επειδή το μοβ χρώμα είναι πένθιμο. Εμένα όμως μου άρεσε το μοβ ποδήλατο. Θυμάμαι η ώρα είχε περάσει, ο αδελφός μου είχε διαλέξει το ποδήλατό του, ο πατέρας μου το είχε ήδη πληρώσει και όλοι περίμεναν εμένα να αποφασίσω ποιο ποδήλατο να πάρω. Δεν είχα εκφράσει σε κανέναν το δίλημμα στο οποίο με είχα υποβάλει. Εμένα μου άρεσε το μοβ ποδήλατο, ωστόσο ρώτησα τη μητέρα μου ποιο να πάρω.
-‘‘Εγώ σου είπα, μου αρέσει περισσότερο το κόκκινο’’.
»Εμένα μου άρεσε το μοβ ποδήλατο. Ωστόσο τελικά ζήτησα να μου αγοράσουν το κόκκινο. Φύγαμε από το κατάστημα λίγο αργότερα έχοντας μαζί το κόκκινο ποδήλατο. Καθώς διέσχιζα την πόρτα εξόδου, γύρισα και κοίταξα για μία τελευταία φορά το μοβ ποδήλατο να στέκεται εκεί, χωρίς να έχει γίνει δικό μου. Τότε δεν ξέρω τι ακριβώς ένιωθα, τώρα όμως συνειδητοποιώ πως το μοβ ποδήλατο που είχα αφήσει πίσω μου ήταν σαν ένα κομμάτι της ψυχής μου, που είχα εγκαταλείψει εκεί.
Πέρασα ολόκληρο το καλοκαίρι κάνοντας βόλτες με το κόκκινο ποδήλατο, ωστόσο έκλεινα τα μάτια και ονειρευόμουνα ότι το ποδήλατό μου ήταν μοβ. Ποτέ δεν χάρηκα το κόκκινο ποδήλατο. Ποτέ δεν χάρηκα όπως θα μπορούσα τις βόλτες μου με το κόκκινο ποδήλατο και τα στενάκια του χωριού δεν έδειχναν τόσο όμορφα όπως θα έδειχναν αν ήμουν πάνω στο μοβ ποδήλατο. Από εκείνη τη μέρα, από εκείνο το καλοκαίρι, το όνειρό μου πάντα ήταν ένα μοβ ποδήλατο».
«Σκέψου ότι εσύ τότε άφησες πίσω σου ένα μοβ ποδήλατο. Για κάποιον δεν φαντάζει σημαντικό, ωστόσο για σένα το μοβ ποδήλατο ήταν αυτό που σου άρεσε, ήταν αυτό που ήθελες, και, όπως μόλις παραδέχτηκες, από τότε το όνειρό σου ήταν πάντα ένα μοβ ποδήλατο. Άλλοι αφήνουν πίσω τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα δικά τους όνειρα. Στην αρχή ένα ποδήλατο, μετά μια επιθυμία, στη συνέχεια κάτι ακόμα, για να καταλήξουν να αφήνουν πίσω τους ολόκληρη ζωή και ολόκληρα όνειρα, γιατί δεν έμειναν εστιασμένοι στο κέντρο τους και στην επιθυμία τους. Ακολούθησαν άραγε και άλλα μοβ ποδήλατα τα οποία άφησες στην πορεία σου μέχρι σήμερα;»
…
«Γιατί ο άνθρωπος από τη μέρα που γεννιέται, προκειμένου να επιβιώσει, καλείται να υποδυθεί ρόλους. Πολλούς ρόλους, ανάλογα με τις περιστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει και με τις καταστάσεις τις οποίες βιώνει. Οι ρόλοι αυτοί μας δίνονται από το περιβάλλον, αρχικά το οικογενειακό, και στη συνέχεια το σχολικό, το κοινωνικό, το εργασιακό και όχι μόνο. Με τον καιρό λοιπόν καταλήγουμε να είμαστε τόσο απορροφημένοι, τόσο απασχολημένοι με το να υποδυόμαστε αποτελεσματικά και με επιτυχία αυτούς τους ρόλους, που στο τέλος ξεχνάμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Έχουμε πιστέψει ότι είμαστε αυτό το οποίο έχουμε χτίσει πάνω στις υποθέσεις που κάνουμε σχετικά με το πώς περιμένουν οι άλλοι να γίνουμε προκειμένου να είμαστε αποδεκτοί. Και το έχουμε πιστέψει τόσο πολύ, που το αντιμετωπίζουμε ως αποκλειστική αλήθεια, αγνοώντας την ύπαρξη του αυθεντικού εαυτού. Δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε αν μια συμπεριφορά είναι στο πλαίσιο κάποιου ρόλου ή αν ο αυθεντικός εαυτός λαμβάνει δράση, αν μια ορμή που νιώθουμε είναι βαθιά ανάγκη ή επίπλαστη επιθυμία, αν κάτι που σκεφτόμαστε είναι πηγαίο ή δανεικό. Το καλούπι του κατασκευασμένου εαυτού γίνεται μια φυλακή που μέσα της κλειδαμπαρώνει τη φαιά ουσία του αληθινού εαυτού, που περιμένει να βγει στην επιφάνεια και να λάμψει.
Οι εσωτερικές συγκρούσεις είναι το πρώτο δείγμα ότι έχει έρθει η ώρα να σπάσει το καλούπι του κατασκευασμένου εαυτού. Όσο αντιστεκόμαστε στο να δούμε αυτό που συμβαίνει, ο αυθεντικός εαυτός θα αρρωσταίνει, η ζωή που θα ζούμε θα είναι νοθευμένη».
«Πώς μπορεί να ξέρει κανείς, όταν θελήσει να βάλει τη ζωή του και τον εαυτό του στο μικροσκόπιο, ποιος τελικά είναι ο κατασκευασμένος και ποιος ο αυθεντικός;»
«Ο αυθεντικός εαυτός έχει μέσα του το φως. Έχει τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που τον απασχολούν, έχει αυτή την ενδότερη σοφία για την οποία συζητάμε τόση ώρα, δεν έχει φόβο, δεν έχει απαίτηση να αρέσει σε όλους, δεν κάνει εκπτώσεις προκειμένου να νιώθει ότι ανήκει, είναι σίγουρος για τις επιλογές του, ικανοποιημένος από τη ζωή του, ακόμα και όταν περνάει δύσκολα, μα πάνω απ’ όλα είναι ήρεμος. Δεν τσακώνεται με κανέναν άλλον εαυτό. Ξέρει. Όλοι κατά βάθος ξέρουν ποιος εαυτός είναι ποιος. Τις αντιδράσεις των άλλων απέναντι στον αυθεντικό εαυτό δεν ξέρουν, και αυτό τους τρομάζει. Aλλά όσο πιο μεγάλη επίγνωση για τον εαυτό του έχει κάποιος, τόσο πιο πολύ θα μικραίνει αυτός ο φόβος, μέχρι που θα εξαφανιστεί και θα ανοίξει τον δρόμο στον αληθινό εαυτό να υπερισχύσει».
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα μοβ ποδήλατο της Ελεονώρας Μελέτη:
Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *