Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η οικογένειά του δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Έπρεπε να αδειάσουν το διαμέρισμα πριν βραδιάσει. Το νοίκι είχε μείνει απλήρωτο. Ξανά. Τους έκαναν έξωση. Ξανά. Ο σπιτονοικοκύρης στα Σεπόλια, όπου έμεναν οικογενειακώς οι Αντετοκούνμπο, χτυπούσε την πόρτα σαν μανιακός και απαιτούσε να φύγουν. Τους έδινε μία μέρα, δύο το πολύ.
Η μητέρα του Γιάννη, η Βερόνικα, είπε στον ίδιο και στα αδέλφια του να μαζέψουν τα πράγματά τους. Ο Θανάσης, ο μεγαλύτερος όλων, ο Γιάννης, ο Κώστας και ο μικρός Άλεξ δεν έκαναν πολλές ερωτήσεις. Κάθε λέξη μπορούσε να κάνει την κατάσταση χειρότερη. Όταν τελείωσαν το πακετάρισμα, ο Γιάννης και τα αδέλφια του κοιτάχτηκαν και μετά έριξαν μια διερευνητική ματιά στο ογκώδες ψυγείο στην κουζίνα τους. Τι θα το κάνουμε αυτό;
Ο πατέρας τους, ο Τσαρλς, έψαχνε τρόπο για να μεταφέρουν την ασήκωτη συσκευή. Τι σπαζοκεφαλιά! Τότε ο Κώστας, που εκείνη την εποχή ήταν εννιά χρονών, πρόσεξε σε μια γωνιά ένα ξεχασμένο σκέιτμπορντ. «Να το φορτώσουμε πάνω στα ροδάκια και να το τσουλήσουμε!» αναφώνησε.
Ο δωδεκάχρονος Γιάννης και ο πατέρας του κοιτάχτηκαν αμήχανα. Μήπως είχαν κι άλλη επιλογή; «Ας το δοκιμάσουμε», αποφάσισε ο Τσαρλς. Οι τρεις τους κατάφεραν να ακουμπήσουν το ψυγείο πάνω στο πατίνι.
Ένα γιγάντιο ψυγείο πάνω στο ταπεινό σκέιτ. Το θέαμα ήταν γελοίο. Αλλά ο Γιάννης έβαλε πλάτη από τη μια πλευρά, ο Κώστας με τον Τσαρλς από την άλλη, και κάπως έτσι κατάφεραν να βγάλουν το ψυγείο από την εξώπορτα.
Δώδεκα χρονών παιδάκι, ο Γιάννης είχε κιόλας συνηθίσει τις μετακομίσεις. Δεν του φαινόταν ξένο το συναίσθημα της αβεβαιότητας. Τον φόβο τον θεωρούσε περιττή πολυτέλεια. Έπρεπε να κρατηθεί και να μην κλάψει. Τα μικρότερα αδέλφια του τον θεωρούσαν στήριγμα. «Μας έπιανε και μας εξηγούσε ότι ήταν καιρός να αλλάξουμε σπίτι», θυμάται ο Κώστας. Ο Γιάννης μιλούσε ήρεμα αλλά αυστηρά, παρόλο που και ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί. Όταν έλεγε στα αδέλφια του ότι όλα θα πάνε καλά, ο λόγος του ήταν συμβόλαιο.
Καθώς εγκατέλειπαν το σπίτι σπρώχνοντας το ψυγείο στον δρόμο, ο Γιάννης τούς καθησύχαζε: «Δεν θα πάθει τίποτα». Η διαδρομή ήταν μικρή. Ενάμισι χιλιόμετρο παρακάτω τους περίμενε κάποιος φίλος για να τους φιλοξενήσει προσωρινά, μέχρι να βρουν το επόμενο κατάλυμα. Κρατούσαν το ψυγείο προσεκτικά και προσεύχονταν να μην τουμπάρει.
Δεν σκοτίζονταν για τα περιφρονητικά βλέμματα των ξένων, ούτε τους ένοιαζαν τα μισόλογα. Έσπρωχναν κι έσπρωχναν το πατίνι με το βαρύ φορτίο, ενώ ο ήλιος τούς έκαιγε τις πλάτες. Το ψυγείο τρεμόπαιζε και απειλούσε να αναποδογυρίσει στο στενό πεζοδρόμιο, καθώς τα ροδάκια τραντάζονταν πάνω στα χαλίκια και στις ξεχαρβαλωμένες πλάκες. Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους, πανηγύρισαν με έναν ομαδικό αναστεναγμό ανακούφισης. Τα μπράτσα τους πονούσαν και οι παλάμες τους είχαν μουδιάσει.
Ο ουρανός έξω σκοτείνιαζε. Όρθιοι μέσα στον ανελκυστήρα, με το ψυγείο δίπλα τους, δοξολογούσαν τον κατασκευαστή που έφτιαχνε τόσο γερά πατίνια.
[…]
Η Βερόνικα θυμάται καθαρά τα δύσκολα βράδια στην Ελλάδα. Το άγχος που ένιωθε, τη δύναμη που προσπαθούσε να αντλήσει. Τα αγόρια δεν καταλάβαιναν την αγωνία της. Ούτε τον φόβο της. Η Βερόνικα ήξερε να κρύβει τα συναισθήματά της. Μερικές φορές έβγαινε από το σπίτι σχεδόν μεσάνυχτα για να πουλήσει μπιχλιμπίδια στον δρόμο και να ταΐσει τα παιδιά της. Αυτό το καθήκον ήταν ο σκοπός της ζωής της.
«Πρέπει να κάνεις το παν για την επιβίωση. Αν έχεις στόματα να θρέψεις, δεν υπάρχει άλλη επιλογή», λέει η Βερόνικα. Μαζί με τον σύζυγό της, τον Τσαρλς, η Βέρα, όπως τη φωνάζουν οι φίλοι, εγκατέλειψε το Λάγκος της Νιγηρίας το 1991, σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας στην Ελλάδα.
Ο γιος της, με μπόι 2 μέτρα και 11 εκατοστά, είναι πια αστέρι στο ΝΒΑ, ένας από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες στον κόσμο. Βγάζει εκατομμύρια δολάρια, κάτι που φαινόταν αδιανόητο τότε στα Σεπόλια, όταν η Βερόνικα, ο Τσαρλς, ο Γιάννης και τα άλλα αγόρια φορούσαν τα καλά τους, όλα ρούχα από δεύτερο χέρι, και επιδείκνυαν πλατιά χαμόγελα κάθε φορά που ήταν να συναντήσουν κάποιον πιθανό σπιτονοικοκύρη. Πάσχιζαν να τους πείσουν ότι ήταν καλοβαλμένοι. Ότι είχαν μια κάποια αξία.
Καλά καλά δεν είχαν να φάνε εκείνες τις μέρες. Δεν ήταν σπάνιο ο Τσαρλς να περνάει μια δυο μέρες νηστικός προκειμένου να μη στερηθεί η οικογένειά του αυτά τα λίγα που είχαν. «Πρέπει να αδράξουμε τη μέρα», έλεγε συχνά στους γιους του. «Αύριο μπορεί να μην υπάρχουμε».
Ο Γιάννης έβλεπε τις θυσίες του πατέρα του και ακολουθούσε το παράδειγμά του. Όποτε έπιανε στα χέρια του μερικά ευρώ, αγόραζε ένα γιαούρτι ή ένα κρουασάν και το έδινε στα μικρότερα αδέλφια του. «Εγώ είμαι φαγωμένος», τους διαβεβαίωνε. Και πήγαινε για ύπνο με το στομάχι του να γουργουρίζει, προσπαθώντας να ξεγελάσει την πείνα του. Τον χόρταινε η ικανοποίηση που ένιωθε βοηθώντας την οικογένεια.
Οι εξώσεις ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. «Μας έδιωξαν πολλές φορές», θυμάται ο Άλεξ, προσπαθώντας να μετρήσει τις υποχρεωτικές μετακομίσεις. «Πάρα πολλές», επαναλαμβάνει. Ο Κώστας θυμάται καθαρά τρεις και άλλες δύο πιο αχνά. Ο Άλεξ θυμάται την αίσθηση του πανικού που πλημμύριζε το σπίτι. Όταν ο σπιτονοικοκύρης μπούκαρε μέσα και τους έδιωχνε με τις αγριοφωνάρες του, «ήταν σαν να σταματούσε ο χρόνος».
Στο μυαλό του έχουν μείνει καβγάδες, διαπραγματεύσεις για διακανονισμούς, τα παρακάλια των γονιών του: «Χρειαζόμαστε μερικές μέρες ακόμα. Σας ικετεύουμε. Δώστε μας λίγο χρόνο».
Ο νους του Γιάννη γυρίζει συχνά σ’ εκείνες τις μέρες της ανέχειας. Τώρα πια ξέρει ότι δεν θα ξαναχρειαστεί να ψάξει στους δρόμους για φαγητό και καταφύγιο.
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Γιάννης- Εκτόξευση στα Αστέρια της δημοσιογράφου Mirin Fader. Για να γράψει το βιβλίο η διάσημη Αμερικανίδα δημοσιογράφος Μίριν Φέιντερ πήρε 221 συνεντεύξεις. Μίλησε με τον Γιάννη και τα αδέλφια του. Με τους φίλους και προπονητές στα Σεπόλια, έναν πρώην Πρωθυπουργό, τη Βερόνικα, τους ορκισμένους αντιπάλους στο NBA.
Αυτή είναι η απίστευτη ιστορία του Γιάννη σε μετάφραση Νίκου Παπαδογιάννη και πρόλογο για τους εκπληκτικούς τελικούς του 2021.
Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *