14 ποιήματα για την αγάπη και ένα υστερόγραφο

Είναι η γιορτή της αγάπης στις 14 Φεβρουαρίου ή γιορτάζει όλο τον χρόνο; Μπορεί να δοθεί ακριβής ορισμός για τον έρωτα; Είναι κάτι που από σύμπτωση συμβαίνει στη ζωή μας ή μια τέχνη που χρειάζεται τέχνη και προσπάθεια; Καθώς οι παραπάνω ερωτήσεις μάλλον έχουν διαφορετικές απαντήσεις για τον καθένα μας, συγκεντρώσαμε δεκατέσσερα ερωτικά ποιήματα που θα σας κάνουν να αισθανθείτε όμορφα, αλλά και να σκεφτείτε. 

Χαλίλ Γκιμπράν, Όταν η αγάπη σε καλεί

Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την,
μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά και απότομα.
Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδόσου,
μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την,
μόλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρα σου σαν το βοριά, που ερημώνει τον κήπο.
 
Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει.
Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορυφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου, που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
έτσι κατεβαίνει και ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.

Οδυσσέας Ελύτης, Το μονόγραμμα

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ” ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ” ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ” ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ” ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ” εγώ που φωνάζω κι είμ” εγώ που κλαίω, μ” ακούς
Σ” αγαπώ, σ” αγαπώ, μ” ακούς.
[Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]

Ναζίμ Χικμέτ, Η πιο όμορφη θάλασσα
 
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα.
 
[Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος]

Κική Δημουλά, Ὁ Πληθυντικός Ἀριθμός
 
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολύ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
στήν ἀρχή ἑνικός ἀριθμός
καί μετά πληθυντικός:
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιά ὅλα ἀπό δῶ καί πέρα.

Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων3,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καί ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

Ἡ νύχτα,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
γένους θηλυκοῦ,
ἑνικός ἀριθμός.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπό δῶ καί πέρα.

Κ.Π. Καβάφης, Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

Αλκυόνη Παπαδάκη (απόσπασμα)

Η αγάπη δεν είναι μπακάλικο.
Nα μετράς τι έδωσες εσύ. Τι εγώ. Τι ο άλλος.
Ή δίνεις από την ψυχή σου και βγάζεις τον σκασμό.
Ή κάτσε στη γωνίτσα σου και μέτρα τι δεν πήρες.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Έρωτας

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Μαρία Πολυδούρη, Μόνο γιατί μ” αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Σ” αγαπώ
Κλείσε τα μάτια μου
Μπορώ να σε κοιτάζω
Τ” αυτιά μου σφράγισ΄ τα
Να σ” ακούσω μπορώ
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να “ρθω σ” εσένα
Και δίχως στόμα θα μπορώ να σε παρακαλώ
Σταμάτησέ μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι
Και αν κάνεις το κεφάλι μου συντρίμμια στάχτη
Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ” έχω πάλι
Χωρίς τα χέρια μου μπορώ να σε σφιχταγκαλιάσω
Σαν να “χα χέρια όμοια καλά με την καρδιά
Σταμάτησέ μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι
Και αν κάνεις το κεφάλι μου συντρίμμια στάχτη
Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ” έχω πάλι
Σταμάτησέ μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι
Και αν κάνεις το κεφάλι μου συντρίμμια στάχτη
|Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ” έχω πάλι

[Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς.]

Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο
του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να’ ρθω μαζί σου
 
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.

Πάμπλο Νερούδα, Όλο παίζεις, εσύ
Πόσο έχεις στ” αλήθεια πονέσει,
ώσπου να “βρεις τα χούγια μου,
ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη
και τ” όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .
Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού
να μας φιλάει τα μάτια
και πάνω απ” τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο
ν” ανοίγει ωσάν ριπίδιο.
Σα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.
Καιρός πάει πολύς που αγάπησα
το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.
Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος
του σύμπαντος όλου.
Θα σου φέρω απ” τα βουνά λουλούδια εξαίσια,
κλέλιες, ζουμπούλια
και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.
 
Θέλω να κάνω μαζί σου
αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.
[Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.]

Τάσος Λειβαδίτης, Σὲ περιμένω παντοῦ
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
 
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία,
πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
 
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
 
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
 
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ,
ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων.
Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο…
ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

Τζιοκόντα Μπέλι, Διατρέχοντάς σε
Θέλω τη σάρκα σου να δαγκώνω,
σάρκα αλμυρή και όλο ρώμη,
ξεκινώντας απ´τα όμορφα τα μπράτσα σου,
ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος-σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.
Εκεί για κάμποσο να μένω
μπλέκοντας τα χέρια μου
στο δασάκι αυτό από θάμνους που βλασταίνουν,
απαλό και μαύρο κάτω απ’ το γυμνό μου δέρμα,
να συνεχίζω ύστερα στον αφαλό
προς το κέντρο εκείνο απ’ όπου ξεκινάς να γαργαλιέσαι,
και ολοένα να σε δαγκώνω, να σε φιλώ,
ώσπου εκεί να φτάνω,
στο μικρό εκείνο μέρος
-κρυφό και μυστικό-
που χαίρεται στην παρουσία μου
που προχωρά για να μ’ υποδεχτεί
και προς εμένα προελαύνει
με όλην του τη δύναμη την πυρωμένη, ανδρική.
Ύστερα στα πόδια σου να κατεβαίνω
στέρεα σαν τις πεποιθήσεις σου τις αντάρτισσες,
τα πόδια αυτά που το ανάστημά σου ορθώνουν
που σε φέρνουνε σε μένα
και εμένα συγκρατούν,
που τα πλέκεις τη νύχτα στα δικά μου
τα απαλά και θηλυκά.
Τα πέλματά σου να φιλώ, έρωτά μου,
που τόσο, δίχως μου, τους μένει να διαβούν
και πάλι πίσω ν’ ανεβαίνω, σκαλί το σκαλί,
ώσπου τα χείλη να πιέζω στα δικά σου,
ώσπου όλη να γεμίζω απ’ το σάλιο, την ανάσα τη δική σου,
ώσπου μέσα μου να εισβάλλεις
με τη δύναμη του ιλίγγου
και με το πήγαινε να με κατακλύζεις και το έλα σου
σαν θάλασσα ανήμερη,
ώσπου ν’ απομένουμε οι δυο μας ιδρωμένοι τεντωμένοι
στων σεντονιών πάνω την άμμο.
[Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.]

Σαπφώ, Για την Ατθίδα (6ος αιώνας π.Χ.)
 
«πάλι πάλι ο έρωτας` ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω Ατθίδα μου` που
αυτός με τα φαρμάκια και τις γλύκες του
μου κόβει τα ήπατα το τέρας!
κι εσύ πάει με βαρέθηκες`
κάνεις φτερά το ξέρω για την Ανδρομέδα
ποια `ναι λοιπόν αυτή που σε ξετρέλανε
η χωριάτα που μήτε
καν πώς να κρατήσει το φουστάνι της πάνω
από τον αστράγαλο δεν ξέρει;»
[Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης.]
ΥΓ: Ρώτησαν κάποτε έναν γέροντα: «Τι είναι πιο σημαντικό; Να αγαπάς ή να σε αγαπάνε;»
Και ο γέροντας απάντησε: «Τι είναι πιο σημαντικό σε ένα πουλί; Η αριστερή του φτερούγα ή η δεξιά;» 
Εσύ, έχεις και τις δύο φτερούγες;

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *