Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή

«Δεν μπόρεσα, σου λέω! (να έρθω στην κηδεία)» φώναξε ο Μαρτίν.

«Δεν είχα το κουράγιο να φτάσω ως εδώ και να τους δω να ρίχνουν χώμα πάνω στον γέρο κι ύστερα να γυρίζει ο καθένας στο σπίτι του και να μείνω εδώ τη νύχτα, μαζί σου, και την άλλη μέρα να δω όλους αυτούς τους ανθρώπους που τον έκλαψαν ίδιους, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το ψάρεμα, οι μπίρες, τα χαρτιά, οι ίδιες ιστορίες που δεν συνέβησαν ποτέ. Ποια ήταν η ζωή του μπαμπά; Τα ίδια και τα ίδια. Και η δική σου. Και η δική μου. Κι αυτή όλων των ανθρώπων. Και ξαφνικά φτάνει ο θάνατος και τέρμα. Ποιος θα θυμάται τον πατέρα μου σε πενήντα χρόνια; Τι υπήρξε ο πατέρας μου ανάμεσα σε όλους τους άντρες του κόσμου;»

Η Εουλάλια έκανε μια προσπάθεια για να σηκωθεί από το τραπέζι και να πλησιάσει τον γιο της. Δεν φαινόταν θυμωμένη. «Εγώ, παιδί μου, δεν τα πολυκαταλαβαίνω αυτά τα πράγματα. Αλλά θα σου πω κάτι. Κοίτα να δεις, ερχόμαστε στον κόσμο μια φορά, το λέει κι η Βίβλος. Έχεις δίκιο βέβαια, σ’ αυτό το χωριό κανένας δεν έκανε ποτέ κάτι για το οποίο να τον θυμούνται οι άνθρωποι. Αλλά τι σημασία έχει; Έτσι είναι η ζωή. Είναι σαν μια ευκαιρία».

«Μια ευκαιρία για τι;» ρώτησε ο Μαρτίν.

Η Εουλάλια τον κοίταξε με τα θολά της μάτια και χαμογέλασε, ζαρώνοντας ολόκληρη. «Έλα, πάμε να πιούμε το μάτε έξω».

«Δεν θα έπρεπε να βγεις έξω, μαμά, μ’ αυτό το κρύο».

«Πάντα βγαίνω», είπε η Εουλάλια κουνώντας το αριστερό της χέρι και κάνοντας μια γκριμάτσα με το στόμα.

Ο Μαρτίν την ακολούθησε. Κάθισαν στις καρέκλες κάτω από το φαγωμένο στέγαστρο της εισόδου. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κει, η θάλασσα και η βροχή είχαν κηρύξει ανακωχή.

«Ξέρω ότι η ζωή μου δεν υπήρξε κάτι το εξαιρετικό, γιε μου», είπε η γριά έπειτα από λίγο. «Τα ίδια κάθε μέρα: κουζίνα, αργαλειός, η ανησυχία για τον γέρο που θα γυρνούσε κουρασμένος κι έπρεπε να σηκωθεί νωρίς, κι ύστερα για σένα που δεν τηλεφωνούσες ποτέ απ’ τον Βορρά. Κάθε μέρα το ίδιο. Αλλά αυτή ήταν η ζωή μου κι είχε και ωραία πράγματα.

Μια μέρα έγινα μάνα, εσύ με έκανες μάνα. Κι εκείνη την ημέρα πήρα στην αγκαλιά μου ένα πραματάκι που είχε βγει από μέσα μου κι είχε μια καρδιά που χτυπούσε. Κι όταν ήμουνα μικρή άκουγα ιστορίες από τους παππούδες μου κουλουριασμένη δίπλα στο μαγκάλι κι έμαθα να υφαίνω από την ίδια μου τη μάνα. Και τώρα που είμαι γριά βγαίνω ακόμη για να περπατήσω και να κοιτάξω τη θάλασσα, και μερικές φορές κάνω κι ένα τσάι με μπόλντο γεμάτο ζάχαρη. Και τα Σάββατα σηκώνομαι να φτιάξω ένα νόστιμο φαγητό γιατί έρχεσαι εσύ και όταν ακούω τα βήματά σου με πιάνει καρδιοχτύπι από τη συγκίνηση. Και είναι αλήθεια, είμαι πάνω από ογδόντα πια και ξέρω ότι σε λιγάκι θα πεθάνω. Και όταν θα έχουν πεθάνει κι οι άλλοι γέροι στο χωριό και όταν θα έχεις πεθάνει κι εσύ, κανείς δεν θα με θυμάται, έτσι όπως λίγο λίγο δυσκολεύομαι κι εγώ να θυμηθώ το πρόσωπο του Φλορένσιο, του Ρουμπέν και του πατέρα Χερόνιμο…

Εμένα όμως αυτό δεν μ’ ανησυχεί, δεν με ανησυχεί που όταν πεθάνω θα δυσκολεύεσαι να θυμηθείς το πρόσωπο και τη φωνή μου. Ξέρεις γιατί; Γιατί σε κράτησα στην αγκαλιά μου και γιατί έμαθα να υφαίνω με τη μάνα μου και γιατί ήπια πολλά τσαγάκια κοιτάζοντας τη θάλασσα. Αυτό δεν το ξέρει κανένας και κανέναν δεν ενδιαφέρει, και γι’ αυτό είναι ξεκάθαρο πως κανείς δεν θα το θυμάται, αλλά εγώ το έχω εδώ μέσα μου και όταν έρθει ο θάνατος θα μπορέσω να τον δω και να τον ρωτήσω πόσα παιδιά έκανε, πόσες κουταλιές ζάχαρη έριξε στα τσαγάκια του, πόσες φορές είδε έναν γλάρο να βουτάει στη θάλασσα με το ράμφος και να υψώνεται ξανά στον ουρανό με το ψάρι. Κι ο θάνατος δεν θα μπορέσει να μου πει τίποτα, γιατί ο θάνατος είναι αυτό: θάνατος.

Ο θάνατος ζηλεύει όλους όσοι είχαν ζωή. Και δεν ξέρεις πόσο ζηλεύει όταν βλέπει τους άλλους ανθρώπους να πηγαίνουν να αποχαιρετήσουν εκείνον που πήρε, όταν ακούει τον κόσμο να μιλάει και να λέει ωραία πράγματα για τον πεθαμένο. Δεν ξέρεις, Μαρτίν, πόση οργή νιώθει ο θάνατος για κάθε δάκρυ που χύνεται για τον νεκρό, γιατί ποτέ κανείς δεν θα χύσει κανένα για κείνον».

*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Ο Θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή του Andres Montero. Έξι ιστορίες που πηγάζουν από τη μεγάλη προφορική παράδοση της Χιλής ενώνονται σ’ έναν παράξενο μύθο που κυλά ρευστός, χωρίς περιορισμούς, αλλά με νόημα μοναδικό. Ένα ονειρικό, απρόβλεπτο βιβλίο, όπου το μόνο σίγουρο είναι ο θάνατος που, όπως η βροχή, θα έρχεται πάντα.

Διαβάστε επίσης:

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *