Μισός αιώνας από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Καθώς φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη μεγαλύτερη ανοιχτή πληγή του Ελληνισμού, ο συγγραφέας, ερευνητής και μέλος της ΕΟΚΑ Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος γράφει για τις ημέρες της εισβολής.

Ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι η εισβολή δεν έγινε μέσα σε γεωπολιτικό κενό, δεν ήταν κάποιο αυθύπαρκτο γεγονός που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1974 χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι.

Προηγήθηκε το πραξικόπημα, προηγήθηκε η διακυβέρνηση του Μακάριου, προηγήθηκαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης–Λονδίνου, προηγήθηκε ο αγώνας της ανεξαρτησίας. 

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο

Το πρωί της Δευτέρας 15ης Ιουλίου 1974 η Εθνική Φρουρά της Κύπρου ανέτρεψε τον Μακάριο ανακοινώνοντας ότι ο αρχιεπίσκοπος είναι νεκρός. Την ίδια ώρα ο τουρκοκυπριακός ραδιοσταθμός Μπαϋράκ καθησύχαζε τους Τουρκοκύπριους ότι το πραξικόπημα ήταν εσωτερική υπόθεση των Ελλήνων.

Τα πράγματα όμως άλλαξαν άρδην. Ο Μακάριος δεν ήταν νεκρός, και η εξέλιξη αυτή έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία να ισχυριστεί ότι κινδυνεύουν οι Τουρκοκύπριοι και ότι ανατράπηκε η συνταγματική τάξη στο νησί, πράγμα που της έδινε το δικαίωμα να επέμβει ως εγγυήτρια Δύναμη.

Στο μεταξύ, ο Μακάριος μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στις Αγγλικές Βάσεις και από εκεί με αεροπλάνο μέσω Μάλτας στο Λονδίνο, όπου συνάντησε στις 17 Ιουλίου τον πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον. Αφού του εξέθεσε τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανατροπή του, ο Άγγλος πρωθυπουργός είπε στον Μακάριο ότι το πραξικόπημα αποτελούσε ΕΙΣΒΟΛΗ της ΕΛΛΑΔΑΣ στην Κύπρο και τον συμβούλεψε να το εντάξει στην ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη.

Στη συνέχεια ο Μακάριος συνάντησε τον υπουργό εξωτερικών Τζέιμς Κάλλαχαν, ο οποίος του ξεκαθάρισε ότι η Βρετανία ΔΕΝ θα επέμβει στρατιωτικά ως Εγγυήτρια Δύναμη και τον ρώτησε πώς θα φαινόταν στους Κυπρίους αν η χώρα του συνεργαζόταν με τους Τούρκους στην εισβολή. «Πέστε ότι πήρατε την έγκρισή μου», του απάντησε ο Μακάριος.

Στο Λονδίνο μετέβη επίσης ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέν Ετσεβίτ και συνάντησε τον Βρετανό ομόλογό του, από τον οποίον ζήτησε Βρετανία και Τουρκία να επέμβουν ως Εγγυήτριες Δυνάμεις για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο. Η Βρετανία αρνήθηκε, υποσχέθηκε όμως να υποστηρίξει την εισβολή, αφού είχε πάρει ήδη την έγκριση του Μακαρίου.

1974 – Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 είχε ως αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή. Κατά την ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας (Σ.Α.) του ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου, ο Μακάριος επανέλαβε επτά φορές ότι η Ελλάδα έκανε εισβολή στην Κύπρο.

Ακόμη, προειδοποίησε ότι από τη νέα κατάσταση θα ζημιώνονταν Έλληνες και Τούρκοι, δίνοντας στην Τουρκία το νομικό έρεισμα που επιζητούσε επί χρόνια για να εισβάλει στην Κύπρο.

Λίγες ώρες αργότερα, πριν ξημερώσει η 20η Ιουλίου, η τουρκική εισβολή είχε αρχίσει. Ο τουρκικός στρατός δημιούργησε προγεφύρωμα στην παραλία «πέντε μίλι» της Κερύνειας και αποβίβαζε συνεχώς στρατεύματα, παρά την ανακωχή που κηρύχτηκε με το ψήφισμα 353 του ΟΗΕ.

Τέσσερις μέρες μετά, στις 24 Ιουλίου, η Χούντα παρέδωσε την εξουσία στους πολιτικούς, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και στην Κύπρο ο Γλαύκος Κληρίδης αντικατέστησε τον πρόεδρο Νίκο Σαμψών.

Το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας ακολούθησε η πρώτη συνάντηση στη Γενεύη μεταξύ των υπουργών εξωτερικών της Ελλάδας, της Αγγλίας και της Τουρκίας. Στο τέλος της εκδόθηκε Κοινή Διακήρυξη που ΔΕΝ ανταποκρινόταν στο ψήφισμα του ΟΗΕ και αποτελούσε ήττα για την Ελλάδα.

Μέρες αργότερα συμφωνήθηκε νέα συνάντηση στη Γενεύη. Ο Πρόεδρος Κληρίδης, που θα παρευρισκόταν σ’ αυτήν, μετέβη στην Αθήνα συνοδευόμενος από τον δικηγόρο Πόλυ Πολυβίου, όπου συνάντησαν τον πρωθυπουργό Καραμανλή, που τους υποσχέθηκε ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο. Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία από έγγραφα της Βρετανίας που αποχαρακτηρίστηκαν, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τη Βρετανία να καλύψει τη μεταφορά δέκα χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών στην Κύπρο.

Η αγγλική κυβέρνηση ζήτησε την άποψη του Μακαρίου, ο οποίος τους απάντησε: «Τι θα πάνε να κάνουν στην Κύπρο οι Έλληνες στρατιώτες;» Μετά από την απάντηση αυτή, η Βρετανία απέρριψε το ελληνικό αίτημα και ο Καραμανλής προέβη στη γνωστή δήλωση, «Η Κύπρος κείται μακράν».

Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα εδάφη της Κύπρου που είχαν καταλάβει οι τούρκικες δυνάμεις ήταν περιορισμένα.

Στη δεύτερη Γενεύη, από 8 έως 14 Αυγούστου, η Τουρκία επέμενε στην πλήρη αποδοχή των επεκτατικών της σχεδίων, που απέβλεπαν στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη διχοτόμηση. Οι συνομιλίες κατέρρευσαν και το πρωί της 14ης Ιουλίου ξεκίνησε ο Αττίλας 2, που κατέληξε στην κατοχή του 37% του Κυπριακού εδάφους.

Ως αποτέλεσμα, περίπου 150.000 άνθρωποι (πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού και το ένα τρίτο των ελληνόφωνων Κυπρίων) προσφυγοποιήθηκαν.

Στις 17 Ιουνίου 1983, εννιά χρόνια μετά την εισβολή, η Τουρκία ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα, χωρίς όμως να αναγνωρίζεται από τον Διεθνή παράγοντα.

Η διεθνής κοινότητα θεωρεί τα εδάφη αυτά ως κατεχόμενη από τις τουρκικές δυνάμεις περιοχή της Δημοκρατίας της Κύπρου. Η κατοχή εξακολουθεί να θεωρείται παράνομη, ενώ οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού ζητήματος συνεχίζονται, μισό αιώνα μετά.

*Ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος γεννήθηκε στην Ακρούντα της Κύπρου τον Μάιο του 1941. Σε ηλικία 15 ετών ορκίστηκε μέλος της ΕΟΚΑ στον αγώνα της εναντίον των Άγγλων, για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε το 1974 και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε τη δικηγορία έως το 1985, ενώ το 1978 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Διόπτρα.

Μακάριος – Οι μεγάλες αλήθειες

Διαβάστε επίσης:

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *