H Τερέζα του Φρέντυ Γερμανού

Γράφει ο Δημήτρης Κόκορης, καθηγητής νεοελληνικής γραμματείας του ΑΠΘ

Ο Φρέντυ Γερμανός (1934-1999) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Η δημοσιογραφική παρουσία του στον χώρο των εφημερίδων και της τηλεόρασης, εκτός από πολύ γνωστή, υπήρξε και σημαντική. Επιπρόσθετα, οι συγγραφικές επιδόσεις του σε αρκετά είδη του αφηγηματικού, κυρίως, λόγου (χιουμοριστικά κείμενα μικρής φόρμας, μυθοπλαστικές νουβέλες, ιστορικά μυθιστορήματα, μυθιστορηματικές βιογραφίες, ακόμη και κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων), σε συνδυασμό με την υψηλόβαθμη απήχηση των περισσότερων βιβλίων του στο αναγνωστικό κοινό, συγκροτούν γνωρίσματα μιας συγγραφικής προσωπικότητας, της οποίας τα κείμενα ανήκουν οργανικά στο πεδίο της νεοελληνικής λογοτεχνικής γραμματείας.

Το μυθιστόρημα Τερέζα, αφήγημα του οποίου ο θεματικός πυρήνας συσσωματώνει τον περιπετειώδη βίο της Τερέζας Δαμαλά, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1997. Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα (έτσι το χαρακτηρίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας στον υπότιτλο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου). Δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα, στου οποίου την πλοκή συμμετέχουν λογοτεχνικά πρόσωπα με φόντο τα ιστορικά γεγονότα μιας συγκεκριμένης εποχής. Με άλλα λόγια, εάν κάθε μυθιστόρημα με σκηνικό εκτύλιξης της υπόθεσης ένα ιστορικό γεγονός ή με λογοτεχνικούς ήρωες πραγματολογικά διακριβωμένους χαρακτηριζόταν «ιστορικό», τότε το μεγαλύτερο μέρος της μυθιστορηματικής παραγωγής (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς) θα αποτελούνταν από «ιστορικά» μυθιστορήματα. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι έτσι. Ιστορικά μυθιστορήματα, και ένα από αυτά είναι η Τερέζα, υπάρχουν και πολλά και καλά, αλλά όλα τα μυθιστορήματα που συνδέονται γενικώς με την Ιστορία δεν είναι ιστορικά.

Η κύρια πλοκή της Τερέζας τοποθετείται από το 1916 έως και το 1922, όταν δηλαδή ο συγγραφέας του βιβλίου δεν είχε ακόμη αντικρίσει το φως της ζωής, ενώ στο πλαίσιο του μυθιστορήματος τηρούνται πιστά οι συντεταγμένες της εποχής, όσον αφορά τον ιστορικό προσδιορισμό και τον γεωγραφικό χώρο (η ζωή της πρωταγωνίστριας απλώνεται σε αρκετές χώρες και πόλεις), τις συνήθειες, τη συμπεριφορά, την ενδυμασία, τον τρόπο ομιλίας, τις εθνικές ταυτότητες και τις ιδεολογικές επιλογές των προσώπων. Κατά τούτο, η Τερέζα είναι ιστορικό μυθιστόρημα, εφόσον πληροί τις δύο βασικές προϋποθέσεις της συγκεκριμένης αφηγηματικής συνθήκης.

Θα μπορούσαμε, επίσης, να συμπεράνουμε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα ως αφηγηματικό πλαίσιο επιβάλλει την αληθοφάνεια, αλλά επιτρέπει και τη μυθοπλασία. Το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορική πραγματεία, αποτελεί δηλαδή έκφραση καλλιτεχνική και δεν υποχρεούται να πειθαρχεί στην απολύτως ελεγμένη πραγματολογικά επιστημονική γλώσσα. Ο ρεαλιστικός κώδικας της συγγραφής ενός ιστορικού μυθιστορήματος προϋποθέτει αληθοφάνεια, δηλαδή θα μπορούσε τα περιγραφόμενα να είχαν συμβεί, όμως δεν είναι υποχρεωτικό να έχουν οπωσδήποτε συμβεί. Συγκεκριμένα και με πεδίο αναφοράς την Τερέζα: Τα ιστορικά γεγονότα, εντός των οποίων αναπτύσσεται η πλοκή, είναι εξακριβωμένα, ενώ είναι επιβεβαιωμένο ότι υπήρξαν και η Τερέζα Δαμαλά και ο Αριστείδης Δαμαλάς και η Σάρα Μπερνάρ και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και η Σοφία Λασκαρίδου και ο Πάμπλο Πικάσο και ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ, και όλο τελικά το πλήθος ιστορικά υπαρκτών προσώπων που στελεχώνουν την πλοκή. Το τι είπαν στις μεταξύ τους συζητήσεις, το εάν και πώς ανέπτυξαν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, απορρέει εν μέρει και από τη συγγραφική έρευνα (παρεμπιπτόντως, γίνεται φανερό ότι η έρευνα των πηγών για να γραφτεί η Τερέζα υπήρξε λεπτομερής), ωστόσο ολοκληρώνεται και από θεμιτή συγγραφική μυθοπλασία, η οποία, τηρώντας τη νόρμα της ρεαλιστικά δομημένης αληθοφάνειας, προικίζει τον κειμενικό ιστό με στοιχεία που ταιριάζουν στο ήθος και τον χαρακτήρα των λογοτεχνικών ηρώων, χωρίς απαραιτήτως αυτά τα στοιχεία να επιβεβαιώνονται με αδιάσειστα τεκμήρια.

Ο ερευνητής – δημοσιογράφος και ο λογοτέχνης – συγγραφέας συνυπάρχουν και συνδυάζονται και στην Τερέζα του Φρέντυ Γερμανού, ίσως γι’ αυτό και η υποδόρια συμπόρευση της συγγραφικής φωνής με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ ως λογοτεχνικό πρόσωπο γίνεται αισθητή (ο σπουδαίος Αμερικανός πεζογράφος είχε αξιομνημόνευτη θητεία και στη δημοσιογραφία). Θεμιτό, επίσης, θα πρέπει να θεωρήσουμε το ότι, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του ιστορικού μυθιστορήματος, διαφαίνονται, κατά τις περιγραφές και την εξέλιξη της πλοκής, και οι ιδεολογικές και πολιτικές συνιστώσες της σκέψης του συγγραφέα (γίνεται, για παράδειγμα, εύκολα αντιληπτό το αρνητικό πρόσημο με το οποίο φορτίζονται ο Ιωάννης Μεταξάς, οι Έλληνες βασιλείς, αλλά και οι Τούρκοι). Η συναισθηματική δραστικότητα της λογοτεχνικής γραφής επικρατεί έναντι της αποστασιοποιημένης ιστορικής αμεροληψίας, άλλωστε η Τερέζα είναι μυθιστόρημα, όχι επιστημονική πραγματεία.

Θα προσπαθήσουμε, κλείνοντας, να απαντήσουμε και σε ένα ακανθώδες ερώτημα: Γιατί τα λογοτεχνικά βιβλία του Φρέντυ Γερμανού, ενώ είχαν αξιοσημείωτα μεγάλη αναγνωστική απήχηση, ουσιαστικά αγνοήθηκαν από τη λογοτεχνική κριτική και τη νεοελληνική φιλολογία; Η αλήθεια είναι ότι δημοσιεύτηκαν αρκετά κείμενα για τα βιβλία του, κυρίως με όρους εκδοτικής επικαιρότητας, αλλά τα συντριπτικώς περισσότερα είναι απλές βιβλιοπαρουσιάσεις σε φιλικό προς τον συγγραφέα τόνο και όχι κείμενα κριτικής ή και φιλολογικής ανάλυσης. Μία πιθανή αιτία ήταν η δημοσιογραφική και κυρίως η τηλεοπτική persona του συγγραφέα. Επιβεβλημένος (με την αξία του, εννοείται!) στον χώρο της έντυπης δημοσιογραφίας και των τηλεοπτικών εκπομπών, αντιμετώπισε τις, όχι σωστές αλλά οπωσδήποτε εξηγήσιμες, αγκυλώσεις μιας λογοτεχνικής και φιλολογικής κοινότητας που δύσκολα αποδέχεται τη συγγραφική παρουσία ανθρώπων οι οποίοι έχουν διαπρέψει σε άλλα πεδία, ενδεχομένως πολιτισμικά, όμως όχι ενταγμένα στον χώρο της λογοτεχνικής συγγραφής. Η άλλη αιτία σχετίζεται με το ότι η λογοτεχνική γραφή του Φρέντυ Γερμανού (τουλάχιστον στα ιστορικά του μυθιστορήματα, της Τερέζας συμπεριλαμβανομένης) υπήρξε εντελώς παραδοσιακή, και αυτό δεν είναι κατηγόρια· είναι διαπίστωση.

Ο μεταπολεμικός κόσμος καθρεφτίστηκε πιστότερα από μια γραφή θραυσματική και συνειρμική, που πήγαινε από την περιφέρεια προς το κέντρο και όχι αντίστροφα. Μια κοινωνία αντιφατική, με εκπτωχευμένη και διαψευσμένη την αύρα των μεγάλων οραμάτων, με αυξανόμενη την υπαρξιακή αγωνία και με ιδιαίτερα αισθητή τη δυναμική των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων, αφηγηματικά εξελίχθηκε με λογοτεχνικές φωνές που αξιοποίησαν το θραυσματικό, το αντιφατικό, το πολυφωνικό ως άθροισμα μονολόγων – συχνά συνειρμικής ροής, το οδυνηρά εκφρασμένο, χωρίς βεβαιότητα και ακλόνητη πίστη.

Επιπρόσθετα, ένα σημαντικό τμήμα της νεοελληνικής μεταπολεμικής πεζογραφίας, παίρνοντας τη σκυτάλη από μείζονες πεζογράφους του τέλους του 19ου αιώνα, σαν τον Γεώργιο Βιζυηνό και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αποστασιοποιήθηκε από τις ηφαιστειώδεις, «μεγάλες» προσωπικότητες που πρωταγωνιστούσαν στην πεζογραφική παραγωγή, ιδίως των χρόνων του Ρομαντισμού, τοποθετώντας στο αφηγηματικό επίκεντρο τον απλό, «τσαλακωμένο», βασανισμένο και τσακισμένο άνθρωπο του χωριού και της πόλης. Οι δύο αυτές συνιστώσες της πεζογραφικής νεωτερικότητας λογικό ήταν να ελκύσουν ως τεχνοτροπικές καινοτομίες το ενδιαφέρον της φιλολογικής έρευνας και ερμηνείας, καθώς και να κινητοποιήσουν μία βασική πτυχή της λογοτεχνικής κριτικής, που έδωσε και συνεχίζει να δίνει το βάρος όχι μόνο στο τι λέει ο συγγραφέας, αλλά και στο πώς το λέει.

Η γραφή της Τερέζας είναι καλοδουλεμένη, γλαφυρή, γλωσσικά σύνθετη και προσαρμοσμένη στο ήθος κάθε λογοτεχνικού ήρωα, όμως δεν είναι γραφή νεωτερική και αφηγηματικά ρηξικέλευθη. Όλα περνούν μέσα από τη ματιά ενός παντόπτη αφηγητή, που συμπίπτει με τον συγγραφέα. Εάν αξιοποιήσουμε τους όρους του πολύ γνωστού αφηγηματολογικού σχήματος του Gérard Genette, θα χαρακτηρίζαμε την αφηγηματική εστίαση της Τερέζας «μηδενική», η οποία δεν μεταβάλλεται σε «εσωτερική», παρά τις ομιλούσες φωνές των λογοτεχνικών ηρώων.

Η συγγραφική ματιά ελέγχει καθ’ ολοκληρίαν το μυθιστορηματικό τοπίο και η αφήγηση εξελίσσεται γραμμικά και λογικά. Ακόμη και οι αναχρονίες της πλοκής, δοσμένες με το συγγραφικό εργαλείο των απαραίτητων αναδρομικών αφηγήσεων (όταν δηλαδή ένας λογοτεχνικός ήρωας σκέφτεται ή αφηγείται κάτι παρελθοντικό που εκφεύγει από το αφηγηματικό παρόν), αφενός είναι σχετικά λίγες, αφετέρου είναι λογικά ελεγχόμενες και σύντομες, με αποτέλεσμα να μη διαταράσσουν την εξελικτική ομαλότητα της υπόθεσης και να μην απειλούν τη χρονική διαδοχή των περιγραφόμενων γεγονότων. Κάθε επόμενο κεφάλαιο συνδέεται ως εξέλιξη με το προηγούμενο και αυτό επιβεβαιώνεται και από το κύκλιο σχήμα του μυθιστορήματος (στο ξεκίνημα σκιαγραφείται ένας συμβολικός βιασμός, απότοκος αυταρχικής καλλιτεχνικής συμπεριφοράς, και στο κλείσιμο υποβάλλεται ένας κατά κυριολεξίαν βιασμός, παραγόμενος από την ανθρώπινη κτηνωδία αλλά και τη βαριά ιστορική μοίρα). Τα λογοτεχνικά πρόσωπα (που είναι και ιστορικά υπαρκτές προσωπικότητες) μιλούν συχνά και πολύ, εκθέτοντας τις πράξεις και τις σκέψεις τους, πάντα όμως όσα παρουσιάζουν εξαρτώνται από το «είπε», από το «σκέφτηκε» ή από τα ποικίλα συνώνυμά τους, δηλαδή οι έλλογοι κρίκοι της αφήγησης είναι πανίσχυροι και εμφαντικά υπογραμμισμένοι.

 Το ιστορικό μυθιστόρημα του Φρέντυ Γερμανού χαρακτηρίζεται από υψηλόβαθμη οργανική ενότητα, που εξακτινώνεται από το συγγραφικό και ιστορικό επίκεντρο προς την αφηγηματική περιφέρεια, στο πλαίσιο ενός ευσταθούς λογοτεχνικού σύμπαντος, στο οποίο η συγγραφική αμηχανία δεν έχει καμία θέση. Σημειωτέον, βέβαια, ότι τόσο η Τερέζα Δαμαλά όσο και τα υπόλοιπα βασικά λογοτεχνικά πρόσωπα του μυθιστορήματος δεν έχουν καμία σχέση με τον συνηθισμένο άνθρωπο και σίγουρα ως δυναμικές και χειμαρρώδεις προσωπικότητες υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο ανθρώπινο όρο. Σεβαστές οι συγγραφικές επιλογές, άλλες και άλλους τους απωθούν, άλλες και άλλους τους ελκύουν, αυτό είναι λογικό, αναμενόμενο και τελικά αναπόδραστο. Το βέβαιο είναι ότι ο Φρέντυ Γερμανός ήξερε να αφηγηθεί μια ιστορία με τρόπο γοητευτικό και στα σημεία συναισθηματικής κορύφωσης συναρπαστικό.

Ως συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων δεν εγκατέλειψε ποτέ τον ερευνητή – δημοσιογράφο (σε ορισμένα σημεία της Τερέζας τα λογοτεχνικά πρόσωπα μοιάζει σαν να δίνουν συνέντευξη). Έδωσε βιβλία με οργανική ενότητα και με ύφος καλοδουλεμένο και ακριβόλογο, τα οποία διαβάζονται με αυξανόμενο και αδιάπτωτο αναγνωστικό ενδιαφέρον, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να του το πιστώσουμε.

Τερέζα

Διαβάστε επίσης:

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *