Η μνήμη του Ολοκαυτώματος, ένα πανανθρώπινο χρέος

Άουσβιτς, Νταχάου, Μαουτχάουζεν, Τρεμπλίνκα, Σομπιμπόρ, Μπέλζεκ. Αυτά ήταν μερικά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί σε όλη την Ευρώπη.

Σήμερα, Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος, θυμόμαστε τα 6 εκατομμύρια Εβραίους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, θύματα του Ολοκαυτώματος, μιας άνευ προηγουμένου φρίκης. Σήμερα θυμόμαστε την πρωτοφανή και προμελετημένη βαρβαρότητα απέναντι στους Εβραίους και αμέτρητες ακόμα μειονότητες.

Σήμερα δεν πρέπει να ξεχνάμε όλες εκείνες τις απελπισμένες φωνές τις οποίες πολύ λίγοι άκουσαν και για τις οποίες πολύ λίγοι μίλησαν για αυτές.

 «Τα τέρατα υπάρχουν, αλλά είναι λίγα για να είναι επικίνδυνα. Οι πιο επικίνδυνοι είναι οι απλοί υπάλληλοι, πρόθυμοι να πιστέψουν και να δράσουν χωρίς να ρωτήσουν τίποτα», αυτή ήταν η χαρακτηριστική φράση του Πρίμο Λέβι, που επιβίωσε από το Άουσβιτς.

Το τραύμα είναι ανοιχτό και δεν χωράει καμία ουδετερότητα, καμία αδράνεια, καμία παθητικότητα, καμία αδιαφορία, καμία σιωπή.

Ο Καζαντζάκης ήδη από το 1946 γράφει για το Ολοκαύτωμα∙ ίσως ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που αγγίζει το θέμα σε βιβλίο του. Στον Ανήφορο βασική ηρωίδα είναι η Νοεμή, μια τρομακτική μα συνάμα τρυφερή γυναικεία φιγούρα που κουβαλά τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Οι εικόνες από όσα έζησε τη στοιχειώνουν και έρχεται σε μια διαρκή αναμέτρηση με μια μνήμη που είναι αδύνατο να σβήσει.

Καθώς η μνήμη του ολοκαυτώματος στοιχειώνει την Νοεμή και την κάνει να αναρωτιέται για τη δυνατότητα που δίνει ένα τέτοιο γεγονός στο αύριο, αν υπάρξει, βιώνει με διαφορετικό τρόπο τις καταστροφές που υπέστη η Κρήτη από τους Ναζί.

Μια κοπέλα έφερε σ’ ένα καυκί λίγο νερό στη Νοεμή. Έσκυψε η Νοεμή το πρόσωπό της στο νερό, ήπιε. Η καρδιά της δροσίστηκε λίγο, κοίταξε γύρα της τις μαυροφόρες, χαμογέλασε στους γέρους. «Αβάσταχτος είναι ο πόνος του κόσμου» συλλογίστηκε «δεν μπορώ πια!» Στράφηκε στον Κοσμά, που χάδευε την ώρα εκείνη ένα μωρο που βύζαινε. «Τούτος με κρατάει στη γης ακόμα..» είπε στο νου της. Θέλω να φύγω και δε με αφήνει. Δεν έχω τη δύναμη πού ’χουν τούτοι οι χωριάτες· δε θέλω να ξαναρχίσει η φρίκη, φτάνει!»

Η Νοεμή διαρκώς αναμετράται με μια μνήμη που δεν μπορεί να σβήσει. Ξέρει ότι αυτή η μνήμη μάχεται διαρκώς με τη λήθη.

Προχωρούσαν αμίλητοι. Ο Μανολιός συλλογίζουνταν το μαντρί του, ο Κοσμάς τον πόνο της Κρήτης· κι ο νους της Νοεμής ήταν μακριά πολύ, σε ρημαγμένες χώρες. Τέτοια ώρα, στο βασίλεμα του ήλιου, ο πατέρας της, ο γέρο ραβίνος, πλένουνταν, άλλαζε, έπαιρνε τη Γραφή, την άνοιγε στα γόνατά του κι άρχιζε σιγά σιγά να ψέλνει, χαιρετώντας τη νύχτα του Θεού. Μια μελωδία πικρή, σερτή, μονότονη, σαν κλάψιμο λαβωμένου αγριμιού. Και σε κάθε πανσέληνο έβανε ο γέρο πατέρας της άσπρες κάλτσες κι έβγαινε τα μεσάνυχτα στην αυλή και χόρευε στο φεγγάρι με τα χέρια όρθια στον ουρανό, σα να προσεύχουνταν. Και τώρα…

Κοίταξε γύρα της· μια στιγμη ο νούς της σάστισε, δεν ήξερε πού βρίσκουνταν, έσυρε φωνή.

Ο Κοσμάς τρόμαξε:

― Τι έπαθες, Νοεμή; Γιατί φώναξες;

Μα εκείνη είχε πια συνηφέρει, στράφηκε, του χαμογέλασε:

― Μη φοβάσαι, του είπε τρυφερά, μη φοβάσαι, αντέχω.

Ο Καζαντζάκης σε αυτό το έργο δίνει υπόσταση στη μνήμη του Ολοκαυτώματος, την κάνει κραυγή και πράξη. Κάνει τη Νοεμή φορέα του χρέους του ανθρώπου που είδε και δεν πρέπει να σωπάσει. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να είναι ανάλαφρος όταν έχει συμβεί αυτή η ανείπωτη φρίκη; 

― Έχεις πυρετό, αγαπημένη μου. Ησύχασε.

― Δεν έχω πυρετό, αποκρίθηκε γαληνά η κοπέλα, αυτή ’ναι, θαρρώ, η κανονική θερμοκρασία του ανθρώπου, μην ανησυχείς. Δεν έχω πυρετό· μα είμαι πια από τις ψυχές που είδαν και δεν ξεχνούν. Και ξέρουν τι πρέπει να κάμουν, και δεν μπορούν. Κι όταν συναντούν μια ψυχή που να μπορεί, της φωνάζουν: «Σηκώσου απάνω! Κάμε ό,τι δεν μπορώ να κάμω εγώ, ο κόσμος χάνεται!»

Το να κρατάμε τη μνήμη του Ολοκαυτώματος ζωντανή είναι ένα πανανθρώπινο χρέος, ένα χρέος προς την Ανθρωπότητα. Το μίσος πρέπει να ξεριζωθεί, για να χτιστεί η ειρήνη. Σήμερα, ας δεσμευτούμε όλοι ότι θα θυμόμαστε για πάντα.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *