Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω αστυνομικός

Αυτή είναι η απάντηση που θα λάβεις από ένα παιδί πέντε χρονών περίπου. Θέλω να γίνω αστυνομικός για να πιάνω τους κλέφτες και να προστατεύω τους ανθρώπους.

Και μερικά χρόνια αργότερα… το ίδιο αγόρι που ονειρευόταν να γίνει αστυνομικός, γνωρίζει μια πλευρά της αστυνομίας. Γνωρίζει την αστυνομία που ενίοτε κάνει κατάχρηση της εξουσίας και ενίοτε αδιαφορεί. Αυτή η αστυνομία όχι μόνο δεν υπηρετεί τον σκοπό της, αλλά είναι προβληματική. Ωστόσο, αποτελεί μόνο ένα τμήμα της Ελληνικής Αστυνομίας.

Υπάρχει και ένα άλλο τμήμα. Αυτό στον 11ο όροφο της ΓΑΔΑ. Το τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας ή αλλιώς το Ανθρωποκτονιών ή για να χρησιμοποιήσουμε το παρατσούκλι που πολλοί τους αποδίδουν, το τμήμα των σκληρών.

Οι άνθρωποι που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενός εγκλήματος. Οι άνθρωποι που ερευνούν και εργάζονται με το κοντράστ ζωής και θανάτου διαρκώς να δεσπόζει στη δουλειά τους.

Σίγουρα δεν πρόκειται για μια τυπική δουλειά. Οι εργαζόμενοι στο Ανθρωποκτονιών δεν χτυπάνε κάρτα στις 9 το πρωί και δεν σχολάνε στις πέντε το απόγευμα. Δεν υπάρχουν ωράρια και οι υποθέσεις διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ μερικές παραμένουν ανοιχτές για πάντα, ανοιχτές πληγές για πολλές ζωές, πληγές που δεν επουλώθηκαν και ίσως να μην επουλωθούν ποτέ.

Λεωφόρος Αλεξάνδρας

Σε πρώτη φάση, οι άνθρωποι έρχονται σε άμεση επαφή με τον θάνατο. Έρχονται αντιμέτωποι με την αποσύνθεση του ανθρώπινου σώματος στα δομικά του υλικά. Πολλές φορές, με ένα σώμα που θυμίζει αμυδρά αυτό που κάποτε ήταν. Βιώνουν μια καθημερινή αναμέτρηση με τις συνέπειες της ανθρώπινης απληστίας, οργής και ανεξέλεγκτης λίμπιντο.

Κι έρχονται αντιμέτωποι με την υπενθύμιση της ζωής. Ένα «αντικείμενο» που βρέθηκε σε αυτήν την κατάσταση ήταν κάποτε ζωντανό, όπως εμείς αυτή τη στιγμή. Και υπάρχουν στιγμές, που η μοναξιά του θύματος μιας ανθρωποκτονίας είναι αβάσταχτη, ακόμα και για τον πιο έμπειρο ερευνητή.

Ο ερευνητής, ο οποίος καθώς επεξεργάζεται την υπόθεση και όλα τα δεδομένα ξανά και ξανά, γνωρίζει το θύμα ίσως καλύτερα και από τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους: Γνωρίζει τις συνήθειές του, πότε ξυπνούσε, τι έτρωγε για πρωινό, πώς έπινε τον καφέ του, ποια διαδρομή ακολουθούσε για τη δουλειά του, τι αστεία έκανε, σε ποια μέρη είχε ταξιδέψει. Είχε δει φωτογραφίες του στη ζωή –χαμογελαστός, χειμαρρώδης– και στον θάνατο.

Στην αρχή γνωρίζει τα πάντα εκτός από τον δολοφόνο του.

Οι υποθέσεις είναι μαραθώνιοι, όχι σπριντ.

Πολλές φορές η δουλειά τους συνίσταται στην ατέλειωτη αναζήτηση της μύτης μιας βελόνας, μέσα σε έναν αχυρώνα στο μέγεθος ποδοσφαιρικού γηπέδου. Η μια απογοήτευση διαδέχεται την άλλη, όπως και τα αδιέξοδα στα οποία πέφτουν. Οι περισσότερες θέλουν χρόνο, επιμονή και υπομονή.

Δεν είναι λίγες οι φορές που καλούνται να κάνουν τους ζογκλέρ, ισορροπώντας ανάμεσα σε ανοιχτές υποθέσεις διαφορετικής προτεραιότητας.

Οι υποθέσεις παραμένουν πάντα ζωντανές. Μπορεί κατά καιρούς, μια υπόθεση να δίνει τη θέση της σε κάποια άλλη, περνώντας για ένα διάστημα στο παρασκήνιο, όπως συμβαίνει με κάθε μακροχρόνια έρευνα, μέχρι που επανέρχεται ξανά στο προσκήνιο και ο κύκλος συνεχίζεται.

Λεωφόρος Αλεξάνδρας

Υπάρχει μια συνεχή ροή. Διαρκώς συζητούν νέες προσεγγίσεις, εξετάζουν πτυχές της έρευνας που είχαν παραβλέψει ή αμελήσει, μελετούν ξανά και ξανά τα δεδομένα, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν ανεξερεύνητες οπτικές γωνίες.

Έρχεται και η στιγμή, όταν μια μεγάλη υπόθεση ολοκληρώνεται. Αλλά κανείς δεν έχει όρεξη για πανηγυρισμούς. Η υπόθεση παίζει σαν φιλμ στο μυαλό τους και μέσα στα επόμενα εικοσιτετράωρα την εξετάζουν ξανά καρέ-καρέ.

Μελετούν κάθε λεπτομέρειά της, αξιολογούν τη συνεργασία των ομάδων, εντοπίζουν τα λάθη που έγιναν ώστε να αποφευχθούν σε μια επόμενη.

Σιωπή. Μούδιασμα. Σωματική και πνευματική κόπωση.

Θα περίμενε κανείς πως μέσα από αυτή τη διαρκή διαδικασία, οι αστυνομικοί σκληραίνουν ψυχικά. Πως η συνεχής έκθεση στη βία τούς αναισθητοποιεί. Μάλλον, συμβαίνει το αντίθετο, η επαφή με τον θάνατο σε μαλακώνει. Σε κάνει πιο ανθρώπινο. Πιο θνητό.

Πόσα νεκρά παιδιά, πόσα διαμελισμένα πτώματα, πόσες νεκρές μητέρες τυλιγμένες στο χαλί μπορεί να δει κανείς στη ζωή του προτού ξεπεράσει το όριο της ψυχικής του αντοχής και σπάσει;

Αύριο τους περιμένει άλλη μια μέρα στο γραφείο. Αλλά, είναι όντως έτσι; Είναι τελικά απλώς άλλη μια μέρα στο γραφείο;

Για όλα αυτά γράφει στο νέο του βιβλίου «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173», ο Βαγγέλης Γιαννίσης. Ο συγγραφέας έζησε για ένα χρόνο στον 11ο όροφο της ΓΑΔΑ, στο Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας. Συνεργάστηκε πολύ στενά με τους αξιωματικούς του Τμήματος, καταγράφοντας κάθε λεπτομέρεια. Και σε αυτό το ταξίδι μας πήρε μαζί του, μας έκανε μέρος πέντε αληθινών ιστοριών, μας έβαλε στα άδυτα της ΓΑΔΑ. Κι αυτό που έχει πετύχει είναι μοναδικό.

αληθινά εγκλήματα

Υ.Γ.1. Τα εγκλήματα της διπλανής πόρτας

Υ.Γ.2. Ανακαλύψτε εδώ όλα τα βιβλία του Βαγγέλη Γιαννίση!

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *