Για τη ζωή που ξεφεύγει συνέχεια από το άγγιγμά μας

Όσα διαβάσετε είναι από το βιβλίο του Λάκη Λαζόπουλου «Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου».
Αργά το ίδιο βράδυ πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στο Σούνιο. Εκεί στην αγαπημένη μου θέση. Μόνος. Με απόλυτη ησυχία. Μήπως ακούσω τη φωνή μέσα μου. Με τόσο θόρυβο την είχα χάσει.

Μετά τον θάνατο της μητέρας μου όμως είχα χάσει πια και την παιδική μου φωνή. Αφού δεν υπήρχε η μάνα μου να με λέει «παιδί μου», ποιο δικαίωμα είχα εγώ πια να είμαι παιδί;

Το παιδί αυτό έφυγε μαζί της και αυτόν τον καινούριο άνθρωπο, που τώρα κουβάλαγα μέσα μου, δεν τον ήξερα καλά καλά. Ήταν ο τρίτος άνθρωπος που συναντούσα στη ζωή μου και ζητούσε να μπει μέσα μου.

Του το επέτρεψα.

Απλά όλα αυτά τα χρόνια ο καθρέφτης δεν μου επέτρεψε να συστηθώ με όλες τις διαφορετικότητές μου. Έμπαιναν και οι ρόλοι του θεάτρου ενδιάμεσα και οι δικοί μου ρόλοι περίμεναν την ώρα τους.

Όλα αυτά τα χρόνια δούλευα αμέτρητες μέρες και νύχτες, πειθαρχημένος όπως το καλύτερο ρολόι ελβετικής εταιρείας. Δεν είχα χρόνο να μιλήσω μαζί μου.

Είχε φεγγάρι, του χαμογέλασα σαν να με έβλεπε, βγήκα από το αυτοκίνητο και έφτασα στη θάλασσα. Έμεινα ξυπόλυτος. Το κρύο πάντα μου άρεσε. Τη ζέστη απεχθάνομαι.

«Τι πρέπει να ξέρω;» ρώτησα στο πουθενά.

Το πουθενά δεν μου απάντησε. Ένιωθα. Ήξερα.

Όπως πιστεύω ότι ήξερε και η Τασούλα. Από την αρχή.

Όμως είχε κρατηθεί επάνω μου, είχε γαντζωθεί, όπως τον πρώτο καιρό, στα πρώτα χρόνια του έρωτα.

Την αγαπούσα την Τασούλα γιατί με επέλεξε χωρίς να είμαι τίποτα. Κανένα συμφέρον. Δεν είχε μία, δεν είχα μία. Είχα κατέβει με 52 δραχμές στην Αθήνα, έμενα στο σπίτι ενός συμφοιτητή μου από την Κομοτηνή, του Κώστα Κιντή, Κέρκυρας 71-73, σ’ ένα ημιυπόγειο που έβλεπε σ’ έναν τεράστιο ακάλυπτο, που με ενέπνευσε για να γράψω πολλά χρόνια αργότερα την «Κυριακή των Παπουτσιών». Αυτόν τον ακάλυπτο θυμόμουν. Η Τασούλα με ακολούθησε στην Αθήνα. Εγώ τελείωνα το πανεπιστήμιο, ήμουν στο πτυχίο.

Είχα παράλληλα ξεκινήσει με το Θεσσαλικό θέατρο και τώρα ήμουν στην Αθήνα για να συνεργαστώ με τον Φασουλή και την Παναγιωτοπούλου στην πρώτη επιθεώρηση που θα κάνανε στο κέντρο της Αθήνας, στο Θέατρο Σμαρούλα. «Της Ελλάδας το Kάγκελο».

Είχαμε ξεκινήσει τις πρόβες, έγραφα μαζί τους την επιθεώρηση, αλλά έγραφα και μόνος μου τις νύχτες, τότε που τα όνειρα είναι γυμνά και ζωντανά δίπλα σου.

Για πάνω από δεκαπέντε μέρες θυμάμαι τρώγαμε τυρί, ψωμί και ελιές, περιμένοντας την προκαταβολή από το θέατρο. Δεν μας πείραζε. Γελάγαμε, περπατάγαμε, περνάγαμε τέλεια. Ένα βράδυ από εκείνα έγραψα το περιβόητο κείμενο που του έδωσα και το όνομά μου: «Ο Λάκης».

Το είχε ερμηνεύσει εξαιρετικά ο Μίμης Χρυσομάλλης. Κανείς δεν ήξερε όμως ότι το νούμερο αυτό ήταν δικό μου γιατί τα ονόματά μας ήταν γραμμένα όλα μαζί. Φασουλής-Παναγιωτοπούλου-Λαζόπουλος.

Εγώ όμως ήξερα. Όπως και οι άλλοι ήξεραν. Η πρώτη που άκουσε το νούμερο ήταν η Τασούλα.

Σ’ εκείνη διάβαζα τα πάντα, πρώτα. Ήταν δύσκολος θεατής, δεν γέλαγε εύκολα, με νευρίαζε αυτό, αλλά παράλληλα με εξιτάριζε κιόλας.

«Μάλλον σε παντρεύτηκα γιατί είσαι ο πιο δύσκολος θεατής μου», της είχα πει κάποτε.

«Με παντρεύτηκες γιατί εγώ δεν πρόκειται ποτέ να σου πω ψέματα», μου είπε αυτή.

ΥΓ: Μάθετε περισσότερα για το «Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου»

λάκης λαζόπουλος βιβλίο

One Comment

  1. Pingback: Στη ζωή δεν υπάρχει deadline

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *