Το Έπος του ’40 ακολούθησε η επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας και στις 27 Απριλίου του 1941 η πανίσχυρη (και ανίκητη εκείνη την περίοδο) Βέρμαχτ εισήλθε στην Αθήνα. Η κατάληψη της Ελλάδας από τις φασιστικές δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) ολοκληρώθηκε την 1η Ιουνίου, μετά τη Μάχη της Κρήτης, και για τα επόμενα χρόνια η χώρα μας έζησε την πιο σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας της. Ο πρώτος χειμώνας της Κατοχής σημαδεύτηκε από τον Λιμό, που είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθεί κάθε κοινωνικός ιστός και να πεθάνουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι.
Τα παραπάνω γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους μας, όμως κάτι που συχνά δεν αποτυπώνεται στα βιβλία της Ιστορίας είναι η καθημερινότητα εκείνης της εποχής. Πώς ζούσαν οι άνθρωποι υπό το καθεστώς τρόμου; Ποιοι συγκροτούσαν το κράτος και τι συναλλαγές είχαν με τους κατακτητές; Τι σκέφτονταν οι Έλληνες, ποιες ήταν οι ελπίδες τους και πόσα γνώριζαν για την παγκόσμια κατάσταση; Ποια ήταν τα ελεεινά κυκλώματα που εκμεταλλεύονταν την τραγωδία για να κερδίσουν περιουσίες;
…Μπροστά από τον υπαστυνόμο Νίκο Αγραφιώτη περνούσε ένας μεσήλικας εφημεριδοπώλης, που διαλαλούσε τα νέα: «Νέες συλλήψεις μαυραγοριτών, δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών για τον νόμο περί επιταγών. Σκληρές μάχες στη Λιβύη. Όλα τα νέα!» «Πιάσε μου την Πρωία», τον διέταξε σχεδόν ο Αγραφιώτης. «Αμέσως, κύριε. Ορίστε η εφημερίδα σας. Πέντε δραχμές παρακαλώ».
Άνοιξε την εφημερίδα, προσπέρασε τα πρώτα θέματα, ήξερε ότι αυτά παρέχονταν από τη γερμανική υπηρεσία Προπαγάνδας. Οι τίτλοι για τις Αποτυχίες των Ρώσων εις τον νότιον τομέα της Πετρούπολης και τις Μάχες του Τομπρούκ με πανωλεθρία του Άγγλου Κάννιγκαμ προέρχονταν από ξένα τηλεγραφήματα από το Βερολίνο και τη Ρώμη. Η πληροφορία «εξ αρμοδίων πηγών» για άφιξη γερμανικών ποσοτήτων σιτηρών ήταν απλώς ο ευσεβής πόθος του λογοκριτή…
Το απόσπασμα είναι από τον «Λιμό», το ιστορικό μυθιστόρημα του δημοσιογράφου Πάνου Αμυρά, το οποίο αφηγείται μερικές κρίσιμες μέρες της ζωής του υπαστυνόμου Νίκου Αγραφιώτη, τον Δεκέμβριο του 1941. Ο Αγραφιώτης, ένας από τους πεινασμένους Έλληνες, εξαναγκάζεται να διερευνήσει τη μυστηριώδη δολοφονία ενός μισητού αξιωματικού των Ες-Ες. Ο Γερμανός είχε έρθει στην Αθήνα σε μια ειδική αποστολή του Γιόζεφ Γκέμπελς και κάποιος άγνωστος τον μαχαίρωσε και τον εκπαραθύρωσε από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Ο υπαστυνόμος Αγραφιώτης βρίσκεται σε μια απίστευτη θέση zugzwang. Καλείται να βρει την αλήθεια πίσω από τη δολοφονία σε μια μάχη ενάντια στον χρόνο, η οποία μοιάζει από την αρχή χαμένη: Είτε βρει τον ένοχο είτε όχι, ο ίδιος μοιάζει καταδικασμένος.
…Η μαύρη αγορά στην Αθήνα έμοιαζε με Λερναία Ύδρα. Όσο η πείνα μεγάλωνε τόσο ξεφύτρωναν καινούρια κεφάλια. «Πρωτεύουσα» των μαυραγοριτών παρέμενε η περιοχή του ιστορικού κέντρου, πέριξ της Ομόνοιας και της Βαρβάκειου Αγοράς. Εκεί οι μαυραγορίτες μετατρέπονταν καθημερινά σε χρηματιστές της πείνας και του θανάτου. Σε αγαστή συνεργασία με τις δυνάμεις Κατοχής, που ήταν οι βασικοί προμηθευτές, αυτοί οι επιτήδειοι διαμόρφωναν τη νέα τάξη της κατοχικής κοινωνίας. Ήταν οι νεόπλουτοι μαυραγορίτες. Ο Αγραφιώτης, αλλά και οι περισσότεροι Αθηναίοι, τους χώριζαν σε δύο κατηγορίες. Στη «μαρίδα», που την έβρισκες κάθε ημέρα στην Αιόλου για να πουλήσει τρόφιμα σε τιμές που καθημερινά αυξάνονταν, και στους «χονδρέμπορους». Οι τελευταίοι ήταν οι πιο αδίστακτοι. Χτυπούσαν αλύπητα την αστική τάξη της Αθήνας, που πριν από την Κατοχή κρατούσε την οικονομία της χώρας στα χέρια της. Σαν γύπες, τους άρπαζαν κοσμήματα, λίρες, έπιπλα, σπίτια, τις περιουσίες τους και τους έδιναν λίγο χρόνο ζωής…
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του ο Αγραφιώτης θα έρθει αντιμέτωπος με εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, και θα χρειαστεί να δώσει τη μεγαλύτερη μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό. Αναπάντεχα, το μονοπάτι του θα συναντηθεί με εκείνο κάποιων αφανών ηρώων. Μια ομάδα πολιτών προσπαθεί να γλιτώσει τη χώρα από την τρομερή κρίση του λιμού, βάζοντας το γενικό καλό πάνω από την ύπαρξή τους. Όπως φαίνεται κι από τις σελίδες του βιβλίου, πραγματικοί ήρωες είναι τα πρόσωπα της διπλανής πόρτας που όταν κληθούν από τις ανάγκες και τις περιστάσεις αναλαμβάνουν αυτό που λέμε συλλογική ευθύνη. Άλλωστε, το έχει αποδώσει τόσο εύστοχα και διαχρονικά ο Νίκος Καζαντζάκης: «Ν” αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».
…Στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου Βυζάντιο περίοπτη θέση είχαν κάτι παστέλια. Σε προπολεμικούς καιρούς δεν θα έπιαναν χώρο ούτε στα κάτω ράφια με τα πολυκαιρισμένα ζαχαρωτά, τώρα ήταν οι κράχτες του μαγαζιού. Μύριζαν σχετικά καλά, τουλάχιστον έτσι αντιλαμβανόταν ο Αγραφιώτης, όμως στην τσέπη του δεν είχε άλλα λεφτά, ούτε του είχαν μείνει άλλα έπιπλα στο σπίτι του για να τα «σκοτώσει» προς βρώσιν. Δεν παρήγγειλε τίποτε, ο σερβιτόρος έδειξε κατανόηση, του έφερε ένα ποτήρι νερό να σκοτώσει και αυτός την ώρα του…
Μέσα από τις σελίδες του ιστορικού μυθιστορήματος του Πάνου Αμυρά ζωντανεύει ο χειμώνας του 1941 και μας φέρνει κοντά στην ανατριχιαστική εποχή της Κατοχής. Όμως στο τέλος, μερικές αισιόδοξες σκέψεις μένουν στον αναγνώστη: Ο ανθρωπισμός είναι ισχυρότερος από την κτηνωδία. Η αλήθεια από την προπαγάνδα. Ο ηρωισμός από την προδοσία. Το καλό τελικά νικάει ακόμη και τον χειρότερο εφιάλτη και αυτό είναι ίσως και το πιο καλά κρυμμένο μυστικό του «Λιμού».
Αναζητήστε τον Λιμό, του Πάνου Αμυρά σε όλα τα βιβλιοπωλεία.