Μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα κατά του ναζισμού

Γράφει η Πελιώ Παπαδιά στο περιοδικό Τaλκ
Σχεδόν 80 χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, μοιάζουμε να έχουμε λησμονήσει πως ο ρατσισμός, ο φασισμός και η ξενοφοβία είναι μορφές βίας ξένες προς τη Δημοκρατία και τον ανθρωπισμό και επιτρέπουμε να συνεχίζουν να υπάρχουν στις κοινωνίες μας. Ένας τρόπος προστασίας των παιδιών μας από να γίνουν είτε θύτες είτε θύματα, ένας τρόπος για να μην έχουμε σύντομα μια τραγική επανάληψη της Ιστορίας, είναι η γνώση του παρελθόντος μέσα από την Τέχνη.

Με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου «Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα»της Lucy Adlington (εκδόσεις Διόπτρα), μιλήσαμε με τη μεταφράστριά του Αργυρώ Πιπίνη.

Αργυρώ, πώς ένιωσες μεταφράζοντας αυτό το βιβλίο;
Ένιωσα θυμό, ένιωσα λύπη, αγανάκτηση αλλά, πάνω απ’ όλα, ένιωσα ντροπή. Διάβασα βιβλία για το Άουσβιτς-Μπίρκενάου, μπήκα σε ιστορικά αρχεία, διάβασα προσωπικές ιστορίες. Αυτό που με συγκλόνισε ήταν οι μαρτυρίες για τους κρατούμενους με προνόμια, που αποτελούσαν και τη μειοψηφία στα στρατόπεδα (νυχτοφύλακες, καθαριστές, αγγελιαφόροι, διερμηνείς, ράφτρες), τους κρατούμενους που βρίσκονταν στην ίδια μοίρα και υφίσταντο τις ίδιες ταλαιπωρίες με τους υπόλοιπους κρατούμενους, αλλά εκτελούσαν κάποια τριτεύοντα καθήκοντα για να κερδίσουν λίγο χρόνο, λίγη σούπα παραπάνω ή ένα κομμάτι ψωμί, όπως η Μάρτα στο βιβλίο. Και δεν κρίνω ούτε καταδικάζω τη στάση τους, μόνο όποιος βρίσκεται σε παρόμοιες περιστάσεις θα μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει να ενεργείς σε συνθήκες εξαναγκασμού– η απόλυτη ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τους εξουσιαστές, που χρησιμοποιώντας μοχθηρά και με σχέδιο κρατούμενους σ’ αυτές τις θέσεις ήθελαν να τους δέσουν με ισχυρούς δεσμούς συνενοχής αλλά και να τσακίσουν το ηθικό των υπόλοιπων κρατουμένων.

Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για την πραγματική ιστορία που κρύβεται πίσω από την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα; Για το ατελιέ υψηλής ραπτικής που βρισκόταν μέσα στο Άουσβιτς;
Στην Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα διαβάζουμε την ιστορία τεσσάρων κοριτσιών που δουλεύουν στο εργαστήριο ραπτικής, στο ατελιέ όπως το έλεγαν, που έστησε η Χέντβιχ Ες, η σύζυγος του διοικητή του στρατοπέδου, μέσα στο στρατόπεδο. Εκεί 23 μοδίστρες συνολικά έραβαν, μεταποιούσαν τουαλέτες, ώστε να μπορούν οι γυναίκες των αξιωματικών, οι γυναίκες φρουροί αλλά κυρίως η ίδια η κυρία Ες να φοράνε όμορφα ρούχα. Πολλά από τα υφάσματα και τα ακριβά ρούχα τα είχαν κατασχέσει από τις στρατιές των απελπισμένων που έφταναν στο στρατόπεδο με τα σφραγισμένα τρένα του θανάτου. Την ιστορία διηγείται η πιο νεαρή απ’ αυτές τις μοδίστρες, η Έλλα.

Με ποια από τις ηρωίδες ταυτίστηκες περισσότερο; Μπήκες στη διαδικασία να σκεφτείς τις δικές σου ηθικές επιλογές αν είχες βρεθεί στη θέση τους;
Κανείς δεν ξέρει ποιες αποφάσεις, ποιες επιλογές θα έκανε αν βρισκόταν κυκλωμένος από τον θάνατο. Είναι εύκολο να πω εγώ σήμερα ότι θα μοιραζόμουνα το λίγο ψωμί μου ή θα βοηθούσα τον πιο αδύναμο με κίνδυνο της ζωής μου, αλλά μόνο όσοι έζησαν σε τέτοιες συνθήκες μπορούν να μιλήσουν για ηθικές επιλογές. Μου άρεσε που οι ηρωίδες είχαν καλές και κακές πλευρές ― έτσι δεν είναι οι άνθρωποι; Η στάση της Ρόουζ ήταν πιο κοντά σ’ εμένα. Οι ιστορίες που σκαρφιζόταν για να μη χάσει τις ελπίδες της και να συνεχίσει να ζει. Αλλά όσο μετέφραζα, σκεφτόμουν κυρίως όσους επέζησαν χάρη σ’ έναν συνδυασμό τύχης και δύναμης, και κατέγραψαν όσα είδαν, όσα υπέφεραν, ώστε να έρθει στο φως αυτό το μέγιστο έγκλημα και να μην ειπωθεί η ιστορία μόνο από την «άλλη» πλευρά.

Θέλω να σου κάνω και μια ερώτηση για τα ρούχα μια και πρωταγωνιστούν στην ιστορία, είτε ως ριγέ διακριτικές στολές είτε ως πολυτελή φορέματα είτε ως «εργαλεία» επιβίωσης. Ποια είναι η κοινωνική σημασία της ένδυσης σήμερα; Και τι σημαίνει για σένα, ως Αργυρώ, ένα ρούχο, ένα ύφασμα, μια κορδέλα;
Αυτά που διαλέγεις να φορέσεις σε χαρακτηρίζουν, σε συστήνουν στο κοινωνικό περιβάλλον. Είναι ο τρόπος που βλέπεις τον εαυτό σου, το μήνυμα που στέλνεις, λέγοντας πώς θέλεις να σε βλέπουν. Τα ρούχα είναι μια κοινωνική δήλωση. Υπάρχει μια σκηνή στην «Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα» στην οποία η ηρωίδα, η Έλλα, λέει: «Εδώ οι άνθρωποι διαπιστώνουν ότι τα ρούχα, τελικά, δεν είναι και τόσο επουσιώδη. Ιδιαίτερα όταν δεν έχεις καθόλου ρούχα. Το πρώτο πράγμα που έκαναν αυτοί όταν φτάσαμε εδώ ήταν να μας ξεγυμνώσουν. Μας έχωσαν σε ένα δωμάτιο και μας είπαν να γδυθούμε. Μπροστά σε όλους. Ούτε τα εσώρουχα δεν επιτρέπονταν. Χωρίς τα ρούχα μας δεν ήμασταν πια τραπεζίτες, δασκάλες, νοσοκόμες, σερβιτόρες. Ήμασταν φοβισμένοι και εξευτελισμένοι. Μας έδωσαν κάτι ριγέ φουστάνια και τρέχαμε γύρω γύρω σαν αγέλη από αφηνιασμένες ζέβρες. Δεν ήμασταν άνθρωποι πια, ήμασταν νούμερα. Μπορούσαν να μας κάνουν ό,τι ήθελαν. Μη μου λέτε, λοιπόν, πως τα ρούχα δεν έχουν σημασία». Όσον αφορά εμένα είμαι δεμένη με τα ρούχα. Μ’ ένα φόρεμα που φορούσα σε μια συνάντηση ξεχωριστή, με μια κορδέλα, με ένα μακό μπλουζάκι του άντρα μου, με το παλτό που αγόρασα με τα πρώτα μου χρήματα.

Γιατί θα έλεγες σε ένα παιδί να το αγοράσει ή σε έναν γονιό να αγοράσει την «Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα» στο παιδί του;
Γιατί όλοι πρέπει να μάθουμε τι έγινε, τι έκαναν κάποιοι άνθρωποι σε άλλους ανθρώπους, γιατί η Ιστορία δεν πρέπει να επαναληφθεί. Η άγνοια και ο τρόμος δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στη σιωπή, και οι ακραίες ωμότητες που έγιναν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν πρέπει να ξεχαστούν. Η μνήμη δεν πρέπει να σβήσει. Κι όσοι θεωρούμε ότι δεν αφορά εμάς η αυξητική τάση του νέο-ναζισμού, ας κοιτάξουμε γύρω μας προσεκτικά κι ας το ξανασκεφτούμε. Όλοι πρέπει να ξέρουμε τι έγινε ώστε η νέα αυτή απειλή να ματαιωθεί.

Μπορούμε, άραγε, έστω και με τη βοήθεια της λογοτεχνίας να εξηγήσουμε το Ολοκαύτωμα στα παιδιά; Ακόμα και στα μεγαλύτερα, στα οποία απευθύνεται το βιβλίο αυτό;
Στο εξωτερικό, παιδιά από διάφορες χώρες, παιδιά από 15 ετών και πάνω επισκέπτονται με το σχολείο τους το Άουσβιτς, το Νταχάου και τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Διάβασα μια μαρτυρία ενός συνοδού που είπε ότι ήταν η πρώτη φορά που η σιωπή ανάμεσα στα παιδιά ήταν απόλυτη. Κυκλοφορούν σπουδαία βιβλία για παιδιά και νέους που προσπαθούν να επεξεργαστούν το αδιανόητο. Πιστεύω ότι η βοήθεια της λογοτεχνίας δεν συνίσταται στην εξήγηση του Ολοκαυτώματος (πώς να εξηγήσεις τη φρίκη;) αλλά στην κατάφαση του αισθήματος δικαίου και σεβασμού απέναντι στα θύματα, σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν και σ’ αυτούς που γλίτωσαν τον θάνατο αλλά έμειναν τραυματισμένοι ψυχικά για πάντα.

Τα εγκλήματα μίσους, δυστυχώς, δεν είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν και χρησιμοποιούνται ακόμα ως πολιτική θέση και για καθοδήγηση. Γιατί, άραγε, οι άνθρωποι συνεχίζουμε να είμαστε ρατσιστές; Γιατί μιλάμε εδώ και χρόνια για νέο-ναζισμό, που μάλιστα παρουσιάζει αυξητικές τάσεις; Πώς μπορούμε να προστατέψουμε τα παιδιά μας;
Γιατί οι άνθρωποι γίνονται ρατσιστές; Δεν ξέρω. Πώς μπορούμε να προστατέψουμε τα παιδιά; Δεν ξέρω. Διαβάζω συνεχώς για εγκλήματα μίσους που χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης απέναντι στους αντίπαλους ενός καθεστώτος, απέναντι στους ευάλωτους. Για βία εναντίον γυναικών σε εμπόλεμες καταστάσεις. Για παιδιά που χρησιμοποιούνται ως ανθρώπινες ασπίδες. Πιστεύω όμως, ακράδαντα, πως η γνώση της ιστορίας, οι θαρραλέες κουβέντες στο σπίτι, η εκπαίδευση μπορούν να βοηθήσουν ώστε να μειωθούν αυτά τα περιστατικά.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Ταλκ 

ΥΓ: Μάθετε περισσότερα για την Κόκκινη Μεταξωτή Κορδέλα!

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *