Ουγγρικά Ψάρια 5,6 – Τι να κάνετε σε περίπτωση χρεοκοπίας

Tο πέμπτο και το έκτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Γιάννη Πλιώτα «Τα ουγγρικά ψάρια».
(Διαβάστε εδώ το πρώτο κεφάλαιο και εδώ το δεύτερο κεφάλαιο.) 
(Διαβάστε εδώ το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο.)

Κεφάλαιο 5 – Τι να κάνετε σε περίπτωση χρεοκοπίας*

Βρισκόμουν στην άκρη ενός πεζοδρομίου. Ήταν Σάββατο πρωί στο κέντρο της αγοράς. Πλήθος παντού, ύποπτες φάτσες εναλλάσσονταν στο οπτικό μου πεδίο. Φορούσα γυαλιά ηλίου. Το ίδιο και οι περισσότεροι γύρω μου. Με προσπέρασε ένας ημίτρελος τύπος με πλακάτ που έγραφε: ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, το τέλος ακίνητης περιουσίας είναι κοντά.

Το τελευταίο μισάωρο έκανα ότι διάβαζα κηδειόσημα σε μια κολόνα της ΔΕΗ. Είχα ύφος αδιάφορο. Ύφος ότι δεν συνέβαινε τίποτα· τα σεμινάρια υποκριτικής και πάλι έσωζαν τη μέρα. Κώστας Ιωάννου, 97 ετών, συνταξιούχος δάσκαλος, οι λατρευτοί συγγενείς, ανίψια, θείοι, παιδιά, σκυλιά. Ένας Έλλην λιγότερος. Αναστέναξα μοιρολατρικά. Ζέστη είχε βάνει.

Στην πραγματικότητα δεν διάβαζα τα κηδειόσημα όπως εσφαλμένα θα νόμιζε κάθε περαστικός που με είχε δει εκείνο το πρωί. Χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, και μέσα απ’ τα γυαλιά ηλίου μου, παρακολουθούσα το ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο. Είχα στραμμένη την προσοχή μου σ’ έναν τριγωνικό χώρο που περίκλειε η βιτρίνα ενός μαγαζιού με υποδήματα, ένας κάδος σκουπιδιών και ένα βρόμικο καρτοτηλέφωνο, μισοκαλυμμένο από αυτοκόλλητα κλειδαράδων και αφίσες για την επερχόμενη συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μέσα σε αυτό το τρίγωνο βημάτιζε νευρικά ένας άνθρωπος φορώντας γυαλιά ηλίου, βίντατζ φανέλα της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας και έχοντας μακρόσυρτα τατουάζ στα χέρια. Ναι, ήταν ο Χάκερ.

Τράβηξε το τελευταίο τσιγάρο από ένα πακέτο και το έβαλε στα χείλη του. Όπως ταίριαζε στο ατίθασο πνεύμα του, αγνόησε την αυστηρή προειδοποίηση του υπουργείου ­Υγείας. Τσαλάκωσε το πακέτο και το πέταξε στον κάδο. Κούνησε το κουτί με τα σπίρτα προτού το ανοίξει. Μειδιώντας έβγαλε το τελευταίο σπίρτο. Έβαλε τις χούφτες του να προστατέψει τη φλόγα, κι ας είχε 39 βαθμούς αισθητή θερμοκρασία.

Απ’ όσα είχε προλάβει να μου εξηγήσει σε ένα βιαστικό και τρομαγμένο μήνυμα στον τηλεφωνητή μου λίγο νωρίτερα, οι διώκτες του τον είχαν πάρει τηλέφωνο και του ζήτησαν μια συνάντηση σε δημόσιο χώρο. Μια συνάντηση που θα ξεκαθάριζε το τοπίο. Μπορεί να του έκαναν κάποια προσφορά για να ξεχάσει όσα έμαθε, μπορεί και να τον απειλούσαν. Ο Χάκερ δέχτηκε την πρόταση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά. Ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν τους φοβόταν. Μέσα του πίστευε ότι θα αποδεικνυό­ταν εξυπνότερος από όλες τις σκοτεινές δυνάμεις που τον κύκλωναν. Ήταν λες και αίμα λιονταριού κυλούσε στις φλέβες του. Δυστυχώς τότε ακόμα δεν ήξερε πού είχε μπλέξει. Κανείς μας δεν ήξερε.

Εγώ θα ήμουν η δικλείδα ασφαλείας του. Σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά θα παρέμβαινα επιτόπου με ωμή βία ή, αν ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα, θα ειδοποιούσα την αστυνομία. Επιπλέον είχα κανονίσει ότι τη συμφωνημένη ώρα σε ένα παρακείμενο καφέ θα ήταν κρυμμένος ο Μάγος. Μαζί του θα είχε μια φωτογραφική μηχανή με εξειδικευμένο τηλεφακό· χρειαζόμασταν κάθε στοιχείο από τη συνάντηση με τις σκοτεινές δυνάμεις.

Είχα φανταστεί ότι αργότερα θα βρισκόμασταν όλοι σε ένα υπόγειο όπου θα υπήρχαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρεμασμένες σε έναν τοίχο και νήματα που συνθέτουν την ιεραρχία μιας εγκληματικής οργάνωσης. Ένιωσα τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Στην τσέπη της βερμούδας μου έκρυβα ένα σπρέι πιπεριού που είχα αγοράσει από το ebay για τρία δολάρια, χωρίς ταχυδρομικά. Μια καλή ευκαιρία. Σχεδόν τόσο καλή όσο ο φορητός φορτιστής κινητού με μανιβέλα ή ο ασύρματος αποφλοιωτής ηλιόσπορου.

Έκανε ζέστη κι είχε πολλή κίνηση. Ο κόσμος συνωστιζόταν στα πεζοδρόμια μιας και βρισκόμασταν στην πρώτη μέρα των έκτακτων αυγουστιάτικων εκπτώσεων, οι οποίες απείχαν μία εβδομάδα από το προηγούμενο δεκαήμερο προσφορών. Η οικονομική κρίση είχε επιφέρει δραματικές ανακατατάξεις στην κοινωνία, άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους, μαγαζιά έβαζαν λουκέτο, φήμες για χρεοκοπία διασπείρονταν, παγόβουνα καταποντίζονταν. Η αβεβαιότητα είχε απλωθεί παντού, ακόμα και οι μετοχές της εταιρείας ιχθυόσκαλας είχαν κατρακυλήσει. Πολλοί κοίταζαν, λίγοι ψώνιζαν. Εγώ προτιμούσα να κρατάω μικρό καλάθι και να μην παρασύρομαι. Πριν από τα κάπιταλ κοντρόλς μόνο δύο φορές είχα βγάλει και ξαναβάλει τα λεφτά μου στην τράπεζα. Επίσης είχα ψάξει στη συλλογή μου για παλιές ασημένιες δραχμές με τον Βασιλέα. Τέλος, για παν ενδεχόμενο, είχα κρύψει στο πατάρι γάλα σε σκόνη, μια σφυρίχτρα, τρεις σκληρούς δίσκους με κατεβασμένες ταινίες, αλκαλικές μπαταρίες από τις φτηνές και μερικά χταπόδια. Σε κονσέρβα.

Σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου. Η θέα μου προς τον Χάκερ ήταν διακεκομμένη. Η γαλάζια φανέλα κρυβόταν και εμφανιζόταν, σαν να πάλευε να επιπλεύσει σε μια ανταριασμένη ανθρώπινη θάλασσα. Μια εύσωμη κυρία με εμπριμέ φόρεμα στάθηκε δίπλα του για να δει τη βιτρίνα με τα παπούτσια. Μαζί της είχε ένα κοριτσάκι που κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι και μασούσε τσίχλα. Ένα άσχημο προαί­σθημα ενόχλησε το πίσω μέρος του μυαλού μου. Ευχήθηκα ο Μάγος να είχε καλύτερη οπτική γωνία προς τον στόχο, αν και του είχα τυφλή εμπιστοσύνη και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Ο Μάγος ήταν εγγύηση για τέτοιες καταστάσεις. Στον στρατό είχε υπηρετήσει σε πτέρυγα μάχης. Μια φορά ένας ανθυπασπιστής του είχε δώσει εύσημα για τις υπηρεσίες του στο ΚΕΠΙΚ. Κατά τη διάρκεια μιας άσκησης πλωτών είχε επισκευάσει μια χαλασμένη Καναδέζα. Στο Medal of Honor 2 είχε σκοτώσει εκατοντάδες ναζί. Αναμφίβολα σε περίπτωση κήρυξης πολέμου θα ήταν από τους πρώτους που θα επιστρατεύονταν και από τους πρώτους που θα κέρδιζαν παράσημο.

Η ώρα περνούσε βασανιστικά υγρά και ζεστά. Είχα μάθει απ’ έξω τι έλεγαν τα κηδειόσημα. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έριξα το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο γιατί είχε αρχίσει να μουδιάζει. Θυμάμαι ότι μόλις τότε είδα καθαρά το πρόσωπο του Χάκερ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι άκουγα τις ανάσες του. Ο Χάκερ κοίταζε κάπου προς τα δεξιά, οι γραμμές στο μέτωπό του γαλήνιες. Το τσιγάρο στο στόμα του είχε σχεδόν σωθεί. Στην πλάτη του η γαλάζια φανέλα είχε το νούμερο 11. Φορούσε αυτή τη φανέλα της Γιουγκοσλαβίας έξω για καφέ, και όταν πηγαίναμε στο γήπεδο να δούμε την τοπική ομάδα, και όταν παίζαμε πινγκ πονγκ, και στο καρναβάλι, και στα πανηγύρια, και στις συγκεντρώσεις του δημοψηφίσματος. Τα τατουάζ σαν φίδια ξεπρόβαλαν απ’ τα μανίκια και κατέληγαν στους καρπούς του. Νομίζω, στην άκρη των χειλιών του είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο. Έτσι ακριβώς τον θυμάμαι προτού συμβεί το αδιανόητο.

Τα πάντα εξελίχθηκαν σε αργή κίνηση. Πρώτα άκουσα τα ανατριχιαστικά στριγκλίσματα από τα λάστιχα και αμέσως μετά είδα ένα λευκό βαν να στρίβει με ταχύτητα απ’ τη γωνία. Από το σημείο όπου ήμουν μπορούσα να διακρίνω μόνο τον οδηγό. Τα χαρακτηριστικά του χαράχτηκαν στη μνήμη μου. Μετά δυστυχώς τα ξέχασα. Το βαν σταμάτησε ακριβώς απέναντί μου εμποδίζοντας τη θέα προς τον Χάκερ. Μια χορδή κόπηκε μέσα μου. Άκουσα το κοριτσάκι με το μπαλόνι να ουρλιάζει τρομαγμένο. Μια σταγόνα ιδρώτα έπεσε από το μέτωπό μου στο πεζοδρόμιο. Ακολούθησε ένας απαίσιος γδούπος και πνιχτοί ήχοι πάλης. Μια συρόμενη πόρτα άνοιξε κι έκλεισε με πάταγο. Αμέσως μετά το λευκό βαν ανέπτυξε ταχύτητα, παραβίασε έναν ερυθρό σηματοδότη και εξαφανίστηκε στο βάθος του δρόμου. Όλα έγιναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.

Κοίταξα απέναντι με αγωνία. Το καρτοτηλέφωνο στη θέση του. Το κοριτσάκι έκλαιγε γιατί της είχε φύγει το μπαλόνι απ’ το χέρι και η μητέρα της την κατσάδιαζε. Κόσμος περπατούσε βιαστικά μπροστά απ’ τη βιτρίνα με τα παπούτσια. Το μπαλόνι πετούσε πια πάνω απ’ τις ταράτσες των πολυκατοικιών.

Και ο Χάκερ είχε εξαφανιστεί.

*Όσα γράφονται στο παρόν κεφάλαιο είναι αυθαίρετες προσωπικές εκτιμήσεις του συγγραφέα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως οικονομικές συμβουλές ή ως προτροπή για την τέλεση αξιόποινων πράξεων.

 

Κεφάλαιο 6 – Σε κατάσταση πολιορκίας, το δύο

Χρειάστηκα λίγη ώρα για να συνέλθω από το σοκ της επίθεσης. Έσπρωξα τους περαστικούς και έτρεξα αλαφιασμένος στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο Χάκερ πουθενά, μόνο στο ρείθρο είχε απομείνει ένα αναμμένο, μισοτελειωμένο τσιγάρο. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται αδιάφοροι, χαμένοι στα προβλήματά τους. Πρώτα παθαίνουν κάτι οι δεξιοί αλλά κανείς δεν δίνει σημασία. Μετά είναι οι βάζελοι. Χθες ήταν οι αριστεροί. Σήμερα ο Χάκερ. Αύριο ποιος θα είναι ο επόμενος; Η κοινωνία μας αποσυντίθεται. Κράτησα το κεφάλι μου με τα χέρια. Δεν ήξερα τι να κάνω, τα πάντα είχαν γίνει τόσο γρήγορα.

Αρχικά σκέφτηκα να πάω στην αστυνομία. Μετά φοβήθηκα ότι δεν θα έβγαζα άκρη, άλλωστε δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για την υπόθεση πέρα από σκόρπιες κουβέντες για ουγγρικά ψάρια. Προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα διαρρεύσουν κρίσιμες πληροφορίες, ο Χάκερ μου είχε αποκαλύψει ελάχιστα πράγματα εκείνο το υγρό βράδυ στην ιχθυό­σκαλα. Αισθανόμουν μαριονέτα μπλεγμένη σε γρανάζια μαγανοπήγαδου ή κάτι τέτοιο, πάντα μπέρδευα αυτές τις παρομοιώσεις. Αν κατέφευγα στις επίσημες αρχές μπορεί να έμπλεκα κι εγώ, και τότε κανείς δεν θα βοηθούσε τον Χάκερ. Μία ακόμα σκέψη πιάστηκε σαν κόμπος στο στομάχι μου: Και αν ήταν και οι ίδιες οι Αρχές ανακατεμένες στη συνωμοσία εναντίον του Χάκερ;

Προσπάθησα να σκεφτώ καθαρά. Τουλάχιστον είχαμε μια καθοριστική δικλείδα ασφαλείας, το σχέδιο που είχαμε καταστρώσει ήταν αλάνθαστο. Ο Μάγος με τον τηλεφακό του θα πρέπει να είχε συλλάβει τα πάντα καρέ καρέ. Την τελευταία θέση του Χάκερ, τους αυτόπτες μάρτυρες, τα πρόσωπα αυτών που τον απήγαγαν, την πινακίδα του λευκού βαν. Αναστέναξα με ανακούφιση. Κοίταξα γύρω. Υπήρχαν τέσσερις πέντε καφετέριες σε κοντινή απόσταση, αλλά θα ήταν αδύνατον να εντοπίσω τον Μάγο, που προφανώς είχε χρησιμοποιήσει τακτικές κάλυψης-απόκρυψης. Αν ήθελε να μην τον δουν, δεν υπήρχε περίπτωση να τον δουν.

Κοιτώντας τη βιτρίνα με τα παπούτσια, έβγαλα το κινητό και σχημάτισα το νούμερό του. Χμ, είχε κάτι καλές προσφορές σε πέδιλα. Αφού το τηλέφωνο χτύπησε ανησυχητικά πολλές φορές, ο Μάγος το σήκωσε και η φωνή του για μια ακόμα φορά αναδύθηκε από απύθμενα βάθη. «Αγκρμφντγζααφρεκφδφιιρτ…» είπε περίπου.

Κατάλαβα. Και ταυτόχρονα θύμωσα. «Ρε Μάγε;! Σοβαρά τώρα, ακόμα κοιμάσαι; Δεν είχαμε πει ότι πρέπει να είσαι στη θέση σου με μια φωτογραφική μηχανή στις έντεκα ακριβώς; Δεν είχαμε συμφωνήσει ότι αυτό ήταν το σχέδιό μας;»

Μεσολάβησε ένοχη παύση. Ο Μάγος ψέλλισε τελικά με κόπο: «Σόρι, ρε Γιάννη. Άκου, άργησα λίγο να γυρίσω σπίτι χθες. Έμπλεξα με κάτι φοιτήτριες. Η μία είναι απ’ τις Αθήναι, τη λέγανε Αθηνά και ήξερε και τον Μπακούνιν. Είναι από την από ’δω πλευρά. Θα σ’ τα πω από κοντά. Τώρα, πριν από λίγο ξύπνησα και ετοιμαζόμουν. Τι ώρα είναι; Προλαβαίνω να ’ρθω; Βάζω παντελόνι σ’ ένα λεπτό».

«Ρε, έχει πάει έντεκα και τέταρτο, ρε Μάγε…»

«Α, οκέι, εντάξει, εντάξει, δεν έχω αργήσει πολύ. Θα πεταχτώ τώρα στο μαγαζί να δω αν είναι ο ξάδερφος του αφεντικού και να του πω να μου δανείσει τη φωτογραφική του. Έχει μια καλή, είχε κάνει κι έκθεση φωτογραφίας. Περνάω και μία και απ’ την τράπεζα να τραβήξω ένα εικοσάευρω κι έρχομαι, δεν νομίζω να αργήσ…»

Του το έκλεισα για να μην τον βρίσω. Χωρίς τα ντοκουμέντα από την απαγωγή, το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο για μας. Χτύπησα τη γροθιά μου στο πρόσωπο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και πόνεσα. Πλέον έπρεπε να περιμένουμε να κάνουν εκείνοι την πρώτη κίνηση. Αγανακτισμένος με την εξέλιξη, έστειλα μήνυμα στο Μάγο: ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ. Όλα κεφαλαία. Ήμουν σίγουρος ότι θα το διάβαζε αφού ξυπνούσε πάλι, δηλαδή σε μερικές ώρες. Ε, ήταν μαλάκας. Άκου φοιτήτρια απ’ την Αθήνα…

Περπάτησα νευρικά μερικές φορές πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο. Είχα ιδρώσει. Αποφάσισα να επιστρέψω σπίτι και να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, υπό την ευεργετική επίδραση του κλιματιστικού. Μαζί με έναν παγωμένο φραπέ ίσως ξεκαθάριζαν κάποια πράγματα. Κοίταξα πάλι τη βιτρίνα. Ήταν ωραία πέδιλα, με λουράκι που κούμπωνε. Και τώρα με τις εκπτώσεις ήταν ευκαιρία. Άραγε να είχαν στο νούμερό μου;

Βγαίνοντας λίγη ώρα μετά από το μαγαζί, φορώντας τα καινούρια μου πέδιλα και κρατώντας στο χέρι τα παλιά παπούτσια, κοίταξα ξανά τον τόπο του εγκλήματος. Τίποτα αξιοποιήσιμο, το πεζοδρόμιο στη θέση του, άτεγκτο, το ίδιο και το καρτοτηλέφωνο. Σε αυτή την κατάσταση, ακόμα και ο Σέρλοκ Χολμς θα δυσκολευόταν να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα.

Ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να εξαφανιστώ, πήρα την απόφαση να κόψω οριστικά τους δεσμούς με το παρελθόν. Έριξα μια τελευταία θλιμμένη ματιά στα παλιά μου παπούτσια. Ετοιμάστηκα να τα εκσφενδονίσω στα σκουπίδια, όταν το βλέμμα μου αγκιστρώθηκε στο εσωτερικό του κάδου. Τα μάτια μου σχεδόν πετάχτηκαν απ’ τις κόγχες τους. Ανάμεσα σε μισοφαγωμένα μπέργκερ, αθλητικές εφημερίδες και άδεια κουτιά αναψυκτικών, υπήρχε ένας κίτρινος φάκελος και πάνω του γραμμένη βιαστικά με μαρκαδόρο η λέξη Γιάννης – με τον γραφικό χαρακτήρα του Χάκερ, θα τον αναγνώριζα οπουδήποτε.

Κοίταξα δεξιά κι αριστερά για περίεργες κινήσεις ή μάτια κολλημένα στην πλάτη μου. Για να μην εγείρω υποψίες, αποφάσισα να κάνω ένα αστραπιαίο τέχνασμα. Με το δεξί χέρι πέταξα τα παλιά παπούτσια στον κάδο και με το αριστερό γράπωσα τον φάκελο, έδιωξα ένα κρεμμύδι από πάνω του και τον παράχωσα στην τσέπη της βερμούδας μου. Έβαλα στοίχημα ότι κανείς απ’ τους περαστικούς δεν είχε αντιληφθεί το έξυπνο κόλπο μου. Κοίταξα ξανά δεξιά κι αριστερά. Απομακρύνθηκα σαν να με κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κολάσεως. Ο Σέρλοκ Χολμς θα είχε χλωμιάσει απ’ τη ζήλια του.

Χάιδεψα τον κίτρινο φάκελο που αναπαυόταν στην τσέπη της βερμούδας δίπλα στο κινητό μου και τον λευκό αξιωματικό που κουβαλούσα για γούρι πάντα μαζί μου. Τα γρανάζια της μοίρας είχαν μπει σε κίνηση και ένας νέος προορισμός ανοιγόταν ξεκάθαρα μπροστά μου. Πλέον μες στο κεφάλι μου σχηματιζόταν η εικόνα ενός καπεταναίου της Εθνικής Αντίστασης…

ΥΓ: Αν σας ενδιαφέρει να ξεκινήσετε μια επανάσταση, ίσως έχει έρθει η ώρα να διαβάσετε τα Ουγγρικά Ψάρια.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *