Οι έρευνες λένε ότι, προκειμένου να είμαστε σίγουροι πως μαθαίνουμε στο βέλτιστο δυνατό επίπεδο, θα πρέπει να αποτυγχάνουμε περίπου στο 15% των προσπαθειών μας!
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποτύχουμε προκειμένου να πετύχουμε. Κι αν δεν μάθουμε στα παιδιά μας τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η αποτυχία, τότε ίσως σπαταλήσουν όλη τους τη ζωή προσπαθώντας με κάθε τρόπο να την αποφύγουν.
Πώς να μιλήσουμε στα παιδιά για τα λάθη και την αποτυχία;
Συζήτηση #1: Όλοι αποτυγχάνουμε κάποιες φορές
Αν και κάποιοι είναι καλύτεροι στο να το κρύβουν, κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Το αστέρι του ποδοσφαίρου σουτάρει και αστοχεί. Ένας γονιός ξεχνάει το ραντεβού του παιδιού του με τον γιατρό (μπορώ να σας μιλήσω εκ πείρας). Ένας καθηγητής αποκαλεί έναν φοιτητή με λάθος όνομα.
Κι όπως έχουμε ακούσει να λένε και να ξαναλένε, «fallor ergo sum» (σφάλλω, άρα υπάρχω). Κι ενώ πολλά παιδιά μαθαίνουν κάπου στην πορεία πως οι γονείς τους δεν είναι τέλειοι, ελάχιστα μαθαίνουν πως κάποιοι από τους πιο διάσημους πρωτοπόρους και εφευρέτες δεν ήταν αλάνθαστοι. Το 2016 η ερευνήτρια του Πανεπιστημίου Κολούμπια Ξιαοντόνγκ Λιν-Σίγκλερ ανακάλυψε πως όταν οι μαθητές και οι μαθήτριες γυμνασίου μάθαιναν για τα προβλήματα και τις ακαδημαϊκές δυσκολίες που αντιμετώπισαν μεγάλοι επιστήμονες όπως, λόγου χάριν, ο Αϊνστάιν (ο οποίος είχε αποτύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Πολυτεχνική Σχολή της Ζυρίχης και λέγεται επίσης ότι πιθανά να είχε ΔΕΠΥ και διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού) ή η Μαρί Κιουρί (πολλά από τα πειράματά της είχαν καταλήξει σε αποτυχία), οι βαθμοί και οι επιδόσεις τους βελτιώνονταν. Για τους μαθητές και τις μαθήτριες με χαμηλές επιδόσεις, μάλιστα, η βελτίωση ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή. Αντιθέτως, όταν τα παιδιά μάθαιναν μόνο για τις επιτυχίες των μεγάλων επιστημόνων, οι επιδόσεις και οι βαθμοί τους έπεφταν.
Το μάθημα εδώ είναι το εξής: πρέπει να λέμε ολόκληρη την ιστορία, χωρίς να παραλείπουμε ούτε τις δυσκολίες ούτε τους θριάμβους, αν θέλουμε να παιδιά να εμπνευστούν, να νιώσουν τη σύνδεση, να αποκτήσουν κίνητρα και να είναι πρόθυμα να πάρουν τα ρίσκα που απαιτεί η επιδίωξη και η επίτευξη των στόχων τους.
Συζήτηση #2: Αντιμετωπίζοντας το αίσθημα της ντροπής
Τα λάθη δεν είναι διόλου αστεία υπόθεση. Μπορούν να μας αποθαρρύνουν και να μας κάνουν να ντραπούμε.
«Μα πώς είναι δυνατόν να μην το κατάλαβα αυτό;» ή «Πώς έκανα εγώ αυτό το λάθος;» ή ακόμη «Δεν είμαι αρκετά ικανός». Το πρόβλημα είναι ότι κάθε φορά που αναμασάμε τις πρόσφατες αποτυχίες μας νιώθουμε ακόμη χειρότερα! Κι όσο χειρότερα νιώθουμε, τόσο χειρότερες είναι οι επιδόσεις μας. Και τότε νιώθουμε χειρότερα κι από το «χειρότερα» και πάει λέγοντας.
Σε μια σπάνια ηχογράφηση όπου μιλάει για την ενοχή και την ντροπή, ο Άλμπερτ Έλις, θεμελιωτής της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, εντοπίζει και επισημαίνει κάποιες φράσεις βασισμένες στο αίσθημα της ντροπής που μας εμποδίζουν να διδαχθούμε, μας ωθούν σε κατάσταση κρίσης και μας οδηγούν στο μονοπάτι της αισχύνης και των ενοχών.
Στην πραγματικότητα, η ντροπή είναι ανασταλτική της μάθησης– κι όταν το αίσθημα της ντροπής φεύγει από την εξίσωση, μένει χώρος για ανάπτυξη και εξέλιξη.
Παροτρύνετε το παιδί να εκφράζει τα συναισθήματά του: Βγάλτε την ντροπή από τις σκιές, φέρτε τη στο φως.
Μια μελέτη του 2017 που δημοσιεύτηκε στο Journal of Behavioral Decision Making αναφέρει ότι, αντί να θάβουμε τα αισθήματα της ντροπής που προκαλεί η αποτυχία, είναι πολύ πιο ωφέλιμο να αναλύουμε την επίδρασή τους στο σώμα μας.
Κάντε, λοιπόν, στο παιδί, ερωτήσεις του τύπου: «Μπορείς να μου πεις πώς νιώθεις; Πού ακριβώς νιώθεις [το σφίξιμο, τις “πεταλούδες”, τη ζέστη]; Ποιες σκέψεις σού έρχονται στο μυαλό; Πώς ακριβώς αισθάνεσαι το σώμα σου τη στιγμή αυτή;».
• Ζητήστε από το παιδί να πει και σε εσάς το αφήγημα το οποίο λέει στον εαυτό του: Μερικές φορές τα παιδιά (αλλά και οι ενήλικες) μπορεί να επαναλαμβάνουν στον εαυτό τους αφηγήματα τα οποία δεν αληθεύουν, προκειμένου να εξηγήσουν για ποιο λόγο απέτυχαν.
• Δείξτε στο παιδί μια νέα δομή για τον τρόπο έκφρασής του: «Η ιστορία που επινοώ/αφηγούμαι στον εαυτό μου είναι…», όπως συμβουλεύει η Μπρενέ Μπράουν, ή «Βγάζω μόνος/μόνη μου το συμπέρασμα ότι…».
• Βοηθήστε το παιδί να επαναδιατυπώσει το λάθος του, χρησιμοποιώντας ένα ρήμα αντί για ένα ουσιαστικό ή ένα επίθετο: Όταν «τα κάνουμε θάλασσα», δεν σημαίνει ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε «μια καταστροφή» ή «σκέτη αποτυχία». Η μικρή αυτή γλωσσική μετατόπιση ορίζει την τρέχουσα περίσταση ως συγκεκριμένη, κάτι το οποίο –σύμφωνα με τον Μάρτι Σέλιγκμαν, τον πατέρα της θετικής ψυχολογίας, και τις εκτεταμένες μελέτες του πάνω στον οπτιμισμό και τον πεσιμισμό– μας προσφέρει μεγαλύτερο βαθμό ελέγχου όσον αφορά τη δυνατότητα να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση στο μέλλον.
• Βοηθήστε το παιδί να επαναδιατυπώσει και να εξειδικεύσει: Παροτρύνετε το παιδί να αλλάξει τις δηλώσεις που ξεκινούν με ένα «είμαι», όπως, λόγου χάριν, «είμαι σκέτη αποτυχία» ή «είμαι φριχτός στα μαθηματικά», με πιο ακριβείς και προσωρινές εξηγήσεις, όπως: «Απέτυχα σ’ αυτό το τεστ» ή «δεν μελέτησα αρκετά για αυτό τον διαγωνισμό». Και μετά, ζητήστε του να προσθέσει: «Την επόμενη φορά θα φροντίσω να [ζητήσω επιπλέον βοήθεια, ξεκινήσω τη μελέτη νωρίτερα, κ.λπ.] έτσι ώστε να προετοιμαστώ καλύτερα».
Συζήτηση #3: Εστιάστε στη διαδικασία, όχι μόνο στο αποτέλεσμα
Πολλά σχολεία στις ΗΠΑ έχουν καταστήσει τον καθημερινό έλεγχο της βαθμολογίας ένα κομμάτι της ζωής των γονιών, καθώς την έχουν κάνει εύκολα προσβάσιμη μέσω μιας «διαδικτυακής πύλης γονιών». Δυστυχώς, η ανάρτηση των βαθμών στο διαδίκτυο σε σχεδόν «ζωντανή μετάδοση» μετά από τη διόρθωση κάθε διαγωνίσματος ή εργασίας μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει στην ιδέα πως οι βαθμοί είναι το σημαντικότερο κομμάτι της σχολικής εμπειρίας.
Με το να σας δίνεται η δυνατότητα να βλέπετε σε καθημερινή βάση τον κάθε του βαθμό μπορεί να προκαλέσει περιττό άγχος, τελειομανία και υπερβολική πίεση. Μία έρευνα σε περισσότερους από πενήντα μαθητές και μαθήτριες, τα αποτελέσματα της οποία δημοσιεύτηκαν στο Journal of Youth and Adolescence, αποκαλύπτει ότι όταν οι μαθητές βρίσκονται αντιμέτωποι με υπερβολικές ακαδημαϊκές προσδοκίες, από τους βαθμούς ως την επιτυχία σε δύσκολους διαγωνισμούς, η πίεση εκ μέρους των γονιών τους πιθανώς να επηρεάσει την ψυχική τους υγεία. Επιπλέον, σε μια έρευνα του κέντρου Pew σε εφήβους, η ακαδημαϊκή πίεση βρίσκεται στην κορυφή του καταλόγου των στρεσογόνων παραγόντων: Το 61% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει μεγάλη πίεση για να πάρει καλούς βαθμούς. Συγκριτικά, λιγότεροι από τους μισούς λένε ότι νιώθουν πίεση για να έχουν καλή εμφάνιση (29%) ή να ταιριάζουν κοινωνικά (28%).
Από την άλλη πλευρά, οι γονείς οι οποίοι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην ευγένεια και την υποστήριξη παρά στους βαθμούς βοηθούν τα παιδιά να έχουν λιγότερο άγχος και λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη και προβλήματα συμπεριφοράς, ενώ συγχρόνως αναπτύσσουν υψηλότερο βαθμό αυτοεκτίμησης – και, τελικά, παίρνουν και καλύτερους βαθμούς στο σχολείο!
Ε.Ε.Ε.: Εναρμονιστείτε, Επαναδιατυπώστε, Ενδιαφερθείτε
Όταν το παιδί μας κάνει κάποιο λάθος, κατά κανόνα δύο είναι οι πιο πιθανοί τρόποι αντίδρασής μας: ο αρνητικός (με απογοήτευση ή θυμό) και ο θετικός, σε μια προσπάθεια να δείξουμε στο παιδί ότι τα λάθη συμβαίνουν. Μπορεί ακόμη και να φωνάξουμε θριαμβευτικά: «Τα λάθη είναι σπουδαία υπόθεση!» ή «Ποιος δίνει δεκάρα για τον βαθμό» εκείνη τη στιγμή. Όμως, ακόμη και η υπερβολικά θετική αντίδραση μπορεί να φέρει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Με ποιο τρόπο; Επειδή υπάρχει η πιθανότητα να νιώσει το παιδί ότι δεν το καταλαβαίνετε. Αντί λοιπόν να παρεκκλίνετε προς τη μια ή την άλλη ακραία στάση, θα ήταν πιο εποικοδομητικό να βοηθήσετε το παιδί σας ν’ ανακαλύψει τι πρέπει να κάνει ή ποια δεξιότητα έχει ανάγκη να αναπτύξει – και συγχρόνως να συμπάσχετε με τη δική του απογοήτευση ή τα δικά του αρνητικά αισθήματα που του έχει προκαλέσει η αποτυχία. Θυμηθείτε, Ε.Ε.Ε.:
1. Εναρμονιστείτε: Δώστε σημασία στα συναισθήματα του παιδιού σας. Ακόμη κι αν εσείς δεν θεωρείτε ότι είναι και τόσο σοβαρό γεγονός το ότι το παιδί έκανε ένα λάθος ή είχε μια αποτυχία, δώστε του να καταλάβει ότι το νιώθετε, και δείξτε το και με τα λόγια σας. Για παράδειγμα, θα μπορούσατε να πείτε: «Βλέπω πως είσαι πραγματικά στενοχωρημένος που δεν κατάφερες να μπεις στην ομάδα» ή «κατανοώ απολύτως πόσο στενοχωρήθηκες που έσπασε το παιχνίδι σου όταν το πάτησες κατά λάθος». Πρόκειται μάλιστα εδώ για ένα βήμα που συχνά παραλείπουμε να κάνουμε – και μετά αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο τα παιδιά μας δεν θέλουν να μας μιλήσουν ή νιώθουν πως δεν τα καταλαβαίνουμε.
2. Επαναδιατυπώστε: Παρουσιάστε στο παιδί έναν διαφορετικό τρόπο να δει το σφάλμα / την αποτυχία του. Μετατοπίστε το επίκεντρο της προσοχής από αυτό το οποίο δεν επιτεύχθηκε, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία και τη δυνατότητα εξέλιξης. Αντί να ρωτήσετε «γιατί δεν πήρες άριστα;» ή «γιατί πήρες Γ;», ρωτήστε καλύτερα «τι μπορείς λοιπόν να μάθεις από αυτό;». Σκεφτείτε τα λάθη όχι ως μειονεκτήματα του χαρακτήρα του παιδιού αλλά ως μαθησιακές ευκαιρίες.
3. Ενδιαφερθείτε, δείξτε περιέργεια: Η Μπρενέ Μπράουν μας παροτρύνει, σε ένα άρθρο της του 2019 σχετικά με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε και έγινε viral, να επιμείνουμε στην ευαλωτότητα, παραμένοντας περίεργοι, γενναιόδωροι και ανοιχτοί στην επίλυση προβλημάτων. Μου αρέσει πολύ το λεξιλόγιο το οποίο μας προτείνει για το ξεκίνημα ζόρικων συζητήσεων: – «Είμαι περίεργος/η» – «Πες μου περισσότερα…» – «Αναρωτιέμαι…» – «Εξήγησέ μου το αυτό». Αφήνοντας κατά μέρος κάθε μορφή παθητικής επιθετικότητας ή οποιαδήποτε «ατζέντα» για το τι πρέπει να κάνει το παιδί, το βοηθάμε να βρει τις δικές του λύσεις και να κατανοήσει μόνο του το μάθημα του λάθους. Κι αυτός είναι ένας τρόπος για να στηρίξουμε την πορεία ενός παιδιού προς την αυτονομία, έτσι ώστε να μάθει πώς να αντιμετωπίζει τα σφάλματά του και να προχωρεί μπροστά αντί να καταρρέει. Τη στιγμή που το παιδί νιώθει απογοητευμένο από το λάθος του είναι απολύτως φυσιολογικό να θέλουμε να είμαστε υποστηρικτικοί. Κι εγώ το ίδιο κάνω. Όπως αποδεικνύεται όμως, αυτό που κάνει το παιδί να νιώθει ότι το ακούτε και το καταλαβαίνετε, κάτι που με τη σειρά του το ενδυναμώνει, είναι η εναρμόνιση με τα συναισθήματά του και τη γενικότερη ψυχική του διάθεση.
Για σταθείτε μια στιγμή! Μήπως στέλνετε το λάθος μήνυμα;
Ποιος γονιός δεν θέλει να δει ένα τεράστιο «άριστα» με θαυμαστικά στην εργασία του παιδιού του; Έχουμε προγραμματίσει τον εγκέφαλό μας να πανηγυρίζει όταν το παιδί μας παίρνει καλό βαθμό, αλλά, όταν δοξάζουμε το αποτέλεσμα (βαθμό, μετάλλιο, κύπελο) περισσότερο από την προσπάθεια, την επιμονή, τη δέσμευση και τις θυσίες που χρειάστηκαν για να επιτευχθεί ο κάθε στόχος, τότε μπορεί άθελά μας να μεταδώσουμε στο παιδί το μήνυμα πως, από τη στιγμή που επιτεύχθηκε ο τελικός στόχος, δεν έχει καμία σημασία το πώς έφτασε ως εκεί. Είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, οι γονείς μαθαίνουν στα παιδιά τους ότι το «δώρο» είναι η επιτυχία και, συνεπώς, ότι, αν υπάρχει κάπου η πιθανότητα να αποτύχουν ή να «ντροπιαστούν», τότε δεν αξίζει να επιδιώξουν έναν στόχο.
Ας δούμε λοιπόν πώς μπορεί να μεταφέρουμε αυτού του είδους τα μηνύματα.
«Οι βαθμοί σου είναι και δικοί μου βαθμοί». Φανταστείτε πως το παιδί σας κερδίζει μετάλλιο για τις επιδόσεις του σε μια σχολική παράσταση, έναν διαγωνισμό ή έναν αθλητικό αγώνα. Είναι στην ανθρώπινη φύση να νιώσετε υπερηφάνεια και, την ίδια στιγμή, πως αυτή η επιτυχία οφείλεται εν μέρει και σε εσάς – πολλές φορές βλέπουμε τους βαθμούς ή τις άλλες επιδόσεις των παιδιών μας ως αποτέλεσμα της δικής μας γονικής φροντίδας. Κι όταν, από την άλλη πλευρά, το παιδί σας φέρνει έναν άσχημο έλεγχο, είναι εξίσου εύκολο να κατηγορήσετε τον εαυτό σας και ν’ αρχίσετε να αναρωτιέστε τι κάνατε λάθος. Είναι απαραίτητο οι γονείς να είναι επιτέλους ειλικρινείς όσον αφορά τον λόγο που είναι τόσο εστιασμένοι στις επιδόσεις των παιδιών τους, και παίρνουν οι ίδιοι τόσο προσωπικά τα λάθη τους και τις αποτυχίες τους.
«Σ’ αγαπώ περισσότερο όταν παίρνεις καλούς βαθμούς». Στη διάρκεια παρουσιάσεων που έκανε σε σχολεία, η Λάχεϊ έλεγε στους μαθητές και τις μαθήτριες «σηκώστε το χέρι σας αν πραγματικά πιστεύετε πως οι γονείς σας σας αγαπούν περισσότερο αν φέρνετε καλούς βαθμούς στο σπίτι, και λιγότερο όταν οι βαθμοί σας είναι χαμηλοί». Ανακάλυψε ότι στα γυμνάσια το ποσοστό των μαθητών και μαθητριών που σήκωναν το χέρι τους ήταν περίπου 80%. (Στο λύκειο το ποσοστό αυτό πλησιάζει το 90%.) Αυτό είναι σοβαρό. Τα παιδιά μας δεν θα έπρεπε ποτέ να αισθάνονται πως τα αγαπάμε λιγότερο και πως νοιαζόμαστε λιγότερο για αυτά όταν αποτυγχάνουν ή κάνουν λάθη. Πολλές φορές, η στάση μας ως γονείς απέναντι στα θέματα της αποτυχίας ή των λαθών που κάνουν τα παιδιά μας προέρχεται από τα δικά μας βιώματα και τους δικούς μας ανεκπλήρωτους στόχους – ή και από την επιθυμία μας να είναι τα παιδιά μας πάντοτε «τέλεια». Αν όμως θέλουμε να μεταδώσουμε μια υγιή άποψη για την αποτυχία και τα λάθη, είναι ζωτικής σημασίας να διερευνήσουμε εξονυχιστικά τα μηνύματα τα οποία μεταδίδουμε στα παιδιά μας, να δούμε με ειλικρίνεια ποια είναι τελικά η συμπεριφορά μας όταν τα παιδιά μας αποτυγχάνουν, και για ποια πράγματα τα επαινούμε στην καθημερινή μας ζωή.
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Πώς να μιλάμε στα παιδιά για τα πάντα ο οδηγός σας για να μιλήσετε στα παιδιά σας για οτιδήποτε, καθώς μεγαλώνουν από νήπια σε έφηβους…
Η συγγραφέας του βιβλίου η Dr. Robyn Silverman, γνωστή ως «γιατρός της συνομιλίας» («Conversation Doc»), είναι ειδική στην ανάπτυξη παιδιών και εφήβων και οικοδέσποινα του δημοφιλούς, ομώνυμου πόντκαστ How to Talk to Kids About Anything.
Διαβάστε επίσης: