Ζητώντας την κοινωνική δικαίωση σε αυτά τα δύο αστυνομικά βιβλία

Υπάρχουν βιβλία με τα οποία ο νους ταξιδεύει, άλλα με τα οποία ο χρόνος περνά ευχάριστα και ορισμένα που σε προβληματίζουν, που κλείνοντάς τα δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος.

Και όταν «πέφτεις» πάνω σε αυτά τα βιβλία, δεν μπορείς να ξεκολλήσεις. Αυτό μας συνέβη με δύο αστυνομικά μυθιστορήματα. Μεταξύ της αγωνίας και των ανατροπών, ήταν και οι κοινωνικές διαστάσεις αυτές που μας έκαναν να ταρακουνηθούμε, να ζητάμε δικαίωση και να θέλουμε να «μπούμε» μέσα στην υπόθεση και να τη διαλευκάνουμε. Για να φτάσουμε στη λύτρωση.

Στη Φωτιά που σιγοκαίει της Paula Hawkins, η Λόρα  έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της αντιμετωπίζοντας περιφρόνηση. Ξέρει ότι φαίνεται οξύθυμη, προβληματική, αντικοινωνική.  

Στην ηλικία των 10 ετών είχε ένα φρικτό ατύχημα και υπέστη μεταξύ άλλων κάταγμα κρανίου κι εγκεφαλικές κακώσεις, έμεινε δώδεκα μέρες σε κώμα, νοσηλεύτηκε τρεις μήνες και μετά από μισή ντουζίνα επώδυνα χειρουργεία, αναγκάστηκε να μάθει να μιλάει από την αρχή.

Η ζωή της επιφύλασσε περισσότερα δυσάρεστα. Όσο ήταν κατάκοιτη στο νοσοκομείο, έμαθε πως την είχε προδώσει ο άνθρωπος που αγαπούσε περισσότερο από όλους στον κόσμο, αυτός που την αγαπούσε με την ίδια δύναμη και την προστάτευε. Στην ηλικία των δέκα ετών, ο κόσμος της είχε γίνει συντρίμμια.

Εντέλει πέρασαν όλα. Σε γενικές γραμμές. Η Λόρα είχε κολλήσει τα κομμάτια όπως- όπως, αλλά η κατάστασή της επιδεινώνονταν. Ήταν πιο αργή, πιο οργισμένη, λιγότερο αγαπητή.

Η οικογένεια της; Την είχε παραμελημένη. Εκείνη μπαινοβγαίνει σε αναμορφωτήρια, κανείς δεν την υπολογίζει και όλοι την υποπτεύονται.

Έτσι καταλήγει στη φυλακή, κατηγορούμενη για μια δολοφονία. Την είδαν να εγκαταλείπει το σκηνικό ενός φρικτού φόνου με αίμα στα ρούχα της. Ποια ήταν τα κίνητρά της; Πώς βρέθηκε μπλεγμένη για ακόμα μια φορά;

Διαβάζοντας το βιβλίο, δεν μπορούσαμε να μην φέρουμε στο μυαλό μας πολλές πραγματικές ιστορίες. Ιστορίες με εξιλαστήρια θύματα, ιστορίες με αθώους να οδηγούνται σε μια ηλεκτρική καρέκλα, με ανθρώπους που κανένας δεν νοιάστηκε αν ζουν ή αν έχουν πεθάνει. Αλλά και με την αντίπερα όχθη. Όλους εκείνους με την αδιανόητη δύναμη, τους ισχυρούς, αυτούς που είναι υπεράνω υποψίας και εκείνους που καταφέρνουν πάντα να τη γλιτώνουν.

αστυνομικά διόπτρα

Στο Ίνκουμπους του Βαγγέλη Γιαννίση, μια νεαρή φοιτήτρια κάνει την αρχή και καταγγέλλει τον βιασμό της. Σιγά-σιγά τα στόματα ανοίγουν και ιστορίες που έμεναν κρυμμένες από φόβο και ντροπή… βγαίνουν στο φως με την ελπίδα να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Θύματα από διάφορα μέρη της χώρας παρουσιάζονται στην αστυνομία και μοιράζονται τις ιστορίες τους. Κάποιες από τις γυναίκες αισθάνονται προδομένες από την αστυνομία, άλλες φοβούνται ακόμα τον εισβολέα. Έχει δώσει την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει.

«Μπορείς να πας στην άκρη της Γης, ωστόσο δεν θα με ξεφορτωθείς ποτέ. Έχω κολλήσει επάνω σου σαν ψύλλος και θα τρέφομαι από εσένα. Όσο έχεις αίμα. Όσο μου προσφέρεις ευχαρίστηση. Σε διάλεξα γι” αυτό. Και μια μέρα, θα επανενωθούμε. Να με περιμένεις.
Ψ
».

Ποιο μοτίβο χρησιμοποιεί και πώς θα φτάσουν στα ίχνη του για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη επίθεση;

Την ίδια στιγμή, δύο κύριες πρωταγωνίστριες- θύματα έρχονται αντιμέτωπες με τα συναισθήματά τους και τις συναισθηματικές συνέπειες της επίθεσης. Πλησιάζουν η μία την άλλη και αρχίζουν να παρακολουθούν συναντήσεις με άλλες επιζήσασες βιασμών.

«Δεν ενδιαφέρεται για το ποιες είμαστε. Μας βλέπει σαν πράγματα, σαν άψυχα αντικείμενα. Πιθανότατα δεν τον ενδιαφέρει ούτε το σεξ, σαν πράξη. Το μόνο που θέλει είναι να μας ταπεινώσει, να μας κάνει να νιώσουμε άσχημα με τον εαυτό μας, ώστε να νιώσει καλά εκείνος με τον δικό του. Να νιώσεις δυνατός. Και τα καταφέρνει. Διάβασα στο διαδίκτυο ότι πολλές που βρέθηκαν στη θέση μας αναφέρονται στον εαυτό τους ως «επιζήσασες». Εγώ δεν νιώθω ότι επέζησα. Πέρασα σχεδόν τρεις μήνες έχοντας χάσει κάθε αγάπη για τη ζωή και κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης. Σήμερα το πρωί, όμως, ξύπνησα για πρώτη φορά δίχως να νιώσω απογοήτευση που το βράδυ δεν είχα πάρει κατά λάθος υπερβολική δόση από τα υπνωτικά μου, επειδή χθες κατήγγειλα τον βιασμό μου στην αστυνομία. Δεν σκοπεύω να σωπάσω ποτέ ξανά».

Η κάθε υπόθεση είναι μοναδική και ανατριχιαστική. Και όσο εξελίσσεται η ιστορία περισσότερα έρχονται στο φως.

Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση του σώματός μας διαβάζοντας την ιστορία. Μέσα από αυτήν, μεταξύ άλλων, φωτίζεται και ο τρόπος με τον οποίο τα θύματα προσπαθούν να σταθούν ξανά στα πόδια τους έπειτα από έναν βιασμό αλλά και όλη την επίπονη διαδικασία που αναγκάζονται να περάσουν μέχρι να δικαιωθούν. Αν δικαιωθούν. Και όλα αυτά αποδίδονται με ρεαλισμό και ανθρωπιά.

αστυνομικά διόπτρα

Υ.Γ.1. 8 αστυνομικά που θα διαβάσεις μέχρι το καλοκαίρι

Υ.Γ.2. Έχεις διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο που ξεκινάει από την τελευταία σελίδα;

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *