Η πρώτη ερώτηση είναι δεδομένη: Πρέπει να μιλήσω για το βιβλίο ή για τον ίδιο τον Κώστα Τσόκλη; Η δεύτερη είναι: Οι λέξεις μπορούν να περιγράψουν μια ζωή, αλλά είναι ικανές να περιγράψουν ένα καλλιτεχνικό έργο; Οι δικές μου λέξεις δυσκολεύονται πολύ, δεν τολμούν καν να το αποπειραθούν, πλην τι θα ήταν ο Τσόκλης δίχως τα έργα του ή το έργο του; Τρίτη ερώτηση: Η πορεία της ζωής του καλλιτέχνη, έχει αυτοτελή αξία; Συμπληρώνει το έργο του, εξηγεί το έργο του, απομειώνει μερικές φορές την αξία του έργου του ή τοποθετείται δίπλα στο έργο του ως ένα παράλληλο έργο τέχνης; Έλα ντε…
Η Ρέα ανέλαβε μια πολύ δύσκολη δουλειά. Ανέλαβε να διαχειριστεί έναν μύθο, ο οποίος μάλιστα είναι ακόμα υπό διαμόρφωση. Ο Τσόκλης δεν τέλειωσε, δεν σταύρωσε τα χέρια, ούτε κλείδωσε το μυαλό. Ζωγραφίζει, εκθέτει, μιλάει, επεμβαίνει, σχολιάζει, προκαλεί. Με τι θάρρος γράφεις τη βιογραφία κάποιου που τον έχεις απέναντι σου και ο οποίος ακούγοντας τα συμπεράσματα σου γι αυτόν, πότε σου χαμογελά και πότε σε κοιτάζει με μισό μάτι; Δεν ξέρω. Και πως άραγε η Ρέα κατάφερε τον Τσόκλη να δεχτεί την κοινοποίηση της ζωής του μέσα στις σχετικά λίγες αυτές σελίδες; Διότι όταν κάποιος φθάσει στο σημείο να γραφτεί η βιογραφία του, πιστεύει ακραδάντως πως κάθε πτυχή και μικρό γεγονός της ζωής του είναι θανάσιμα σημαντικό. Έτσι καταλήγουμε στις τερατώδεις βιογραφίες σαν τούβλα οικοδομής, που δεν τις διαβάζει κανένας ως το τέλος. Η αποφυγή αυτής της παγίδας πιστεύω ότι χρεώνεται αποκλειστικά στην συγγραφέα και μπράβο.
Το βιβλίο περιγράφει δυο μυθικούς κόσμους και μια ψυχή που σπαρταρά ανάμεσα τους, πότε βασανιστικά και πότε θριαμβικά. Διότι ακόμα και για τα σημερινά οικονομικά χάλια της ελληνικής κοινωνίας, μια επταμελής οικογένεια που ζει κάτω από μια σκάλα ή ένα παιδί που δεν ξαναπάει στη δουλειά γιατί του κλέψανε τα μοναδικά του παπούτσια στο ποδόσφαιρο στην αλάνα και ντρέπεται να εμφανιστεί ξυπόλυτο, παραμένει στην σφαίρα του μυθικού. Όπως το ίδιο μυθικός για τη μεγάλη μάζα είναι ο καλλιτεχνικός κόσμος της Ρώμης, του Παρισιού, Βερολίνου και της Νέας Υόρκης, ο κόσμος των εικαστικών ρευμάτων, του μοντερνισμού, του νεορεαλισμού, της άρτε πόβερα, των συλλεκτών, των γκαλερί που αναδεικνύουν και ποδηγετούν την τέχνη, καθώς και των διαφόρων καλοντυμένων Ιόλα που περιφέρονται με έπαρση ανάμεσα τους. Μπορούμε να θαυμάσουμε αυτό το άλμα του Τσόκλη από τον έναν κόσμο στον άλλον; Φυσικά και το βιβλίο το καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο.
Το βιβλίο είναι διαποτισμένο από την χαρακτηριστική γραφή της Βιτάλη. Λυρική, ζωντανή, περιεκτική, ακολουθεί τους νόμους του μικρού κειμένου, αυτού δηλαδή που διαβάζεται απνευστί. Ο Τσόκλης βέβαια είναι σαν τα ψηλά βουνά, που όσο ψηλότερα είναι, τόσο βαθύτερες χαράδρες διαπερνούν το κορμί τους. Στο σύνολο του βιβλίου, διέκρινα μερικές φορές αμηχανία μπροστά σε τέτοιες χαράδρες και μια έντεχνη αποφυγή της συγγραφέως να βάλει έναν φακό και να φωτίσει τα βάθη τους. Λογικό. Ο ίδιος ο Τσόκλης, οι άνθρωποι του, οι θαυμαστές και οι επικριτές του είναι γύρω μας, πώς να το αγνοήσει η Ρέα αυτό; Το βιβλίο είχε και μια προσωπική παρενέργεια: Έχω στον τοίχο του σπιτιού μου έναν παλιό Μόραλη από το Παρίσι του 1939. Αφού διάβασα πόσο βοήθησε ο Μόραλης τον Τσόκλη να μπει στη σχολή καλών τεχνών, ο πίνακας πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας απέκτησε και μιαν αύρα καλοσύνης, που ζεσταίνει εκείνη τη γωνιά.
Θαρρώ πως το βιβλίο είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να μάθουμε όσα δικαιούμαστε να μάθουμε για τον Κώστα Τσόκλη. Ρέα μου, εύχομαι να ‘ναι καλοτάξιδο. Κώστα Τσόκλη, έχεις μια βιογραφία που αντιστοιχεί και δεεν υπολείπεται του μύθου σου.